Πάει καιρός που αναρωτιέμαι αν έχει νόημα η όποια δημόσια παρέμβαση. Παρακολουθώ τις σκέψεις κι απόψεις, τα σχόλια αναγνωστών και φίλων. Σε περίοδο κρίσης και έντασης, είναι αλήθεια δεν πρυτανεύει η ψυχραιμία και η καθαρή σκέψη. Κι όμως ήρθε ο καιρός, δεν υπάρχει άλλος χρόνος στη διάθεση μας, των σοβαρών αποφάσεων.

Ads

Δυστυχώς, την αναζήτηση μας τη χαρακτήριζε και τη χαρακτηρίζει, μια θολή προσέγγιση που δε μας επιτρέπει να δούμε την ουσία των πραγμάτων. Σκέφτομαι λοιπόν, προσπαθώ, με ειλικρίνεια και τόλμη, βεβαίως με αγωνία,  τι μέλλει γενέσθαι, πώς πρέπει να πορευτούμε ως χώρα;

Πολλοί είναι εκείνοι που βρίσκουν λάθος τον ευρωπαϊκό μας προσανατολισμό. Ο εξαίρετος Χρ. Γιανναράς βλέπει σε αυτή την επιλογή μας, αγνόηση των γηγενών στοιχείων της ταυτότητας μας και πρόσδεση στο άρμα της «χρησιμότητας», χαρακτηριστικό γνώρισμα της προσέγγισης της Ευρώπης. Αντίθετα, εμείς ως Έλληνες προκρίναμε, κατά την άποψη του,  την αλήθεια και την αναζήτησή της, ως αφετηρία της πορείας μας και των αρχών μας.

Αν και συμφωνώ μαζί του στην απόρριψη της τυφλής μίμησης και της επιφανειακής πρόσδεσης στο άρμα το ευρωπαϊκό, όπως και σε κάθε άρμα (μοντέλο) που υιοθετούμε άκριτα, εκτιμώ πως δεν πρέπει να υποτιμούμε τη χρήση, την καθημερινή πρακτική, γιατί μπορεί να περιλαμβάνει πολλές και σημαντικές λύσεις που οδηγούν όχι μόνο στην επιβίωση μας, αλλά γιατί όχι και σε μια ενδιαφέρουσα ποιότητα ζωής. Εξάλλου η λιγοσύνη, το απέριττο, ανήκουν στις όμορφες πτυχές της ταυτότητας μας, μπορεί να είναι και αλήθεια και  πραγματικότητα.
Ας μην τις υποτιμούμε.

Ads

Σαφώς σήμερα βρισκόμαστε πλήρως αποπροσανατολισμένοι, έχοντας χάσει ό,τι μας έδινε ταυτότητα και μας διαφοροποιούσε, ό,τι μας έκανε μοναδικούς και έχοντες κάτι να συνεισφέρουμε σε έναν ευρωπαϊκό ή και παγκόσμιο, γιατί όχι, διάλογο.

Όμως τώρα τι κάνουμε;

Η χώρα οδηγείται σε εκλογές, οι προοπτικές που έχουμε δύσβατες και απαιτούν σοβαρότητα και συνέπεια. Μέχρι τώρα ταλαιπωρηθήκαμε από αυτό που ονομάζεται παλιό. Μας οδήγησε όπου μας οδήγησε.
Πριν από λίγο καιρό αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε κάτι «καινούργιο»(;). Μέχρι τώρα έδειξε να αποτελεί μέρος του προβλήματος και να μην έχει τη δύναμη να απελευθερώσει τη χώρα και να μας εμπνεύσει σε μια πορεία νέα, δημιουργική, ωφέλιμη για τον τόπο και τον λαό. Πολλά λάθη, παλιές πρακτικές, ξεπερασμένες προσεγγίσεις, εμπάθεια και αδεξιότητα. Μικρό όμως το διάστημα με μεγάλα προβλήματα, ορισμένα από αυτά τα επέτεινε, οπότε υποχρεούται να έχει  λόγο και συμμετοχή στο αύριο.

Τι μπορεί να γίνει λοιπόν;

Είναι νομίζω προφανές πως όλοι, καθένας με το ποσοστό του, έχουν ευθύνη. Πιστεύω πως είναι ξεκάθαρο ότι μετά τις εκλογές, όσοι ψήφισαν στη βουλή τα μέτρα αυτά το καλοκαίρι που πέρασε, έχουν υποχρέωση να συμμετέχουν στην Κυβέρνηση που θα σχηματιστεί για να τα εφαρμόσουν. Αυτό θα επιτρέψει να υπάρξει σταθερότητα και να μπουν οι βάσεις για ένα «εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης», τουλάχιστον πενταετούς διάρκειας. Τα παιχνίδια που έχουμε ζήσει και που ακούμε προεκλογικά, «εγώ μπορώ αλλιώς», καθώς και τα δήθεν ιδεολογικά αναχώματα, μόνο προσχηματικό χαρακτήρα μπορούν να έχουν και μας έχουν χορτάσει.

Απαιτείται λοιπόν:

Ρεαλισμός. Οι συνθήκες είναι αυτές που είναι. Οργάνωση και εφαρμογή κανόνων, που αντιμετωπίζουν τα προβλήματα επιτέλους, πρέπει να μπουν σε προτεραιότητα. Ας μην ακουστούν και πάλι ιδεολογικές πομφόλυγες. Δεν είδαμε ούτε τους έχοντες να πειράζει κανείς τόσα χρόνια, ούτε δίκαια φορολογικά συστήματα προτάθηκαν διαχρονικά και τελευταίως. Ας κινηθούμε λοιπόν σε πιο χαμηλές πτήσεις. Μια χαρά λειτουργούν τα πράγματα σε όλη την Ευρώπη. Η υγεία είναι αγαθό για όλους, ποιότητας και δωρεάν. Η εκπαίδευση είναι αγαθό για όλους, ποιότητας και δωρεάν. Οι Θεσμοί λειτουργούν και εκπληρώνουν το σκοπό τους. Άριστα; Όχι! Σίγουρα όμως πολύ πιο σωστά απ` ό,τι στη χώρα μας όπου καθένας μπορεί να τους αγνοεί και να τους παρακάμπτει! Οι κανόνες απλοί, καθημερινοί, χωρίς ιδεολογικό πρόσημο, τηρούνται. Ο δημόσιος χώρος και η περιουσία σεβαστά από όλους. Που σημαίνει απλώς πως οι άνθρωποι ζουν καλά, με ασφάλεια και προοπτική. Πάντως πολύ καλύτερα από μας! Εμάς που αναζητούμε την ανατροπή. Αποτέλεσμα; Οδηγούμαστε στην πλήρη αταξία και απαξίωση των πάντων. Είμαστε δήθεν, για να βολεύονται εν τέλει οι λίγοι και εκλεκτοί.

Επιχειρηματικότητα. Ο μέγας εχθρός στον τόπο μας, διαχρονικά. Για να κάνουν τις μπίζνες τους οι πολιτικοί και οι παρέες τους κι όχι όσοι θα έπρεπε και θα μπορούσαν και αγαπούν τη δραστηριοποίηση στους τομείς αυτούς. Επιχειρηματικότητα λοιπόν, με κανόνες, λειτουργεί σε όλη την Ευρώπη και πληρώνει φόρους και εισφορές κανονικά, αναλογικά, χωρίς πρόβλημα. Υπάρχουν αδικίες; Ναι! Σε ασύγκριτα μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι σε μας. Τώρα, σε σχέση με την εκπαίδευση και τη σχέση της με το χώρο των επιχειρήσεων, εμείς είμαστε αντίθετοι στο «σχολείο της αγοράς». Ως η οικονομία να μην είναι βασικό συστατικό στοιχείο κάθε Πολιτείας. Κανείς δεν τολμά να μιλήσει για την ανάγκη ανάπτυξης αυτής της κουλτούρας της επένδυσης, της παραγωγής, της δημιουργίας. Αυτομάτως είναι εκφραστής της αγοράς. Άρα νεοφιλελεύθερος. Μα και ο Σωκράτης και τόσοι φιλόσοφοι, την αγορά επέλεξαν ως χώρο δράσης τους. Ελληνική λοιπόν πρώτη! Ας μην την αρνούμαστε.

Εργασία. Πώς θα προκύψουν νέες θέσεις εργασίας; Αυτή είναι η Εθνική μας προτεραιότητα. Πενιχρές οι αναφορές προεκλογικά. Με την ανεργία στο 25% σε συνολικό ποσοστό και στους νέους 50%, πού πάμε; Υπάρχει κανείς που να πιστεύει πως έχει μέλλον αυτός ο τόπος και προοπτική να ορθοποδήσει; Ας αξιοποιήσουμε λοιπόν τα πλεονεκτήματά μας, ας αξιοποιήσουμε τα χρήματα που από την Ευρώπη διατίθενται, ας διευκολύνουμε τις επενδύσεις (μείωση εισφορών, χάρισμα χρεών, απαιτούνται ριζικές λύσεις) για να υπάρξει ενδιαφέρον και να προκύψουν νέες θέσεις εργασίας. Η εργασία και η εξασφάλισή της σε όλους είναι η προοδευτική πολιτική προσέγγιση. Διαφορετικά, επενδύουμε στη δυστυχία και στην εκμετάλλευση, τη στυγνή εκμετάλλευση. Χωρίς θέσεις απασχόλησης δεν μπορεί  να δρομολογηθεί καμιά ανοδική πορεία.

Πίστη στις δυνάμεις μας. Πολλά λέμε και εύκολα κατηγορούμε με συνθήματα τους πάντες. Οι κουτόφραγκοι, οι νεοφιλελεύθεροι, οι καπιταλιστές, τα μυστικά συμφέροντα που κρύβονται πίσω από όλα. Πράγματα σκοτεινά που στην ουσία δε μας βοηθούν. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί μας είναι εύκολοι, προκειμένου να αποφύγουμε τις ευθύνες και τον σχεδιασμό. Ως οι άλλοι να έχουν την ευθύνη να σκεφτούν για μας και το συμφέρον μας και όχι εμείς. Το κακό είναι πως δουλεύουμε περισσότερο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Υποστηρίζουμε την αταξία γιατί μας εξυπηρετεί βραχυπρόθεσμα, ενώ στην ουσία υπηρετούμε εμείς,  με τον τρόπο αυτό, τα συμφέροντα των άλλων.

Αξιοκρατία. Ο μεγάλος ασθενής στον τόπο μας. Κι εδώ έχουμε εξαντλήσει τη δαιμονιώδη εφευρετικότητά μας, προκειμένου να εξυπηρετούμε τους ημέτερους. Γι αυτό και πολλοί αξιόλογοι και κυρίως νέοι άνθρωποι αποφασίζουν να εγκαταλείψουν αυτή τη χώρα. Διπλή λοιπόν η απώλεια. Μια γιατί στο εσωτερικό δεν αξιοποιούμε εκείνους που μπορούν, ενώ ταυτόχρονα οδηγούμε στην έξοδο πολλούς από αυτούς. Το αίσθημα της αδικίας και η απουσία κριτηρίων αποδεκτών παγκοσμίως, συμβάλλουν στον πλήρη αποπροσανατολισμό της κοινωνίας μας.

Επιμένω σε αυτά, γιατί στοιχειοθετούν μια αλλαγή νοοτροπίας. Αν αυτή δε δρομολογηθεί, κανένα πολιτικό ή νομοθετικό πλαίσιο δεν έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας.
Στο μεταξύ και με την τακτική που ακολουθούμε, τα προβλήματα συσσωρεύονται, τα αδιέξοδα ενισχύονται.

Υπό αυτές τις συνθήκες,  οι άνθρωποι δυστυχούν, το περιβάλλον φυσικό και πολιτιστικό καταστρέφεται, η παραίτηση που συνοδεύει την παρακμή αυξάνεται.
Κι όμως, ως ελληνικός λαός, αν και αποπροσανατολισμένος και οδηγημένος στην απάθεια και στον φόβο από τα εγκληματικά ΜΜΕ, δίνουμε δείγματα ωριμότητας. Οι αντοχές μας  και η εγκαρτέρηση μας αποδεικνύονται μεγάλες. Η αντίσταση μας σε εύκολες κακοτοπιές, μια από αυτές ήταν και το τελευταίο δημοψήφισμα, μια πολύ ώριμη  βάση.

Η ευθύνη τώρα  βαραίνει τους πολιτικούς, ως πρόσωπα και ως σχήματα. Κι εμάς, ως πολίτες στην κάλπη. Εγώ λοιπόν θα έβλεπα, ως χρήσιμο και λειτουργικό μήνυμα προς την κατεύθυνση της συνεργασίας της μετεκλογικής, ένα αποτέλεσμα με ίσα περίπου ποσοστά σε όλα τα κόμματα που ψήφισαν το Πρόγραμμα, ποσοστά που να επιβάλουν τις συνεργασίες και τη δέσμευση. Κάθε άλλη συζήτηση που οδηγεί και στοχεύει στην πόλωση, είναι εκ του πονηρού.