Το FoMO (Fear Of Missing Out, ένα είδος κοινωνικού άγχους), όπου το άτομο διακατέχεται από μια διάχυτη ανησυχία πως δεν συμμετέχει και δεν παρακολουθεί τα τεκταινόμενα – ιδίως μέσω των κοινωνικών δικτύων.

Ads

Νιώθει ότι χάνει εμπειρίες που βιώνει ο περίγυρός του κι ως εκ τούτου προσπαθεί να είναι συνεχώς online για να παρακολουθεί τις δραστηριότητες των άλλων.

Στα ελληνικά ΜΜΕ το διαβάζουμε ως «φόβο της αδράνειας». Φερειπείν, διαβάζουμε για τις «ενοχές που ενδεχομένως να νιώθει κάποιος όταν παρατηρεί όσα κάνει ο περίγυρός σε θέματα δραστηριοτήτων, ευκαιριών και συγκυριών και μπαίνει στη διαδικασία σύγκρισης με την αίσθηση της ανεπάρκειας να “φουντώνει” μέσα του.

Όταν κάποιος μπει στην διαδικασία της σύγκρισης τότε είναι που ουσιαστικά ξεπερνάει τα όρια και αισθάνεται “λίγος” μπροστά σε οποιονδήποτε άλλο που κατά τη γνώμη του μπορεί να έχει πιο “ενδιαφέρουσα” ζωή».

Ads

Ενδεχομένως, εδώ να μας διαφωτίσει ένας πιο ειδικός.

Αν δεχθούμε αυτόν κι άλλους παρόμοιους ορισμός, μια περίπτωση μαζικού FoMO παρατηρήθηκε την επομένη της περίφημης πια συναυλίας του ΛΕΞ. Πάρα πολλά άτομα είπαν πως θα ήθελαν να είχαν πάει. Κι αυτό είναι κάτι που λέγεται πολλές φορές για γεγονότα που καταγράφονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ως σημαντικά στη δημόσια σφαίρα. [Define public sphere].

Παρατηρήθηκε, επίσης, πως πολλά άτομα την απλή αυτή έκφραση επιθυμίας την πήγαν παραπέρα, μη μπορώντας να κρύψουν την απογοήτευσή τους ή και τον θυμό τους ή και τη ζήλεια τους – και σε κάθε περίπτωση μια ματαίωση διαφόρων εντάσεων και αποχρώσεων – που δεν πήγαν, που δεν ήταν εκεί, που «έχασαν» το γεγονός.

Ένας δε – εκ των υστέρων και εξ αποστάσεως – καταιγισμός ερμηνειών του φαινομένου της μαζικής αυτής συναυλίας έδειξε μέσες άκρες πώς λειτουργεί το FoMO, όχι μόνο στις μικρότερες ηλικίες αλλά και στις μεγαλύτερες. Είναι δυνατόν εμείς, οι ερμηνευτές του κοινωνικού και του πολιτικού και του σύμπαντος κόσμου, να μην πήραμε είδηση αυτό το μεγάλο από κάθε άποψη γεγονός; FoMO.

Κατά πάσα πιθανότητα, ο νεολογισμός αυτός να προσαρμόζει στον 21ο αιώνα και το καινοφανές περιβάλλον των social media μια ψυχολογική αντίδραση που δεν μας είναι άγνωστη από το παρελθόν. Την έχουμε δει κατά καιρούς να εκδηλώνεται σε πλήθος γεγονότων – από ένα πάρτυ έως μια πολιτική συγκέντρωση και από μία φυσική καταστροφή έως ένα συνταρακτικό, κοσμοϊστορικό γεγονός.

Γνωρίζουμε, φερειπείν, περιπτώσεις όπου πολλοί άνθρωποι έχουν πει ψέματα πως «ήταν εκεί», αναφερόμενοι σε γεγονότα, που εκ των υστέρων αναγνωρίστηκαν ως σημαντικά από στενότερους ή ευρύτερους κύκλους, προκειμένου μέσω της «συμμετοχής» τους σ’ αυτά τα γεγονότα να οικειοποιηθούν το εκάστοτε συμβάν και, κυρίως, να αναδειχθούν από την πλαισίωσή (και επαναπλαισίωση) αυτού.

Στον αντίποδα υπάρχει και η αντίδραση άλλων που για τα ίδια γεγονότα είπαν πως «δεν άξιζαν». Τα άτομα αυτά αναγνωρίζουν το σημαντικό του πράγματος, αλλά εκφράζουν τη δυσανεξία της απουσίας τους με τον λανθάνοντα τρόπο. Υπερθεματίζουν εξίσου, αλλά για διάφορους λόγους – ενδεχομένως καταγωγικούς -, φροντίζουν να αποδομήσουν το συμβάν, αρνούνται τη σημασία του και έτσι λύνουν το πρόβλημα της μη συμμετοχής τους σ’ αυτό.

Πόσα και πόσα αθώα ψέματα δεν έχουν λεχθεί για πάρτυ που δεν πήγε κανείς ποτέ, για συναυλίες και εξόδους και γι’ άλλες δραστηριότητες. Ποιος ενδιαφέρεται εξάλλου μετά από χρόνια.

Αντίστοιχα, πόσο αστείοι υπήρξαν αυτοί που γκρίνιαξαν και απέστρεψαν επιδεικτικά το βλέμμα, μόνο και μόνο για να κρύψουν το δικό τους άγχος της απουσίας. Πάλι ο χρόνος θεράπευσε ό,τι ήταν να θεραπευτεί.

Γεγονός είναι ότι οι άνθρωποι πάντα αναζητούν τους άλλους ανθρώπους. Η μοναξιά τούς προκαλεί τρόμο. Η δε κοινωνική ένταξη δεν είναι απλώς ένα αλγοριθμικό συνοικέσιο αλλά μια βαθιά ανάγκη του ατόμου που αναζητά την ολοκλήρωσή του μέσα από το ταίριαγμά του με τον κόσμο γύρω του ή με κάποιον κόσμο εκεί έξω, με μια συλλογικότητα που θα ανατροφοδοτεί για πάντα τη χαρά του για ζωή και, εξίσου σημαντικό, θα του διδάσκει τις υπερβάσεις και του σπάει τις αναστολές – κοινώς θα τον απελευθερώνει, το αντίθετο δηλαδή απ’ όσα πρεσβεύουν σήμερα οι κανιβαλικές ιδεοληψίες του αγοραίου ατομικισμού. (Άσχετο, αλλά η Ωδή στη Χαρά στην Ενάτη δεν θα ήταν αυτή που ήταν χωρίς χορωδία).

Υπήρξαν πολλοί που είπαν ότι ήταν εκεί, στο Πολυτεχνείο, κι ας μην ήταν. Κι ας βρίσκονταν απλώς στην ίδια γειτονιά, στην ίδια πόλη ή ας πέρασαν τυχαία από το κέντρο της Αθήνας. Είναι κι αυτό μια νίκη του Πολυτεχνείου.

Γιατί, όλοι έστω και για μια στιγμή στη ζωή τους κατάλαβαν ότι και να αντισταθείς μπορείς στον φασισμό και να τον νικήσεις. Όλα τα άλλα που μπορεί από το μικρό ψέμα να θέριεψαν και να ‘φτιαξαν μια κακή ιστορία είναι ακριβώς αυτό: μια άλλη ιστορία.

Προκαλεί, βεβαίως, ιδιαίτερη εντύπωση το ότι υπάρχουν και εκείνοι που μισό αιώνα σχεδόν μετά εμφανίζονται όσο ποτέ άλλοτε ξεθαρρεμένοι να πουν «σιγά το πάρτι». Μύθος το Πολυτεχνείο, μύθος η αντίσταση στη Χούντα, χίλια πάνω κάτω άτομα όσοι αντιστάθηκαν.

Φανταστείτε πόσο FoMO έχει νιώσει αυτή η Δεξιά και η νεότερη εκδοχή της, όπως γελοιοποιείται σ’ αυτό το συνονθύλευμα ακροδεξιών και ακροκεντρώων που διαφεντεύουν τον τόπο, έχοντας χάσει και χάνοντας πάντα τα μεγάλα δημοκρατικά γεγονότα που τον πήγαν μπροστά.

Έχουν πάθει τέτοιο FoMO με το Πολυτεχνείο και τη Μεταπολίτευση, που αφενός δεν υπήρξε αντίσταση, αφετέρου τη δημοκρατία την έφερε ένας πρώην πρωθυπουργός με νοικιασμένο αεροπλάνο. Εμμέσως, οι δεξιότατοι φίλοι μας αναγνωρίζουν πως δεν ήταν εκεί όπου ήταν οι πολλοί. Ήταν κάπου αλλού, ως συνήθως.

Βέβαια, και την αντίσταση στη γερμανική κατοχή δεν την αναγνώριζαν, σήμερα λένε πως ήταν κι αυτοί εκεί, ενώ τα ξερονήσια τα λένε τοπόσημα μαρτυρίου. Είναι, βλέπετε, ζόρι οι ενοχές και τα σύνδρομα.

Κάποιοι, βεβαίως, που δεν είναι ούτε φίλοι μας, ούτε ενδιαφέροντες τύποι, επιμένουν: να ξεμπερδεύουν με την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, λένε. Σιγά το πάρτι.

Δεν καταλαβαίνουν οι ανόητοι ότι μπορείς να ξεμπερδέψεις με το πάρτι, αλλά δεν μπορείς να ξεμπερδέψεις με την ανθρώπινη ανάγκη που θα το ξαναστήσει, θα το διασκεδάσει και θα το ξανακάνει ιστορία αξιοζήλευτη, αξιομνημόνευτη, αιώνια και βαθιά ριζωμένη στις καλύτερές, συλλογικές μας παραδόσεις. Αυτές που πάνε από γενιά σε γενιά, που διαδίδονται από στόμα σε στόμα, που κάνουν τους πρωτοπόρους να είναι πάντα εκεί και να συμπαρασύρουν κι άλλους, μαγεύοντας την ιστορία με πάθος για το μέλλον.

Εκεί που δεν θέλουν και ποτέ δεν θα θελήσουν να βρεθούν θα είναι τα απομαγευμένα πάρτι του Salò. Η μεγάλη ματαίωση των εξουσιαστών είναι πως δεν μπορούν να παινευτούν γι’ αυτά. Μπορεί να επαίρονται ότι βρίσκονται στην πλευρά της ιστορίας, αλλά δεν έχουν ένα πάρτι να πουν πως βρέθηκαν εκει και να μην κινδυνεύουν να βρεθούν στη φυλακή. Τα πάρτι τους είναι τέτοια μόνο ως σχήμα λόγου, φερειπείν εξοπλιστικά, προεκτάσεις ματαιώσεων και σοβαρού άγχους, γιατί γνωρίζουν πως η κοινωνία θα τους αποστρέφεται όσο κι αν τη βασανίσουν.

Ναι, ξέρουμε, δεν υπάρχει κοινωνία, δεν υπάρχει αντίσταση, δεν υπάρχει Πολυτεχνείο, αλλά υπάρχει αόρατο χέρι.

Εδώ ακριβώς είναι που γελάμε και το πάρτι ξεκινά από την αρχή.

Πηγή: Facebook