Παρατηρούμε τους τελευταίους μήνες, μετά τη νέα νίκη Μητσοτάκη, μια αγωνιώδη προσπάθεια της κεντρο-αριστεράς να ασκήσει αντιπολίτευση, όπως εξάλλου οφείλει. Και βλέπουμε τα εξής:

Ads

Το ΠΑΣΟΚ άλλοτε να ψηφίζει τα νομοσχέδια του Κυριάκου, όπως τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και την τεκνοθεσία και άλλοτε να μην μπορεί να καταψηφίσει εν συνόλω νομοσχέδια του Κυριάκου, τα οποία είναι ευθέως αντισυνταγματικά, όπως η νομιμοποίηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ να συνεργάζεται ευθέως με τη ΝΔ στην ψήφιση νομοσχεδίων ή να μην είναι σε θέση να αρθρώσει λέξη για τους επικίνδυνους κυβερνητικούς χειρισμούς στο ζήτημα του πολέμου στην Ουκρανία, στο ζήτημα της φυλάκισης Μπελέρη ή στα τυχοδιωκτικά της σχέδια στα ελληνοτουρκικά και να περιορίζεται σε μια αντιπολίτευση για το κράτος δικαίου και την ακρίβεια.

Η Νέα Αριστερά, ως συμπληρωματική του ΣΥΡΙΖΑ, κινείται κι αυτή στα ίδια ακριβώς αντιπολιτευτικά μονοπάτια, αλλά δείχνει τουλάχιστον μια ικμάδα αντιπολίτευσης, καλώντας σε πρόταση δυσπιστίας για το ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Λογικό. Όταν έχεις μπροστά σου παραβίαση του συντάγματος είσαι υποχρεωμένος να προχωρήσεις σε πρόταση δυσπιστίας. Αν δεν το κάνεις επειδή η πρότασή σου θα απορριφθεί, δεν είσαι ικανός να ασκείς τον ελεγκτικό σου ρόλο. Δεν κάνεις που λέμε λαϊκά.

Ads

Το ΚΚΕ έχει πάντα σωστές θέσεις, πλην όμως δεν κινείται προς τον σχηματισμό αντικυβερνητικού μετώπου, διότι αυτό δεν του το επιτρέπει η πολιτική συμμαχιών που έχει χαράξει: αποκλειστικά λαϊκές συμμαχίες και όχι εκ των άνω.

Κατόπιν αυτών, διαμορφώνεται η εξής κατάσταση: η ΝΔ ασκεί την εκτελεστική εξουσία της χωρίς αντίπαλο και όπως διαμορφώνεται η κατάσταση το αποτέλεσμα των εκλογών θα είναι νικηφόρο για την ίδια, διότι, πολύ απλά, ο οργισμένος κόσμος δεν επιλέγει κάποιο αντιπολιτευόμενο κόμμα, αλλά επιλέγει την αποχή. Επιλέγοντας όμως την αποχή τα ποσοστά της ΝΔ θα έχουν απλώς μια ελαφρά κάμψη.

Που οφείλεται αυτή η άσφαιρη αντιπολίτευση; Είναι προφανές. Τα κόμματα αυτά, του λεγόμενου συνταγματικού τόξου, έχουν πλήρη συμφωνία στις βασικές πολιτικές γραμμές, δηλαδή συμφωνούν πλήρως στη στάση τους απέναντι στην ΕΕ, απέναντι στις ΗΠΑ και απέναντι στη χρηματοπιστωτική ελίτ που ελέγχει πλήρως την ΕΕ και την Ελλάδα φυσικά, η οποία συνεχίζει να βρίσκεται σε καθεστώς διεθνούς οικονομικού ελέγχου.

Αλλά όταν συμφωνείς σ΄αυτές τις βασικές πολιτικές κατευθύνσεις, όταν έχεις πλήρως προσχωρήσει στην πολιτική αντζέντα των ΗΠΑ και της ΕΕ, τόσο στα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα, όσο και στα διεθνή, που να βρεθεί χώρος για αντιπολίτευση; Ψάχνεις εναγωνίως στα ατυχήματα, στα σκάνδαλα, σε ζητήματα δηλαδή σοβαρά μεν, αλλά επιμέρους, ζητήματα τα οποία δεν μπορούν να συγκροτήσουν ευρύ πολιτικό αντικυβερνητικό μέτωπο, το οποία απαιτεί συνολική πολιτική πλατφόρμα. Το έλλειμμα αυτό προκαλεί και την σοβαρή ενίσχυση των ακροδεξιών κομμάτων, τα οποία κινούνται συνήθως σε αντισυμβατικά πολιτικά μονοπάτια.

Θεμελιώδης ζήτημα εν προκειμένω είναι η διάρρηξη των σχέσεων μεταξύ λαού και πολιτικών. Ο λαός δεν αναγνωρίζει πλέον στη Βουλή τον θεσμό που τον αντιπροσωπεύει, ούτε μπορεί να εμπιστευθεί τα κόμματα και πολύ περισσότερο να ταυτιστεί μαζί τους. Δεν τον αφορά η Woke Culture, δεν συμφωνεί με την φιλοπόλεμη στάση της ΕΕ απέναντι στη Ρωσία, δεν εκτιμά τη λειτουργία της Βουλής διότι γνωρίζει πως οι βουλευτές λειτουργούν με μοναδικό κριτήριο της διατήρηση της θέσης τους και τέλος δεν έχουν σε μεγάλη εκτίμηση πλέον ούτε την ΕΕ, μετά από την περιπέτεια της πτώχευσης της χώρας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ στην κρίσιμη εκείνη στιγμή έκανε πίσω και άφησε το λαό χωρίς ηγεσία. Έρμαιο στα νύχια των διεθνών τοκογλύφων.

Αυτή τη στιγμή μπορούμε άνετα να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Μαρξ, από την 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Αναφερόμενος στο ζήτημα της αποχώρησης των Γιρονδίνων από την Γαλλική Εθνoσυνέλευση, έγραψε: «Η Εθνοσυνέλευση είναι νεκρή».

Έτσι ακριβώς συμβαίνει και τώρα: Η Βουλή μας είναι νεκρή. Και η αντιπολίτευση φυσικά.