26 Σεπτεμβρίου 1940, η μέρα που δολοφόνησαν τον Βάλτερ Μπένγιαμιν χρησιμοποιώντας τα ίδια του τα χέρια…

Ads

Δεν ξέρουμε την ακριβή σειρά των γεγονότων που οδήγησαν στον θάνατό του σαν σήμερα σε μια πόλη στα Πυρηναία, στα ίδια μέρη που οι ηττημένοι «αιθεροβάμονες» των διεθνών ταξιαρχιών της κομμούνας του 1871 μα και, λίγες δεκαετίες αργότερα, του Ισπανικού Εμφυλίου προσπαθούσαν να διαφύγουν βρίσκοντας συχνά έναν ατιμωτικό για το ύψος των ονείρων και των προσπαθειών τους θάνατο.

Ξέρουμε όμως πως σαν σήμερα χάθηκε ένα ολόκληρο κεφάλαιο σκέψης που θα πλούτιζε, μαχόμενο, την μεταπολεμική Ευρώπη. Συνομιλητής του Αντόρνο του Μπρεχτ και του Σόλεμ, σπουδαίος αναλυτής της Λογοτεχνίας της Ιστορίας και της Καμπάλα από την σκοπιά του διαλεκτικού υλισμού που τόσο σύνθετα κι ανοιχτά όμως χρησιμοποιούσε, κυνηγημένος από τους Ναζί που μισούσαν την διανόηση έως θανάτου, άποψη που έχει εισχωρήσει παντού, ο Μπένγιαμιν δολοφονούνταν σαν σήμερα παίρνοντας υπερβολική δόση μορφίνης. Το λες και συμβολικό, «Πες στη Μορφίνη ακόμα την Ψάχνω δεν έγραψε η Ρούσσου σε εποχή γενικευμένης κατάθλιψης και πόνου; (ναι, η 20χρονη την γάτα της ψάχνει, μα πόσο “ένα” όλα στο παλίμψηστο του επιβεβλημένου τίποτα!)

Όπως έχει γραφτεί επηρεάστηκε από τον Εβραϊκο μυστικισμό, τον Γερμανικό ιδεαλισμό και τον ιστορικό υλισμό, αλλά στην ουσία παρέμεινε πάντα στον λάθος τόπο την λάθος στιγμή…Μεταφραστής του Προυστ, του Μπωντλαιρ, και τόσων άλλων χρησιμοποιούσε μια γραφή γεμάτη θραύσματα για ν ανοίξει στέρεο μονοπάτι. Ο «εραστής» του ελάχιστου και συλλέκτης του σημαντικού Μπένγιαμιν, ο μεγάλος ανάδοχος της μεταφοράς στην γραφή.

Ads

Ίσως έμαθε επώδυνα γι’ αυτήν από την μάνα του στα σκοτεινά του παιδικάτα. Η μάνα του, όταν ήταν παιδί και δεχόταν μπούλινγκ των καιρών λόγω της καταγωγής και της ευαίσθητης, διανοουμενίστικης φύσης του, ‘παιδί με γυαλάκια’ του μίλαγε συχνά ως ξόρκι και φυλακτό για τον Καμπουράκο, τον αποσυνάγωγο ανθρωπάκο, ώστε να πάρει από τους ώμους του μικρού Βάλτερ την ενοχή για αυτό που ήταν, για όσα βίωνε. Τον καμπουράκο, τον αλλότριο, θα χρησιμοποιήσει μεγάλος όταν είχε καταλάβει πως έτσι μόνιμα ξοδευόταν η ζωή υπό το βλέμμα των φυσιολογικών πολλών και των ισχυρών άλλων, ενώσω ανέβαινε ο ναζισμός: :‘Εκείνος που τον κοιτάζει ο ανθρωπάκος, δεν δίνει σημασία. Οχι στον εαυτό του, όχι στον ανθρωπάκο. Κατάπληκτος στέκει μπροστά σε ένα σωρό συντρίμμια’.

Το ότι ήταν ο Μάλερ, ποιος άλλος, που μελοποίησε τον Καμπουρακο το λες και κοσμική αλληλουχία των ‘κρυφών νοημάτων’ σχεδόν…

Η Χάνα Άρεντ στο Άνθρωποι σε Ζοφερούς Καιρούς’ (το αφιερωμένο σ αυτόν στην Ρόζα και στον Μπρεχτ), έγραψε μιλώντας για την επιθετική άμυνα στην εποχή των Τεράτων. Δεν γίνεται μάταια λόγος για την «γυμνή» αθλιότητα. Το πιο ολέθριο στη έκθεσή της εικόνας της, που άρχισε να γίνεται έθιμο κάτω από τον νόμο της ανάγκης κι ας μην φανερώνει παρά ένα χιλιοστό απ’ οτι υπάρχει κρυμμένο ,δεν είναι ο οίκτος ή η εξίσου φοβερή συναίσθηση της προσωπικής αναισθησίας που ξυπνά στον θεατή, μα η ντροπή του.

Σκέφτομαι, επειδή λάτρευε το Βερολίνο και το Παρίσι μα αγαπούσε βαθιά τα βουνά ποια να ήταν η τελευταία εικόνα που πήρε μαζί του αυτός που ο θάνατος του αποκαλέστηκε από τον Μπρεχτ το ισχυρότερο πλήγμα του Χίτλερ στην σκέψη και στην λογοτεχνία της Γερμανίας του 30.

Ίσως μπροστά στην θέα και στους ήχους αυτού που τότε θεωρούνταν αιώνιο (του δάσους) ίσως μπροστά στην επίμονη τέχνη της φύσης, να σκέφτηκε χαμογελώντας πικρά με την γνώση πως θα τον δικαιώσει ο χρόνος μία από τις παρακαταθήκες του πριν γυρίσει ο ίδιος με αποστροφή το κεφάλι στο μέλλον που τότε ερχόταν με την μορφή της δολοφονικής τάξης στο μέλλον που τώρα έρχεται με την μορφή της εύπεπτης αταξίας: Όσο μεγαλύτερη είναι η μείωση της κοινωνικής σημασίας μιας μορφής τέχνης, τόσο πιο έντονη είναι η διάκριση μεταξύ κριτικής και απόλαυσης από το κοινό. Το συμβατικό απολαμβάνει άκριτα και το αληθινά νέο επικρίνεται με αποστροφή.

Αλλά η Άρεντ δίνει τον άξιο επίλογο και πάλι:

«To ότι ως και στους πιο ζοφερούς καιρούς έχουμε το δικαίωμα να προσδοκούμε ένα κάποιο φως ,και το ότι μια τέτοια λάμψη ενδέχεται περισσότερο να έρθει όχι από στέρεες θεωρίες μα από το αβέβαιο τρεμούλιασμα που το συχνά ασθενικό φως επιμένει να θυμίζει, αυτό που ορισμένοι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, θ’ ανάψουν με την ζωή και το έργο τους, κι ό,τι κι αν γίνει θα το σκορπίζουν όσο ζουν»… Και στην περίπτωση του και έπειτα.

Βάλτερ Μπένγιαμιν + 26 /9/ 1940