Σε 9 μήνες, στις 23 με 26 Μαΐου, θα γίνουν οι ευρωεκλογές και κατά πάσα πιθανότητα και οι βουλευτικές. Είναι αναμενόμενο ο ανασχηματισμός να προσβλέπει πλέον ξεκάθαρα σε αυτή την αναμέτρηση. Στη βάση αυτή, ας κάνουμε μια ανάγνωση του ανασχηματισμού με αφετηρία τα νεοεισερχόμενα πρόσωπα.

Ads

Οι νεοεισερχόμενη στην κυβέρνηση είναι 13 στο σύνολο και συγκροτούν δυο διακριτές ομάδες. Στην πρώτη ανήκουν αυτοί που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε οι «καινούργιοι». Άτομα νέα στην ηλικία, χωρίς προηγούμενες κυβερνητικές εμπειρίες. Στην δεύτερη ομάδα ανήκουν «παλιές καραβάνες» της πολιτικής, με μακρόχρονη πορεία σε κόμματα, βουλή και κυβερνήσεις. 

Από την δεύτερη αυτή ομάδα (Μπόλαρης, Ξενογιαννακοπούλου, Ζορμπά, Παπακώστα, Χρυσοβελώνη), οι 3 πρώτοι προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ και οι 2 υπόλοιποι από τον χώρο της Δεξιάς. Η αποκρυπτοποίηση των επιλογών αυτών είναι εύκολη. Tο αποτέλεσμα των εκλογών θα κριθεί από τους λεγόμενους αναποφάσιστους, κυρίως στον χώρο που ονομάζουμε «κέντρο». Αυτός ο χώρος είναι εκείνος όπου κυριαρχούσε μέχρι πρόσφατα το τέως ΠΑΣΟΚ και αυτόν τον χώρο διεκδικεί ο ΣΥΡΙΖΑ με τις 3 πρώτες επιλογές. Επίσης απαρτίζεται και από ένα τμήμα της Δεξιάς, δυσαρεστημένο από τις ακραίες νεοφιλελεύθερες εκφάνσεις και τη κολληγιά με τους ακροδεξιούς του κ. Μητσοτάκη. Αυτόν τον χώρο διεκδικούν οι ΑΝΕΛ με τις 2 τελευταίες επιλογές. 

Όσο αφορά την ομάδα των «καινούργιων», ο άγνωστος μέχρι σήμερα κ. Δημαράς, ως μοναδικός βουλευτής των Οικολόγων, πλην του κ. Τσιρώνη, το έργο του οποίου κρίθηκε ανύπαρκτο ή/και αρνητικό, ήταν υποχρεωτική επιλογή για να παρουσιάζονται οι Οικολόγοι ως συνέταιροι στην κυβέρνηση. Οι υπόλοιποι 7 ήταν εξίσου άγνωστοι μέχρι πρόσφατα. Το πολιτικό τους βιογραφικό είναι γενικά περιορισμένο σε σχέση με την βαρύτητα των ευθυνών που αναλαμβάνουν και σίγουρα η υπουργοποίησή τους αποτελεί ένα αναπάντεχο άλμα στην πορεία τους. Πολλοί απ’ αυτούς δεν έχουν ποτέ ασκήσει αιρετές ευθύνες, ούτε καν έχουν συμμετάσχει σε εκλογικές αναμετρήσεις.

Ads

Εκ των πραγμάτων, είναι οι «άνθρωποι του Προέδρου», στον οποίο οφείλουν εξολοκλήρου την εκθαμβωτική τους εξέλιξη. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως δεν έχουν προσόντα. Η ουσία όμως είναι πως στόχο αποτελεί το «μπετονάρισμα» την κυβέρνηση, εν όψει εκλογών, με ανθρώπους, η επιλογή των οποίων έγινε βασικά για τον σκοπό αυτό και δευτερευόντως σε οποιαδήποτε άλλη βάση. Η αντικατάσταση στο υπουργείο Δικαιοσύνης του κ. Κοντονή, ενός υπουργού σοβαρού, δυναμικού και με έργο, είναι χαρακτηριστική. Αθέμιτο; Προφανώς όχι. Η επιλογή των υπουργών ανήκει στον πρωθυπουργό, ο οποίος θα κριθεί επί του αποτελέσματος. Με άλλα λόγια, ο πρωθυπουργός δεν λογοδοτεί για τις επιλογές του, αλλά βάσει του ότι θα παραδώσει, ο ίδιος και οι υπουργοί του, όταν τελειώσει η θητεία τους.

Και εδώ φτάνουμε στο κρίσιμο θέμα. Η στόχευση του ανασχηματισμού είναι σαφής και κατανοητή: να κερδηθούν οι επόμενες εκλογές. Το ερώτημα είναι αν αυτές οι δυο κατευθύνσεις (άνοιγμα σε παλιά στελέχη του κεντρώου ή κεντροδεξιού χώρου και «μπετονάρισμα» με έμπιστους, που οφείλουν την προαγωγή στον αρχηγό) βοηθάει ουσιαστικά στην επίτευξη του στόχου αυτού.

Όσο αφορά την πρώτη κατεύθυνση, η επιλογή των συγκεκριμένων προσώπων σηματοδοτεί πρόσκληση σε κομματικούς μηχανισμούς και όχι άνοιγμα σε πολιτικούς χώρους της κοινωνίας. Οι κομματικοί αυτοί μηχανισμοί, απομεινάρια του ΠΑΣΟΚ και θρύψαλα της ΝΔ, είναι πλέον λίγο ελκυστικοί στον χώρο που κάποτε εκπροσωπούσαν. Σε σημαντικό βαθμό είναι και απωθητικοί. 

Όσο αφορά την δεύτερη κατεύθυνση, πρέπει να σημειώσουμε ότι κάθε πολιτική που αποσκοπεί στο «μπετονάρισμα» είναι κατεξοχήν αμυντική. Είναι χρήσιμη στο να περιορίσει τις συνέπειες μιας ήττας. Δεν δηλώνει προσδοκία νίκης και δεν την ευνοεί.

Το τέλος της μνημονιακής επιτήρησης ήταν ένα σημαδιακό γεγονός, έστω και αν δεν σημαίνει τέλος της κρίσης, ούτε οριστική απαλλαγή από τον νεοφιλελεύθερο ζυγό. Προσδοκία του κόσμου της Αριστεράς, αλλά και ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας, ήταν και είναι τα κυβερνητικά μηνύματα να έχουν αντίστοιχη εμβέλεια.

* Ο Νίκος Σταθόπουλος έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στον Καναδά