Η μεγαλύτερη τομή που έφερε στην παγκόσμια σκέψη η υπόθεση της Αειφόρου Ανάπτυξης, αφορά αναμφίβολα στην συμπερίληψη στον όρο της Ανάπτυξης, πλέον της Οικονομίας, των όρων της Κοινωνίας και του Περιβάλλοντος.

Ads

Πριν την υπόθεση της αειφορίας, η Ανάπτυξη μονοσήμαντα αφορούσε σε οικονομικά μεγέθη και αποτιμάτο με οικονομικούς δείκτες. Όμως αυτή είναι και η μεγάλη παθογένεια του μέχρι σήμερα αναπτυξιακού μοντέλου σε παγκόσμιο επίπεδο.

Μια Ανάπτυξη που χάριν του κέρδους κατέστρεψε το Περιβάλλον, την προϋπόθεση και τη βάση δηλαδή όχι μόνο για την επιβίωση, αλλά και για κάθε οικονομική δραστηριότητα, είναι μια Ανάπτυξη που υπονομεύει τον ίδιο της τον εαυτό και γι’ αυτό και έχει ημερομηνία λήξης.

Η κλιματική κρίση που πλήττει τον πλανήτη σήμερα δεν είναι παρά η κορυφαία, τόσο σε επίπεδο σημασίας, όσο όμως και σε επίπεδο μεγέθους και έκτασης, συνέπεια ενός οικονομικά προσανατολισμένου αναπτυξιακού μοντέλου που ως τέτοιο, παραβίασε τη φέρουσα ικανότητα του παγκόσμιου οικοσυστήματος.

Ads

Αλλά και μια Ανάπτυξη που χάριν του κέρδους των λίγων και των οικονομικά ισχυρών βύθισε στη φτώχεια τους πολλούς και έγινε αιτία για διεύρυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων στον πλανήτη, είναι μια Ανάπτυξη απονομιμοποιημένη.

Γιατί η Ανάπτυξη όταν δεν εξυπηρετεί τον άνθρωπο και δεν βελτιώνει τη ζωή του, αλλά υπηρετεί αποκλειστικά μεγάλα και οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα, στερείται κοινωνικής νομιμοποίησης.

Η Ανάπτυξη για να είναι βιώσιμη, για να έχει δηλαδή διάρκεια στο χρόνο και να αντέχει τις διαδοχικές οικονομικές, ενεργειακές, κοινωνικές, κλιματικές και περιβαλλοντικές κρίσεις, πρέπει να υπηρετεί ταυτόχρονα με την Οικονομία και την Κοινωνία και το Περιβάλλον.

Με αυτή την έννοια, κάθε μονοθεματική προσπάθεια σήμερα οικονομικής και μόνο αξιοποίησης της «πράσινης» μετάβασης, της μετάβασης δηλαδή προς μια Οικονομία χωρίς άνθρακα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις αυτής της μετάβασης, δεν συνιστά «Πράσινη» Ανάπτυξη, αλλά «Πράσινο» Καπιταλισμό.

Η «πράσινη» μετάβαση με αποκλειστικό στόχο το κέρδος των εταιρειών παραγωγής ενέργειας, η οποία αφενός αδιαφορεί για την καταστροφή του Περιβάλλοντος και αφετέρου ενισχύει τις κοινωνικές ανισότητες, συνεχίζει την ίδια παράδοση της άδικης, κοντόφθαλμης και καταστροφικής περιβαλλοντικά Ανάπτυξης του καπιταλισμού.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα «πράσινου» καπιταλισμού και όχι πράσινης ανάπτυξης αποτελεί η Ελλάδα στην εποχή της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο οποίος στην ομιλία του στο COP28, στο Ντουμπάι, προσπάθησε, ατυχώς, να παρουσιάσει την Ελλάδα επί των ημερών του σαν πρότυπο χώρας σε «πράσινη» μετάβαση.

«Παρά τις μεγάλες κλιματικές καταστροφές», είπε, «αναδύεται μια νέα Ελλάδα».

Αυτό που απέκρυψε ο πρωθυπουργός είναι ότι η νέα Ελλάδα που αναδύεται είναι πολύ φτωχότερη οικολογικά και πολύ φτωχότερη και οικονομικά, σε σχέση με τις γειτονικές μας μεσογειακές χώρες. Που υφίστανται τα ίδια ακραία φαινόμενα και μοιράζονται τις ίδιες συνθήκες της κλιματικής κρίσης με εμάς.

Πράγματι, σύμφωνα με τα διεθνή στοιχεία, η Ελλάδα είναι η χώρα με το μεγαλύτερο αποτύπωμα οικολογικών καταστροφών στη Μεσόγειο, με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης. Καθώς είναι η χώρα με τις περισσότερες καμένες εκτάσεις, η χώρα με τις περισσότερες καταστροφές ανά δασική πυρκαγιά, αλλά και η χώρα με τις πιο εκτεταμένες πλημμυρικές καταστροφές στη Μεσόγειο.

Αυτό που απέκρυψε δηλαδή ο πρωθυπουργός στο Ντουμπάι είναι ότι η συνειδητή άρνηση της κυβέρνησής του να χρηματοδοτήσει δημόσια έργα και δημόσιες πολιτικές πρόληψης και μετριασμού των συνεπειών της κλιματικής κρίσης, έγινε αιτία για εκτεταμένες και δυστυχώς μη αντιστρεπτές οικολογικές καταστροφές στη χώρα μας.

Δυσανάλογα μεγάλες σε σχέση με τις φυσικές καταστροφές που μας έπληξαν, όπως αναδεικνύουν οι συγκρίσεις με άλλες χώρες.

Αφού οι δασικές πυρκαγιές έσβηναν μόνες τους όταν έφταναν στη θάλασσα, έχοντας καταστρέψει ό,τι μπορούσαν να καταστρέψουν περισσότερο.

Και οι πλημμύρες που έπληξαν τη Θεσσαλία και την Εύβοια τις βρήκαν χωρίς αντιπλημμυρική προστασία.

Χαρακτηριστικό του τρόπου που ασκεί πολιτική ο πρωθυπουργός είναι η αντιεπιστημονική, όσο και απολύτως ανακριβής δικαιολόγηση από μέρους του των μεγάλων καταστροφών.

«Οι καταιγίδες ήταν τόσο μεγάλες», είπε, «που όσο και να είχαμε θωρακιστεί αντιπλημμυρικά, δεν θα αποφεύγαμε τις μεγάλες καταστροφές».

Κάτι που διαψεύστηκε στην περίπτωση των γειτονικών μας μεσογειακών χωρών, που επλήγησαν από τα ίδια ακριβώς ακραία φαινόμενα. Και οι οποίες επειδή ήταν καλύτερα προετοιμασμένες, είχαν πολύ μικρότερης έκτασης καταστροφές.

Η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνήθηκε και συνεχίζει να αρνείται συνειδητά να εφαρμόσει δημόσιες πολιτικές για την προσαρμογή της χώρας στις νέες δυσμενείς συνθήκες της κλιματικής αλλαγής.

Γεγονός που αποτυπώνεται τόσο στα ελάχιστα κονδύλια του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που διατέθηκαν για την προσαρμογή στην κλιματική κρίση, όσο όμως και από τα καταστροφικά αποτελέσματα, τάξεις μεγέθους μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα των υπολοίπων μεσογειακών κρατών.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπερηφανεύτηκε ακόμη στη διεθνή διάσκεψη στο Ντουμπάι ότι η Ελλάδα μείωσε τους ρύπους κατά 43% και τη χρήση του άνθρακα κατά 8%.

Απέκρυψε όμως ότι αυτή η ξαφνική και βίαιη απανθρακοποίηση την οποία επέβαλε η κυβέρνηση της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς στη χώρα μας, χωρίς να φροντίσει πρώτα να αποκαταστήσει ΑΠΕ και μετά να μειώσει την εξάρτηση από τον άνθρακα, οδήγησε την Ελλάδα σε μεγάλη εξάρτηση από το ακριβό φυσικό αέριο.

Με αποτέλεσμα σήμερα η Ελλάδα, η χώρα με τους μικρότερους μισθούς στην Ευρώπη, να έχει από τις υψηλότερες τιμές στην ενέργεια.

Και τέλος, κομπάζοντας ο πρωθυπουργός για το έργο του, η Ελλάδα σήμερα να καλύπτει το 50% περίπου των ενεργειακών αναγκών της από ΑΠΕ, λησμόνησε να προσθέσει ότι αυτό γίνεται με ένα τεράστιο οικολογικό κόστος. Αφού τα καμένα δάση δεν αποκαθίστανται, αλλά ιδιωτικοποιούνται και καταστρέφονται οικολογικά για να χρησιμοποιηθούν σαν πεδία ανάπτυξης αιολικών πάρκων.

Μια πραγματικότητα που πάει πολύ πίσω την υπόθεση της καταπολέμησης της κλιματικής κρίσης, στην οποία, υποτίθεται, πρωταγωνιστεί η Ελλάδα.

Για να είμαστε λοιπόν ακριβείς στις εκφράσεις μας, στην Ελλάδα σήμερα δεν υπάρχει καμία «πράσινη» ανάπτυξη. Το γκρίζο αποτύπωμα στην κοινωνία και στο περιβάλλον της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που η κυβέρνηση ακολουθεί, κάνει την ανάπτυξη να χαρακτηρίζεται ως «πράσινος» καπιταλισμός.

Πρόκειται δηλαδή για μια άδικη ανάπτυξη καταστροφική τόσο για την κοινωνία που φτωχοποιείται, όσο και για το περιβάλλον που φτωχαίνει. Με μόνους κερδισμένους όσους εκμεταλλεύονται κερδοσκοπικά και για ίδιο όφελος την υπόθεση της «πράσινης» μετάβασης.

*Ο Γιάννης Μυλόπουλος είναι Καθηγητής Πολυτεχνικής Σχολής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ Επικεφαλής παράταξης: «Αλλαγή στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας»