Πριν από δέκα χρόνια, μιλούσαμε για την «τέχνη της κρίσης». Κάποιοι πήγαν ακόμα πιο πέρα αναγνωρίζοντας μία διακριτή «Γενιά της Κρίσης».

Ads

Περισσότερο στην λογοτεχνία και στον κινηματογράφο, και κάπως λιγότερο στο θέατρο και στη μουσική, μία από πολλές πλευρές ανομοιογενής ομάδα νέων ανθρώπων που γεννήθηκαν μεταξύ των αρχών και του μέσου της δεκαετίας του ’80, σαν να μυήθηκε σε μια φυγόκεντρο δημιουργική συνωμοσία που σκοπό είχε να απαντήσει στο ερώτημα «μα που είναι οι πνευματικοί άνθρωποι;» – το ερώτημα που πλανάτο πάνω από τις ογκώδεις συγκεντρώσεις ενάντια στα μνημόνια, στις μεγάλες ελληνικές πόλεις.

Σε αυτή την πλέον αναγνωρισμένη Γενιά ανήκει και ο Δημήτρης Γκιούλος. Ένας γραφιάς – με την έννοια του φιλοφρονητικού χαρακτηρισμού που στις δεκαετίες 1960 και 1970 απέδιδαν σε συγγραφείς που ασφυκτιούσαν μέσα στα όρια μίας συγκεκριμένης φόρμας και περιδιάβαιναν την όλη λογοτεχνία – το όνομα του οποίου λέει σίγουρα περισσότερα στις νεότερες γενιές απ’ ό,τι στις μεγαλύτερες: οι καρφωτοί του στίχοι από τα τριπλής επανέκδοσης «Αστικά Δύστυχα» (Θίνες) και από το «Αντάρτικο2» (Κουρσάλ Συνεργατικές Εκδόσεις) έγιναν σύνθημα σε φοιτητικά πανό, πληρωμένες απαντήσεις σε διαδικτυακές συζητήσεις, εργασίες από μαθητές. Διόλου τυχαία, πιστεύω.

Που σημαίνει διόλου εφήμερα. Προσωπικά, έχω τη χαρά να τον παρακολουθώ από τα πρώτα του βήματα, από τα πρωτόλεια πεζά του «Ο Τροχός της Τύχης» και «Δι άρλεκιν πάροντι και άλλες καταστάσεις…» όπου η αγωνία του να μιλήσει για τη σαπίλα της μεταολυμπιακής Ελλάδας, ήδη, εκρήγνυτο.

Ads

Ο Δημήτρης ανασπά και πάλι το αντάρτικο χωνί του και επανέρχεται με το ποιητικό του βιβλίο «Ακραία Καιρικά Φαινόμενα». Όχι, αν και γραμμένο μέσα στο 2023, προηγήθηκε των πυρκαγιών, των κατακλυσμών και λοιπών καταστροφών που συνέβησαν στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες. Μια τραγική σύμπτωση που ωστόσο καταδεικνύει ότι ο Γκιούλος «βλέπει» το πώς η Νέα Γλώσσα της εποχής των Τραμπ, Όρμπαν και Μητσοτάκη αναλαμβάνει να εγκαθιδρύσει τη νέα «Κοινοτοπία του Κακού»: πρόκειται για εκείνη την επικράτεια όπου κάθε προσωπικό και συλλογικό κακό ανάγεται μακαρίως σε κάτι εξώτερο της ευθύνης του ανθρώπου ως πολίτη.

Η συγκυρία κατά την οποία η χρηματοπιστωτική οικονομία μπαίνει στα μυαλά, στο κρεβάτι, στα ρουθούνια δεν είναι απλά μια φάση. Αντίθετα, είναι μια εκτενής και εξακτινούμενη εποχή σαν αυτές των βιβλίων του Χόμπσμπάουμ. Στη «μικροοικονομία», φερ’ ειπείν, γράφει:

Σαν κουφάρια μικρών ζώων
στις άκρες εθνικών δρόμων
στη συμπαντική οικονομία
είμαστε
Από την άλλη
κι αυτό υπερβολή είναι
Θα σήμαινε
πως κάποιος χαμήλωσε το βλέμμα
στο θέαμα
Θα σήμαινε
πως κάποιος νοιάστηκε

Μοιραία, ο Αντώνης που πετάχτηκε από το καράβι στη θάλασσα, η Όλγα που συνετρίβη και αφέθηκε σαν αδέσποτο ζώο στην σιδερένια πύλη ενός εργοστασίου αλεύρων, οι πνιγμένοι της Πύλου εμφανίζονται δίπλα μας, εκεί που διαβάζουμε το βιβλίο του Δημήτρη. Και, σαν σε σπονδυλωτό αφήγημα, ο Γκιούλος υπερθεματίζει με το «πρόχειροι υπολογισμοί»:

Ποτέ
τόσα μικρά
δεν αφορούσαν
τόσους πολλούς

Ποτέ
τα πανανθρώπινα
δεν αφορούσαν
τόσους λίγους

και καταλήγει προφητικά – γιατί έρχονται και άλλοι Κοεμτζήδες- με το «κι ούτε σουγιά»:

Οι φίλοι αρχίζουν να μετράνε απώλειες
Τις δικές μου
από νωρίς τις συλλέγω
Άλλος ανθρώπους
άλλος δουλειά
άλλος χώρα
ή πράγματα
σαν ανθρώπους, δουλειά, χώρα
Κοιτώ αβοήθητος να βοηθήσω
Έχω την ηλικία του Κοεμτζή

Γνωρίζοντας τον κόσμο του Δημήτρη, ξέρω ότι τον νοιάζει ο αναγνώστης να περνάει καλά διαβάζοντας. Τι πιο φυσιολογικό; Τι πιο «νορμάλ» από το να απολαμβάνεις αυτό που διαβάζεις; Γιατί η κρισιακή λογοτεχνία να μην μπορεί να αποδώσει την «δομή αίσθησης» της κρίσης; Ποιος θα γράψει για τα γέλια γύρω από το 1 κιλό κρασί που θα κρατήσει μια παρέα 30άρηδων για ώρες μαζί; Ποιος θα γράψει για ό,τι επικρατεί στην εντός αστικού ιστού ζωή ενός «μπλοκάκια»; Ποιος θα γράψει για όσα διαμείβονται στα ελληνικά μπαλκόνια την τελευταία δεκαετία;

Εσύ
που
λίγο πριν
είχες
οργασμό
τέτοιον
που κάλυψε τον θόρυβο
των μαχητικών
Εσύ
είσαι
η σημερινή
ηρωίδα
Της γειτονιάς
Έστω

Τα ποιήματα που περιέχονται στα «Ακραία Καιρικά Φαινόμενα» σηματοδοτούν και μία αλλαγή στον τρόπο που ο Γκιούλος αναζητά τα θέματά του.

Μέχρι τώρα, τα γραφτά του είχαν μια ισχυρή δόση «συγκυρίας». Ίσως γιατί τα όσα απίθανα πράγματα ζήσαμε κατά τη μνημονιακή δεκαετία να τον σόκαραν σε τέτοιο βαθμό που προσπαθούσε να γράψει στο κατόπι τους. Τώρα, κόντρα στο mainstream αφήγημα της ανάκαμψης, στην δημιουργική ψυχή του Δημήτρη η κακοδαιμονία της χώρας φαίνεται να έχει «κάτσει» σαν μια απρόσβλητη κανονικότητα. Το συλλογικό τραύμα παραμένει ανεπεξέργαστο.

Ο Δημήτρης το παραδέχεται, χωρίς να το αποδέχεται. Αυτό δεν είναι κακό. Η ψυχολογία λέει ότι η διαπίστωση της διαταραχής από τον φορέα της είναι το πρώτο βήμα για την θεραπεία. Γράφει στις «ενδιάμεσες εκπτώσεις»:

Στη ζωή διεκδίκησα
τη μισή μόνο
τρυφερότητα
απ’ όση διαθέτει η πωλήτρια
καθώς ντύνει
την κούκλα της βιτρίνας

και παρακάτω, στο «τα χέρια»:

Και είπες
μερικές φορές
νιώθεις πως
χέρια δεν έχεις
και
νιώθω
τα χέρια σου
είπα

Το μόνο που θα σημείωνα είναι ότι η νέα του αυτή κατάθεση, θα μπορούσε να είναι πιο συμπυκνωμένη και μικρότερη σε έκταση. Ενώ το βιβλίο έχει βέλος κατεύθυνσης, αυτό «απομαγνητίζεται» από κάποια ποιήματα που διασπούν το αφήγημα. Ο Γκιούλος ξέρει από λεκτικό μπαρούτι, χαμηλής ή υψηλής ισχύος, αλλά σε αυτή την έκδοση φαίνεται να το αραιώνει. Ίσως να είναι συνειδητή του επιλογή. Ίσως και η οργή να έχει τα χρονικά και προσωπικά της όρια. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Δημήτρης «δεν παραδέχτηκε την ήττα», γι’ αυτό και η πορεία του θα συνεχίζει να είναι αξιοσημείωτη.