To ιστοριογραφικό ζήτημα που ανακύπτει σχετικά με την Ελληνική Επανάσταση σχετίζεται με το ερμηνευτικό παράδειγμα που έχει κυριαρχήσει στον ακαδημαϊκό χώρο τα τελευταία 50 χρόνια: η Ελληνική Επανάσταση προσδιορίζεται ως παράμετρος του ευρωπαϊκού διαφωτισμού του 18ου αιώνα στο χώρο των ιδεών, ως πολιτικό φαινόμενο απότοκο της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 και ως φυσικό σχεδόν επακόλουθο της ανάπτυξης του ελληνικού εμπορίου, επίσης κατά τον 18ο αιώνα. Αυτές οι τρεις διεθνείς κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις ήταν λογικό – σύμφωνα με το κυρίαρχο σήμερα ιστοριογραφικό ερμηνευτικό σχήμα – να οδηγήσουν στην Eλληνική Eπανάσταση του 1821.

Ads

Η μηχανιστική αυτή ερμηνεία έλκει την καταγωγή της από έναν πρωτόγονο μαρξιστικό συλλογισμό, ο οποίος συσχετίζει κάθε ιστορική με μια αντίστοιχη ταξική μεταβολή οικονομικού τύπου – πρόκειται δηλαδή για τον κλασικό οικονομισμό που ανάγει τις αιτίες για την έκρηξη της επανάστασης στην ανάπτυξη του ελληνικού εμπορίου κατά τον 18ο αιώνα, δηλαδή στη δημιουργία της ελληνικής αστικής τάξης.

Αυτή η μηχανιστική ιστοριογραφική θέση, ενισχυμένη και από τα μορφωτικά ιδρύματα των ελληνικών τραπεζών που χρηματοδότησαν για πολλές δεκαετίες ιστορικές αρχειακές έρευνες για το ρόλο του χρηματοπιστωτικού τομέα στην νεώτερη ελληνική ιστορία, προκάλεσε μετατοπίσεις στο χώρο των ιδεών και οδήγησε σε μια ιστοριογραφία που κινήθηκε τα τελευταία χρόνια, σχεδόν αποκλειστικά, στο χώρο της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας.

Η Ελληνική Επανάσταση καθεαυτή, ως εξαιρετικό ιστορικό γεγονός, πέρασε έκτοτε σε δεύτερο πλάνο και σχεδόν αποσιωπήθηκε από την τρέχουσα ελληνική ιστοριογραφία. Είναι χαρακτηριστικό πως το περιοδικό Τα Ιστορικά, το οποίο από το 1983 εξέφρασε στην Ελλάδα μια δική μας εκδοχή της γαλλικής σχολής των Annales, (ένα περιοδικό πουν ιδρύθηκε στο μεσοπόλεμο από τους κορυφαίους Γάλλους ιστορικούς Marc Bloch και Lucien Febvre και συσπείρωσε στις τάξεις του την προοδευτική αριστερή γαλλική ιστοριογραφία, δίνοντας έμφαση στην κοινωνική ιστορία και την ιστορία των δομών) σε μια διαδρομή άνω των 20 ετών, δεν αφιέρωσε στο κορυφαίο ιστορικό γεγονός του νεώτερου ελληνισμού, την Επανάσταση του 1821, παρά ελάχιστα άρθρα- όχι πάνω από 10 και μάλιστα για δευτερεύουσες όψεις του Αγώνα.

Ads

Έτσι, σήμερα, παραδόξως, ένα είδος απλοϊκού μαρξισμού και ένα είδος ακραίου νέο-φιλελευθερισμού συνέκλιναν: η Ελληνική Επανάσταση δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο από μια φιλελεύθερη αστική επανάσταση που στόχευε στη δημιουργία ενός φιλελεύθερου αστικού κράτους, παρότι ελληνική αστική τάξη ουσιαστικά δεν υφίσταται στις αρχές του 19ου αιώνα .

Η ιστοριογραφία αυτή εμφανίζει την Ελληνική Επανάσταση όχι ως μια εθνικοαπελευθερωτική εξέγερση των ένοπλων κλεφτο-αρματωλικών σωμάτων και των αγροτικών ελληνορθόδοξων κοινοτήτων, που σχεδιάστηκε από τους φιλικούς του Μωριά και της Στερεάς, τους επισκόπους δηλαδή, τους οπλαρχηγούς και τους προεστούς. αλλά ως μια υπόθεση των εξω-ελλαδικών ελίτ, είτε του πνεύματος (διαφωτιστές) είτε της πολιτικής (φαναριώτες αξιωματούχοι) είτε του χρήματος (έμποροι) – δηλαδή ως μια αστική εισαγόμενη εξέγερση.

Φυσικά τα πραγματικά γεγονότα δεν είναι συνήθως και τόσο βολικά για ιδεολογικές και πολιτικές χρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό πως αυτά τα τρέχοντα ερμηνευτικά σχήματα, «μαρξιστικά» ή φιλελεύθερα, παρακάμπτουν κομβικά γεγονότα της προεπαναστατικής και της επαναστατικής περιόδου, τα οποία καταδεικνύουν την ιδιομορφία του ελληνικού επαναστατικού φαινομένου.

Με τον τρόπο αυτό όμως, με την πρόταξη των εξωγενών παραγόντων, το ελληνικό επαναστατικό φαινόμενο απωθείται, σχεδόν εξοβελίζεται από το οπτικό πεδίο του ιστορικού, στο κάδρο του οποίου μπαίνουν αποκλειστικά οι πολιτικές θεωρίες της Δύσης, οι έμποροι και οι λόγιοι ως τάξεις ή ομάδες προσώπων και οι ιδέες τους.

Χαρακτηριστικό δείγμα τέτοιου κοινωνιολογικού τύπου ιστοριογραφίας είναι η ερμηνεία για το πώς μετατρέπεται ένας Ελληνας μικρέμπορος της εποχής εκείνης σε επαναστάτη, σε μέλος της Φιλικής Εταιρίας – γίνεται επαναστάτης εξαιτίας της οικονομικής κρίσης: «Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι μικρέμποροι, γραμματικοί εμπορικών οίκων και γενικώς άτομα στις κατώτερες βαθμίδες της τότε δειλά διαμορφούμενης νέας κοινωνικής ιεραρχίας στα διάφορα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συγκαταλέγονταν μεταξύ των ιδρυτών και βασικών μελών…Η οικονομική κρίση…θα πρέπει να έπληξε και αυτούς».

Η μηχανιστική αυτή θέση, η διαρκής αναγωγή της ιστορικής δράσης στους οικονομικούς παράγοντες, παραγνωρίζει βεβαίως το γεγονός πως η συμμετοχή των μικρεμπόρων στην επανάσταση του 1821 είναι δευτερεύουσας σημασίας και πως ανάμεσα στο οικονομικό και το πολιτικό πεδίο, ανάμεσα δηλαδή στο γενικό ταξικό συμφέρον και την ατομική πολιτική δράση, παρεμβάλλεται η συνείδηση που οδηγεί σ΄αυτήν ή την άλλη απόφαση, μια συνείδηση η οποία φυσικά δεν προσδιορίζεται αποκλειστικά από οικονομικές παραμέτρους και το στενό, ατομικό οικονομικό όφελος.

Αυτή η παρεμβολή της συνείδησης, ως «τρόποι του αισθάνεσθαι και του σκέπτεσθαι» – σύμφωνα με την κλασική διατύπωση του Marc Bloch – είναι οι τρόποι  με τους οποίους οι άνθρωποι  αισθάνονται και σκέπτονται για τη ζωή τους και την κοινωνία τους στη μεγάλη ιστορική διάρκεια, οι τρόποι αίσθησης και σκέψης, εν προκειμένω, που χαρακτηρίζουν μια χριστιανική κοινωνία, κυρίαρχο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η θρησκευτική νοοτροπία, μια κοινωνία παραδοσιοκρατική, στραμμένη στο παρελθόν και χαρακτηρίζουν επίσης τη συλλογική μνήμη ενός λαού κατακτημένου από ένα λαό αλλόθρησκο, άλλου πολιτισμού και άλλων παραδόσεων και αξιών – και σ΄ αυτό συνίσταται η μακρά διάρκεια .

Δεν μπορούμε επομένως με βάση μια απλοϊκή ωφελιμιστική ταξική προσέγγιση να ερμηνεύσουμε σύνθετα ιστορικά φαινόμενα, όπως είναι μια εθνικο-απελευθερωτική επανάσταση ενός ιστορικού έθνους, όπως το ελληνικό.

Στις τελευταίες μέρες της Τουρκοκρατίας, ο Ασημάκης Φωτήλας, στην κρίσιμη τελευταία συνάντηση της Αγίας Λαύρας στις 10 Μαρτίου του 21, λίγο πριν πάρουν το λόγο τα όπλα, είπε πως «πρέπει να κάνουμε το χρέος μας». Η χρήση αυτού του όρου, η λέξη χρέος δηλαδή, παραπέμπει στο παρελθόν, στη μακρά διάρκεια, δεν παραπέμπει σε τρέχον κοινωνικό αίτημα. Ο Φωτήλας εκείνη τη στιγμή έχει τη συναίσθηση ενός εθνικού και θρησκευτικού χρέους, δηλαδή το μάτι του είναι στραμμένο στα παθήματα του έθνους του διά μέσου των αιώνων και στην δική του ιστορική ευθύνη, να ξεπληρώσει το χρέος του απέναντι σ΄αυτά τα παθήματα.

Όσο για το ζήτημα της εξουσίας, που τέθηκε ενόψει της επανάστασης, αλλά συνεχίζει να τίθεται και μέχρι σήμερα, το διατύπωσε με ανατριχιαστική σχεδόν ακρίβεια ο προεστός Σωτήρης Χαραλάμπης στη συνέλευση της Βοστίτσας, τον Ιανουάριο του 1821: «Αλλ΄ημείς εδώ, αφού σκοτώσωμεν τους Τούρκους, εις ποίον θα παραδοθώμεν, ποίον θα έχωμεν ανώτερον;».  

Το ερώτημα του Χαραλάμπη απαντήθηκε στο Ναβαρίνο.