Με αφορμή τον Εθνικό Διάλογο για την εκπαίδευση που ξεκίνησε πριν από λίγες μέρες, είναι νομίζω χρήσιμο να υπογραμμίσουμε τον κομβικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει μια σύγχρονη διοίκηση στην εκπαίδευση. Πρόκειται σαφώς για ένα υποτιμημένο κομμάτι που συνήθως περιορίζεται σε έναν διεκπεραιωτικό ρόλο. Αυτό όμως είναι το ξεπερασμένο μοντέλο διοίκησης, εκείνο που στηριζόταν στον ηγέτη, στις κεντρικές επιλογές, την τυφλή εφαρμογή, στον έλεγχο. Σήμερα πια, λίγοι το ακολουθούν μια που αντιστοιχεί σε παρωχημένους τρόπους λειτουργίας. Βεβαίως όλες οι έρευνες αποδεικνύουν πως επιπλέον αποδίδει τα ελάχιστα αποτελέσματα.

Ads

Είναι γεγονός, πως το σύγχρονο σχολείο, λειτουργεί ως ένας ζωντανός και πολύπλοκος οργανισμός, ο οποίος καλείται να αντεπεξέλθει ταυτόχρονα σε πολλούς και διαφορετικούς ρόλους. Μια επίσκεψη την ίδια μέρα σε μερικά σχολεία θα πείσει ακόμη και ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με την εκπαίδευση, για του λόγου το αληθές. Σε κάθε μονάδα θα βρεθεί μπορστά σε ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό. Εκείνο λοιπόν που απαιτείται δεν είναι άλλο από την ενίσχυση κάθε μονάδας, ώστε να λειτουργεί με επάρκεια, διατηρώντας την αυτοτέλεια της, την ιδιαιτερότητα που συνθέτει κάθε Σύλλογος Εκπαιδευτικών, η μαθητική κοινότητα και η περιοχή στην οποία ανήκει. Έιναι επίσης σκόπιμο να διασφαλίζεται ο απαραίτητος «χώρος» προκειμένου να αποτελεί εντέλει κάθε Σχολείο πυρήνα πολιτισμού, σημείο αναφοράς για την ευρύτερη Κοινότητα.

Η  Εκπαίδευση λοιπόν όντας πολυεπίπεδη, απαιτεί διαδικασίες διοίκησης λειτουργικές και ουσιαστικές, προκειμένου να είναι εφικτή η εστίαση της στο λειτούργημα της, που έχει να κάνει με την παιδαγωγική και διδακτική προτεραιότητα, την εξοικονόμηση του απαραίτητου χρόνου και δυνάμεων προκειμένου οι πολλές και ωραίες πρωτοβουλίες των μαθητών, των εκπαιδευτικών και της κοινωνίας να μπορούν να ενσωματωθούν και να καλλιεργήσουν κλίμα φιλογνωσίας, κριτική ικανότητα και αυτογνωσία. Στην εκπαίδευση τα ποσοτικά κριτήρια αποτελούν τη βάση εφαρμογής, ζητούμενο όμως παραμένουν, και εκεί απαιτείται κάθε εστίαση, τα ποιοτικά κριτήρια και οι στόχοι της.

Ένα απαραίτητο εργαλείο σήμερα αφορά στον εκσυγχρονισμό μέσα από την αξιοποίηση των ψηφιακών δυνατοτήτων, παράμετρος που σημαίνει απλοποίηση διαδικασιών, ευκολότερη αξιοποίηση δεδομένων. Είναι ανάγκη να συνειδητοποιηθεί πως πλέον πρέπει να λειτουργούμε με αυτό ως βάση και να ξεφύγουμε από την παραδοσιακή μορφή της έντυπης διοίκησης και της παραγωγής εγγράφων. Προς το παρόν λόγω της αργής προσαρμογής της γραφειοκρατίας, σε πολλές πριπτώσεις ισχύουν και οι δυο τρόποι, γεγονός που σημαίνει διπλή δουλειά, χωρίς λόγο, και κυρίως σπατάλη χρόνου που δεν περισσεύει σε κανέναν.  Μπορούν να αποφευχθούν με τον τρόπο αυτό οι επικαλύψεις, οι άσκοπες επαναλήψεις και βεβαίως η συνήθης τακτική του ξεπερασμένου διοικητικού συστήματος που ζητά την τελευταία στιγμή – το γνωστό “θυμήθηκα σήμερα πως τα ήθελα χθες” – πληροφορίες, γιατί απλώς στερείται του απλούστερου προγραμματισμού.

Ads

Η σύγχρονη λοιπόν δημοκρατική διοίκηση, στηρίζεται στις αρχές της συνεργασίας, της αξιοποίησης των δυνατοτήτων κάθε στελέχους, τη διάχυση καλών πρακτικών, την αποκέντρωση, τον περιορισμό των βημάτων ολοκλήρωσης μιας διαδικασίας, την εξειδίκευση και στην εμπιστοσύνη. Θεωρεί ως βάση της τη ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ. Υπάρχει μοναδικό ανθρώπινο δυναμικό, αρκετοί συνάδελφοι έχουν μεγάλη εμπειρία στη διοίκηση ή εξαιρετικές ιδέες, έχουν δε θέσει σε πειραματική εφαρμογή πρωτοποριακές πρωτοβουλίες. Όλη αυτή η εμπειρία αποτελεί ένα θησαυρό, ικανό εφόσον συνδυασθεί, να δρομολογήσει πολλές και πρακτικές λύσεις που μπορούν να κάνουν καταρχήν την καθημερινότητα στο Σχολείο πολύ πιο εύκολη. Σε δεύτερη φάση μπορούν να αναπτύξουν μια κοινή αντίληψη, πολύ χρήσιμη για μια αποτελεσματική διοίκηση και έναν απαραίτητο κοινό τόπο στην άσκηση της.

Μιλώντας πιο οργανωτικά θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι πλέον καιρός, μια που υιοθετείται ένα συμμετοχικότερο μοντέλο, όσοι συμμετέχουν στα Υπηρεσιακά Συμβούλια να εκλέγονται από τα αντίστοιχα σώματα. Οι εκπαιδευτικοί εκλέγουν τους εκπροσώπους τους. Γιατί να μη συμβάινει κάτι ανάλογο με τους Διευθυντές που συμμετέχουν; Ας ξεπεράσει η κάθε εξουσία τη μανία του ελέγχου κάθε οργάνου. Βεβαίως για να εμπεδωθεί κάτι τέτοιο, απαιτείται επιτέλους ένα σταθερό πλαίσιο κριτηρίων επιλογής. Η αξιολόγηση-αναγνώριση  à la carte των αντικειμενικών κριτηρίων, η συνέντευξη που ακολουθεί την εκλογή, για να έχει τον τελικό έλεγχο η διορισμένη πλειοψηφία, δεν εγγυώνται αλλαγή στην αντίληψη και στις αρχές. Θα μπορούσαν εδώ να αναφερθούν οι σκόπιμες υποτιμήσεις αντικειμενικών κριτηρίων, σε αντίθεση με τον Γενικό Νόμο επιλογής στελεχών του ΑΣΕΠ. Τέτοιοι τακτικισμοί δεν ευνοούν τη διαφάνεια και την αξιοκρατία, απαραίτητη προϋπόθεση για ένα μοντέλο δημοκρατικής διοίκησης.

Μέσα από αυτή τη νέα αντίληψη διοίκησης επιφυλάσσεται ένας εντελώς νέος ρόλος στους εκπαιδευτικούς και σε όλα τα στελέχη. Οι Διευθυντές και οι Υποδιευθυντές, ως σώμα, με την εμπειρία τους, ενταγμένοι σε επιτροπές, μπορούν να αναλάβουν και ανάλογες αρμοδιότητες. Με τον τρόπο αυτό θα είναι αξιοποιήσιμη η γνώση τους, εφικτή η επεξεργασία συγκεκριμένων θεμάτων και η συμμετοχή τους στον τρόπο λήψης αποφάσεων. Μέσα από αυτή την αντιμετώπιση είναι δυνατό να προκύψουν προτάσεις ουσιαστικές για τη βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας των σχολείων, του τρόπου διοίκησης, αλλά κυρίως θα επιτευχθεί πνεύμα συνεργασίας. Αναφερόμαστε προφανώς σε ένα δίκτυο που θα μπορεί γρήγορα να επεξεργάζεται και να προτείνει τρόπους επίλυσης προβλημάτων.

Πέρα όμως από το αμιγώς διοικητικό μέρος της δουλειάς ενός Διευθυντή, τις μέχρι τώρα αρμοδιότητες του Συλλόγου Διδασκόντων, οι συνθήκες σήμερα απαιτούν το Σχολείο να εκπληρώνει πολλούς άλλους στόχους. Κι εδώ ο ρόλος της Διοίκησης είναι καταλυτικός!  Ως παράδειγμα αναφέρεται η ανάπτυξη σχέσεων και συνεργασιών ανάμεσα σε διαφορετικές σχολικές μονάδες. Μπορεί να τροφοδοτήσει νέες πτυχές της σχολικής δράσης, καθώς επίσης να υποστηρίξει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τους μαθητές, της κοινωνίας, των προβλημάτων που αύριο θα κληθούν να αντιμετωπίσουν ως πολίτες και εργαζόμενοι. Η ανάπτυξη δεσμών ανάμεσα σε σχολεία του κέντρου και εκείνα της επαρχίας, συμβάλει σίγουρα σε μια πιο ισορροπημένη και σφαιρική εικόνα της ζωής και των ιδιαιτεροτήτων της. Πρόκειται για ένα μεγάλο έλειμμα που σε όλη την Ευρώπη βρίσκεται στο επίκεντρο της αναζήτησης, η σχέση δηλαδή αστικού και ημιαστικού-αγροτικού χώρου και η σύνδεσή τους.

Αλλά και η διεθνής διάσταση δεν πρέπει να αγνοείται και να υποτιμάται. Πολλές και σημαντικές δράσεις υλοποιούνται εδώ και χρόνια. Αποτελεί ζητούμενο η ανάδειξή τους και η συνομιλία τους. Με τον τρόπο αυτό θα μπορέσει να αξιοποιηθεί η εμπειρία και η διεθνής δικτύωση, ώστε να γνωστοποιηθούν οι δράσεις αυτές, να μεταφερθεί σε κάθε σχολείο και σε πολλά περισσότερα, η δουλειά που έχει γίνει, η εμπειρία, ο προβληματισμός. Στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες, οι ανοικτοί ορίζοντες είναι η βάση προκειμένου να αποφεύγονται συντηρητικές στορφές και αναχρονιστικές «λύσεις». Σε αυτό το επίπεδο μπορεί να είναι κομβικός ο ρόλος των Δήμων και της Περιφέρειας.

Οδηγούμαστε εκ των πραγμάτων στη σχέση του Σχολείου με την Αυτοδιοίκηση. Εκ του νόμου η πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση συνδέονται με τους Δήμους. Η σχέση αυτή απαιτεί επανασχεδιασμό. Σε ένα μεγάλο βαθμό αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο που έγινε, αναφέρομαι στη συνήθη τακτική, εκχώρηση αρμοδιοτήτων χωρίς τους απαραίτητους πόρους και κυρίως με την ανάθεση ευθυνών χωρίς τα μέσα που απαιτούνται. Με λίγα λόγια στους Δήμους ανατέθηκε η δουλειά του «χαμάλη». Πολλοί άνθρωποι της αυτοδιοίκησης έχουν τη βούληση, αλλά το ισχύον πλαίσιο είναι στρεβλό και ανεπαρκές. Σε αυτόν τον φαύλο κύκλο το Σχολείο βρίσκεται ακριβώς στη μέση. Κι όμως, υπάρχουν και άλλες δυνατότητες που μπορούν να αναδειχθούν! Ας μην παρακάμπτουμε λοιπόν την ανάγκη να ανασχεδιασθεί η σχέση αυτή. Αυτό δε θα συμβεί αν δεν αποτελέσει η εκπαίδευση προτεραιότητα για κάθε Δήμο. Καλές πρακτικές υπάρχουν σε όλη την Ευρώπη, στην Αμερική, Νότια και Βόρεια.  Να λοιπόν και ένα μεγάλο κενό στην Επιτροπή του Εθνικού Διαλόγου. Δείχνει ακριβώς πως η Πολιτεία, δεν έχει (ή δε θέλει), ούτε η ίδια εμπεδώσει το γεγονός αυτό. Οι φορείς που έχουν την αρμοδιότητα να υποστηρίξουν τα Σχολεία σε τοπικό επίπεδο, απουσιάζουν από τον Διάλογο.

Πρόκειται ακριβώς για ένα χαρακτηριστικό δείγμα του πώς αντιλαμβάνεται καθένας τη μεταρρύθμιση. Πολιτική όμως δεν κάνει μόνο η Γενική Κυβέρνηση. Κάνει και η Αυτοδιοίκηση που είναι εκ του νόμου αυτοτελής.

Αν το παράδειγμα αυτό το μεταφέρουμε σε επίπεδο διοίκησης της εκπαίδευσης, μπορούμε να κατονοήσουμε τι σημαίνει δημοκρατική αντίληψη διοίκησης, συμμετοχική, που συνδέει όλα τα επίπεδα διοίκησης και αποφάσεων.

Άρα σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που σχεδιάζεται σε νέα βάση,  – ελπίζω και εύχομαι να μην είναι μια ακόμη προσπάθεια που δεν θα δει αποτέλεσμα – είναι εκ των ων ουκ άνευ να υπάρξει ένας ανάλογος σχεδιασμός στον τρόπο διοίκησης του: το δημοκρατικό μάνατζμεντ. Στην αξιοποίηση δηλαδή του Ανθρώπινου Δυναμικού! Στο μοντέλο αυτό καθένας βρίσκει τη θέση του, το ρόλο του, δεσμεύεται και συνεργάζεται για να επιτευχθούν οι στόχοι που τίθενται από την ομάδα την ίδια.

Ας μη σας φανεί υπερβολικό το γεγονός πως στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι συνεργάτες δεσμεύονται, αλληλοσυμπληρώνονται και η δουλειά μετατρέπεται σε ευχαρίστηση, σε στόχο προσωπικό, χωρίς ανταγωνισμούς και «υστεροβουλίες» που γεννά η ανασφάλεια, η αδικία και οι αποκλεισμοί. Στηρίζεται στο σεβασμό και στην πειθώ, μοναδικά όπλα της δημοκρατίας. Κι αυτό, γιατί κάθε άνθρωπος, εργαζόμενος, πέρα από την επιβίωση, αναζητά τη δικαίωση, την προσφορά, την επιβεβαίωση, την αξιοπρέπεια και τον σεβασμό. Αυτό δείχνουν όλες οι μετρήσεις, ακόμη και στην Ελλάδα της κρίσης και της ανεργίας. Προτεραιότητα στους πίνακες σημασιοδότησης των εργαζομένων δεν αποτελεί μόνο η αμοιβή, η οικονομική. Συνήθως έρχεται στην 3η και στην 4η θέση. Προτεραιότητα δίνεται στο  σεβασμό, στην αξιοιοποίηση των δυνατοτήτων μας, στο εποικοδομητικό κλίμα στον χώρο της εργασίας.

Η εφαρμογή αυτού του μοντέλου, εξασφαλίζει διακρίσεις, χτίζει ωραίες σχέσεις εμπιστοσύνης και εκτίμησης. Κυρίως αναβαθμίζει τη δουλειά μας και μας γέμιζει ικανοποίηση η βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών. Για την εκπαίδευση και τις δυνατότητές της, αυτό μπορεί να είναι μια μικρή επανάσταση.

Με την ελπίδα πως κάθε άποψη θα αξιοποιηθεί, και πως αυτή τη φορά θα φτάσουμε στη δημιουργία, μέσα από τον καθορισμό ρεαλιστικών προτεραιοτήτων που συνδέονται α) με τις δυνατότητες αυτού του τόπου, β) με τη σωστή αξιοποίηση των διεθνών εμπειριών,  χωρίς τις συνήθεις αντιγραφές, με την ωριμότητα που απαιτείται, ας ελπίσουμε πως θα  δούμε να χτίζεται ένα Ελληνικό Εκπαιδευτικό Σύστημα, ικανό να στηρίξει την Ελλάδα του αύριο και το μέλλον των μαθητών μας.

* Ο κ. Μανόλης Αλεξάκης είναι εκπαιδευτικός