Το τρένο, όπως και όλα τα μέσα μαζικής τροχιάς, θεωρούνται διεθνώς τα πιο ασφαλή, τα πιο οικονομικά, τα πιο οικολογικά, αλλά και τα πιο… παντός καιρού μέσα μεταφοράς. Τα οποία συνεχίζουν να λειτουργούν ακόμη και με τις πιο δυσχερείς καιρικές συνθήκες.

Ads

Είναι γνωστές οι ιστορίες από τον υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο της Ρωσίας, ο οποίος δεν κλείνει ποτέ, ακόμη και στις δυσχερέστερες καιρικές συνθήκες του παγωμένου Σιβηρικού χειμώνα.

Γιατί λοιπόν στην Ελλάδα η σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας – Θεσσαλονίκης έκλεισε με την πρώτη και όχι και τόσο βαριά κακοκαιρία του χειμώνα;

Η απάντηση, όσο κι αν ακούγεται περίεργο, βρίσκεται στο γεγονός ότι τα τρένα δεν περίμεναν την κακοκαιρία για να μη λειτουργούν. Σταματάνε κάθε τόσο, καλοκαίρι – χειμώνα, στη μέση της γραμμής λόγω βλάβης. Και οι επιβάτες μεταφέρονται με λεωφορεία στον τόπο προορισμού τους.

Ads

Άλλη μια διεθνής πρωτοτυπία της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Τα τρένα δεν λειτουργούν καθημερινά γιατί προφανώς λόγω κακής ή και ελλιπούς συντήρησης χαλούν συχνά και οι βλάβες τους δεν επισκευάζονται.

Κι ακόμη τα τρένα δεν λειτουργούν το καλοκαίρι, που ο τουρισμός επιβαρύνει με πρόσθετο επιβατικό φορτίο τα δρομολόγιά τους. Αλλά δεν λειτουργούν και τον χειμώνα όταν βρέχει, όταν φυσά και όταν χιονίζει.

Δηλαδή γενικώς τα τρένα λειτουργούν κατά το δοκούν.

Δεν είναι αστείο. Το πιο ασφαλές, το πιο ανθεκτικό και το πιο «παντός καιρού» μέσο μεταφοράς έχει γίνει στην Ελλάδα το πιο σύντομο ανέκδοτο.

Η φράση «πάει τρένο» που παντού στον κόσμο σημαίνει «πάει γρήγορα», στην Ελλάδα του Μητσοτάκη σημαίνει «πάει αργά».

Κι αυτό συμβαίνει γιατί στο καθεστώς Μητσοτάκη δεν υπάρχει η έννοια του δημόσιου ελέγχου. Τα πάντα αποδίδονται άνευ όρων στην κερδοφόρο οικονομία της αγοράς.

Αφού σκοπός των κοινωνικών δομών και των δικτύων στη νεοφιλελεύθερη σκέψη δεν είναι η εξυπηρέτηση του πολίτη, αλλά η κερδοφορία των επιχειρήσεων. Η εξυπηρέτηση του πολίτη θα έρθει υποτίθεται αργότερα, όταν οι μεγάλες επιχειρήσεις το επιτρέψουν.

Στην ενεργειακή κρίση αυτήν την ακρότητα του νεοφιλελευθερισμού που πρεσβεύει η κυβέρνηση Μητσοτάκη τη ζούμε με την αγορά ρεύματος. Που σε εποχή κρίσης δεν ρυθμίζεται από το κράτος, όπως σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που έβαλαν από νωρίς πλαφόν και έτσι περιόρισαν τις κερδοσκοπικές ανατιμήσεις.

Αντίθετα, στην Ελλάδα του Μητσοτάκη περιμένουμε την αγορά να… αυτορυθμιστεί από μόνη της. Και μέχρι να συμβεί αυτό, που δεν θα συμβεί αφού δεν συνέβη μέχρι τώρα, οι τιμές του ρεύματος ανεβαίνουν στα ύψη.

Βάζουμε δηλαδή τους λύκους της αισχροκέρδειας να φυλούν τα πρόβατα – καταναλωτές.

Με συνέπεια η Ελλάδα της φτώχειας και των χαμηλότερων μισθών να έχει το ακριβότερο ρεύμα χονδρικής στην Ευρώπη.

Γιατί όταν οι τιμές δεν ρυθμίζονται με δημόσιο έλεγχο, καθορίζονται απόλυτα από τους κερδοσκόπους. Τους οποίους ποσώς ενδιαφέρει το δημόσιο συμφέρον.

Δεν φταίνε οι κερδοσκόποι. Αυτοί τη δουλειά τους κάνουν.

Φταίει το ελληνικό δημόσιο που ανέθεσε σε αυτούς τη δική του δουλειά. Που είναι η φροντίδα για την εξυπηρέτηση του πολίτη.

Δείτε πόσο γρήγορα η ιδιωτικοποιημένη ΔΕΗ πήγε με την πλευρά των κερδοσκόπων, καυχόμενη μάλιστα δημοσίως ότι βγάζει και αυτή υπερκέρδη.

Λες και η δουλειά της ΔΕΗ ήταν να βγάζει κέρδη και όχι να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.

Γι’ αυτό και η Γαλλία του κατά τα άλλα νεοφιλελεύθερου Μακρόν επανακρατικοποίησε τη Γαλλική ΔΕΗ σε καιρό ενεργειακής κρίσης.

Τα ίδια ακριβώς που συμβαίνουν με το ρεύμα συμβαίνουν και με τις σιδηροδρομικές μεταφορές.

Το κράτος παρέδωσε τις σιδηροδρομικές συγκοινωνίες άνευ όρων στην Ιταλική επιχείρηση που αγόρασε τα ελληνικά τρένα. Και περιμένει από τους Ιταλούς, που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η κερδοφορία, να ενδιαφερθούν για το δημόσιο συμφέρον και για την εξυπηρέτηση του πολίτη.

Δεν θα το κάνουν ποτέ.

Αν το δημόσιο δεν επαναφέρει αυστηρούς ελέγχους στην ενεργειακή αγορά, στις μεταφορές και σε όποιον τομέα της κάποτε δημόσιας ζωής εισήλθαν ιδιώτες, οι τιμές του ρεύματος, των υπηρεσιών και των προϊόντων θα ανεβαίνουν στα ύψη και τα ιδιωτικοποιημένα τρένα κάθε τρεις και μια δεν θα λειτουργούν.

Όταν δηλαδή το κράτος εκχωρεί τα δίκτυα και τις δομές σε ιδιώτες και μαζί με αυτά εκχωρεί και την κρατική αρμοδιότητα του ελέγχου και της φροντίδας υπέρ του δημόσιου συμφέροντος, τότε τη χώρα δεν κυβερνά το κράτος, αλλά οι ιδιώτες.

Κι όποιον πάρει ο χάρος. Ή μάλλον η… αισχροκέρδεια.

Στην Ευρώπη η λύση έχει δοθεί δια της αμιγώς ελληνικής Αριστοτελικής μέσης οδού.

Τα δίκτυα δηλαδή και οι δημόσιες δομές παραμένουν υπό δημόσιο έλεγχο. Και όποτε αυτό είναι εφικτό και έχει ενδιαφέρον για το δημόσιο συμφέρον, η καθημερινή λειτουργία και συντήρησή τους αποδίδεται σε ιδιώτες, σε τεχνοκράτες και σε ειδικούς στη διαχείρισή τους.

Έτσι, το κράτος ελέγχει καθημερινά τους ιδιώτες αν εκτελούν το έργο της εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος, επιβάλλοντας αυστηρά πρόστιμα, πιο υψηλά από τη δαπάνη του ιδιώτη να συντηρήσει και να λειτουργήσει σωστά τα δίκτυα.

Ώστε να τον αναγκάσει να ενδιαφερθεί για την καλή και επωφελή για τον πολίτη λειτουργία τους.

Το ζήτημα δηλαδή δεν είναι ιδεολογικό, αν το δημόσιο μπορεί καλύτερα ή οι ιδιώτες είναι πιο αποτελεσματικοί.

Το ζήτημα είναι δημόσιος και ιδιωτικός τομέας να βρεθούν τρόποι να συνεργαστούν με τον καλύτερο και αποδοτικότερο τρόπο, για το δημόσιο συμφέρον και προς όφελος του πολίτη.

Οι δημόσιες δομές και τα δίκτυα που κατασκευάστηκαν και εξοπλίστηκαν με δημόσιο χρήμα, δεν μπορεί να παραδίνονται άνευ όρων σε ιδιώτες. Ούτε μπορεί το εισιτήριο στα τρένα και το Μετρό, όπως και τις τιμές της ενέργειας, του ρεύματος και του νερού, που είναι αγαθά δημόσιου χαρακτήρα, γιατί χωρίς αυτά δεν μπορεί κανείς να επιβιώσει, να καθορίζεται ανάλογα με τα συμφέροντα κερδοσκοπικών ιδιωτικών επιχειρήσεων.

Αυτή η νέα σχέση δημόσιου – ιδιωτικού, την οποία αναζητά ο πολιτισμένος κόσμος για την καλύτερη δυνατή λειτουργία τόσο των δομών και των δικτύων, όσο όμως και της αγοράς, είναι που θα καθορίσει το μέλλον της Ευρώπης.

Στην Ευρώπη έχουν κάνει ήδη ένα βήμα μπροστά. Γάλλοι και Γερμανοί επανακρατικοποιούν ιδιωτικοποιημένες δομές και δίκτυα που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος.

Γιατί το υπέρτατο αγαθό για μια δημοκρατική κυβέρνηση είναι το συμφέρον της κοινωνίας και όχι των οικονομικών ελίτ.

Στην Ελλάδα του Μητσοτάκη ακόμη ζούμε στον αναχρονισμό των αποικιοκρατικών συμβάσεων παραχώρησης των αρμοδιοτήτων του κοινωνικού κράτους σε ιδιώτες…

*Ο Γιάννης Α. Μυλόπουλος είναι καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης