Ο Πλατόνωφ του Αντον Τσέχωφ, σε σκηνοθεσία του γνωστού Ρώσου σκηνοθέτη Adolf Shapiro, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, επαναφέρει τη σκηνοθετικό ερώτημα της χρήσης των κειμένων του κλασικού ρεπερτορίου: μπορούμε να αλλάζουμε το κείμενο, να εξαφανίζουμε την ιστορικότητά του, να το φέρνουμε στα μέτρα μας, να παραμερίζουμε τα εθνικά του χαρακτηριστικά, να αλλοιώνουμε το χαρακτήρα των ηρώων ώστε να μοιάζουν με τον δικό μας και να το αποσπούμε από τη χρονικότητά του;

Ads

Όχι, δεν μπορούμε. Διότι θα έχουμε χάσει την επαφή μας με το νόημα. Και με τη διαχρονικότητα του νοήματος. Ο θεατρικός κόσμος κινείται εν χρόνω – και από εκεί πηγάζει και το γεγονός πως τα έργα του κλασικού ρεπερτορίου έχουν καταστεί διαχρονικά, από την ελληνική ποίηση της αρχαιότητας, μέχρι τον Τσέχωφ και τον Ίψεν. Μεταφέρουν το νόημα, μόνον μέσω της χρονικότητάς τους.

Κάνω αυτή τη μικρή εισαγωγή για να εξάρω τη σκηνοθεσία του Shapiro στον Πλατόνωφ, αλλά και την ερμηνεία των ηθοποιών – όλων ανεξαιρέτως.

Το τσεχωφικό κείμενο ήταν εκεί, δοσμένο με λεπτότητα, με πάθος, πάνω στο όριο που βάζει πάντα το κείμενο του Τσέχωφ, μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία, πάνω στην οποία ο ηθοποιός πρέπει να βαδίσει, χωρίς να πέσει.

Ads

Εκεί ήταν επίσης η Ρωσία του τέλους του 19ου αιώνα που καταρρέει, οι ευγενείς της που χάνονται, χωρίς να πιστεύουν πια σχεδόν σε τίποτα, ούτε καν στον έρωτα. Το μέλλον γι΄αυτούς είναι σκοτεινό, προκαλεί φόβο, ανησυχία, παθητικότητα. Απλώς το περιμένουν, χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι. Ένα μέλλον που θα τους περιμένει σε λίγο να του συναντήσει, όλους μαζί, ευγενείς και μικροαστούς, στην επαναστατημένη Αγία Πετρούπολη.

Όλοι μαζί, η τελευταία χαμένη ρωσική γενιά.

Εκεί ήταν επίσης, στον Τσέχωφ του Shapiro και η ιδιάζουσα ρωσική προσωπικότητα, ένα κράμα παθητικότητας και ορμής, αυτή η ρώσικη ψυχή που κλαίει, αλλά χωρίς να πιστεύει στο μέλλον, ούτε στο εαυτό της.

«Τι να την κάνω τη νέα ζωή…», λέει κάπου ο δασκαλάκος Πλατόνωφ, που όλες οι γυναίκες τον θέλουν αλλά αυτός διστάζει με όλες, «…εδώ δεν ξέρω τι να κάνω με την παλιά»! Και η χήρα στρατηγού, η Άννα Πετρόβνα, μονολογεί σχεδόν απελπισμένη: «Έχουμε τόσα πάθη, αλλά δεν έχουμε τη δύναμη»!

Αυτές οι δυο φράσεις περικλείουν σχεδόν όλο το ρωσικό χαρακτήρα, που ήρθε αντιμέτωπος κάποτε με την ιστορία στο κατώφλι του 20ου αιώνα και φυσικά αφέθηκε να παρασυρθεί από τα επαναστατικά ρεύματα. Γι΄ αυτό και ο Τσέχωφ είναι τόσο τραγικός, που δυσκολεύεσαι ως θεατής να αφεθείς στον υπέροχο σαρκασμό του. Πρέπει ο ηθοποιός να μπορέσει να σε τραβήξει μέσα στον τσεχωφικό κυνισμό, ειδάλλως θάχεις χάσει τον χρόνο σου.

Οι ηθοποιοί της παράστασης του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά έδωσαν μια στιβαρή ερμηνεία που είχα να δω σε Τσέχωφ από την εποχή του Βυσσινόκηπου της Λαμπέτη, του Παπαμιχαήλ και του Βολανάκη.

Ο Γιώργος Χριστοδούλου ως Πλατόνωφ ήταν τρυφερός και κυνικός μαζί, ένας άντρας που σέρνεται από την αδυναμία του να αποφασίσει για τον έρωτα και για τη ζωή του. Ανθρώπινος και χαμένος.

Η Παναγιώτα Βλαντή ως Άννα Πετρόβνα, ασφαλώς η καλύτερη τσεχωφική ερμηνεύτρια που διαθέτει σήμερα το ελληνικό θέατρο, ήταν φευγαλέα, και ονειρική, υπέροχη μέσα στην αδιαφορία της για τα πάθη των άλλων, καυστική για τους άλλους αλλά και για τον εαυτό της. Μια φωνή που σε παρασύρει μέσα στον εαυτό της. Από τότε που τη θυμάμαι ως Ελενα, στο Θείο Βάνια του Γιώργου Αρμένη, παίζει Τσέχωφ με φυσική άνεση, απλώς και μόνον με την εμφάνισή της στη σκηνή.

Αλλά και όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί, μέσα στην μεγάλη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, μας έδωσαν κάτι από το ρίγος που φαίνεται να διαπέρασε εκείνον τον κόσμο της Ρωσίας που έβλεπε, ανίσχυρος σχεδόν, τη νέα εποχή που ερχόταν να σαρώνει τις ζωές τους, αλλά και τον κόσμο όπως τον ήξεραν και τον είχαν ζήσει.