Δεν αυξήθηκαν οι βιασμοί, οι γυναικοκτονίες, η ενδοοικογενειακή βία. Δεν αγρίεψε ο κόσμος τα τελευταία χρόνια. Δεν σάπισαν τώρα οι κοινωνίες μας. Οι κοινωνίες μας ήταν σάπιες.

Ads

Από τότε που πέρναγε ο Θ. με το άλογο και άρπαζε όποια κοπέλα του άρεσε, μικρή, μεγάλη, παντρεμένη ή λέφτερη και δεν αντιδρούσε κάνεις, γιατί αυτοί ήταν φτωχοί και ο Θ. ήταν ο γιός του γαιοκτήμονα.

Τότε που οι εργάτριες υπέφεραν από τα χαϊδολογήματα και τους εκβιασμούς του επιστάτη, του εργοστασιάρχη και δεν μιλούσαν. 

Οι εργαζόμενες κοπέλες στα μαγαζιά, στα γραφεία, στα χωράφια, ένιωθαν το χέρι του αφεντικού πάνω στο κορμί τους και δεν μιλούσαν. Δεν μιλούσαν γιατί ήταν φτωχές.

Ads

Και η φτώχια και τότε, όπως  και τώρα, δεν έχει φωνή. Ανέχεται. Φοβάται. Οι φτωχοί δεν μιλάνε γιατί γνωρίζουν πως το δίκιο τους είναι χαμένο. Γιατί ο αγώνας για Δικαιοσύνη, είναι υπόθεση ακριβοπληρωμένη.

Αν και έχουν δοθεί αγώνες και έχουν  γίνει άλματα στον τομέα των δικαιωμάτων και τα φαινόμενα παρενόχλησης, κυρίως στους εργασιακούς χώρους, έχουν σημαντικά μειωθεί, το γεγονός και μόνο ότι τα στόματα που ανοίγουν, οι καταγγελίες που διατυπώνονται μετατρέπονται άμεσα σε προϊόν επικερδές – είδηση που πουλάει- για τα ΜΜΕ, (κάποιοι βγάζουν λεφτά από τον πόνο και τον εξευτελισμό των ευάλωτων ομάδων), μας κάνει να αντιληφθούμε πόσο έχουμε αποτύχει να ανατρέψουμε την πολιτική εκείνη που δημιουργεί και  συντηρεί τους αποκλεισμούς, αλλά και συντηρείται από αυτούς.

Γιατί τα στόματα μπορεί να ανοίγουν και να μιλάνε, όμως δεν διεκδικούνε. Αρκούνται στην κοινωνική κατακραυγή του θύτη και ελπίζουν στην τιμωρία του. Και κάπου εκεί τελειώνει ο αγώνας.

Οι κοινωνίες μας ήταν σάπιες και δεν καταφέραμε να τις αλλάξουμε ακόμα. Μόνο αν καταλάβουμε ότι η σεξουαλική εκμετάλλευση χτυπάει μόνο την πόρτα του φτωχού, ότι όλα τα περιστατικά βίας που παρακολουθούμε στα κανάλια και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχουν ταξικό πρόσημο, ότι η φτώχια και η ανάγκη γεννούν την εκμετάλλευση, μόνο τότε θα μπορέσουμε να ξεφορτωθούμε τους νταβατζήδες.