Νεαροί «αγανακτισμένοι» εισήγαγαν πρόσφατα το σύνθημα «ψωμί, παιδεία, ελευθερία- η χούντα δεν τελείωσε το ’73». Αυτή η διακήρυξη έγινε δεκτή με καγχασμούς από τους μπαρουτοκαπνισμένους εκπροσώπους της γενιάς της μεταπολίτευσης. Κατά τη γνώμη τους, δείχνει παχυλή άγνοια. Όχι μόνο πολιτική (μιας που το σύνθημα υπονοεί πως η μεταπολίτευση, «η καλύτερη δημοκρατία που γνώρισε ο τόπος», είναι σαν τη χούντα!), αλλά και ιστορική: προφανώς οι νεαροί, που γνωρίζουν το «πολυτεχνείο» μόνο ως σχολική γιορτή, θεωρούν πως η ηρωική φοιτητική εξέγερση πέτυχε τελικά να ρίξει τη δικτατορία! Ασφαλώς και η χούντα δεν τελείωσε το ’73, ειρωνεύονται, αφού τελείωσε το’ 74! Του Νίκου Ράπτη

Ads

 
Τα χαμόγελα όμως παγώνουν αν ρωτήσετε τους πολιτικοποιημένους μεσήλικες να απαντήσουν στο εξής απλό ερώτημα: «πράγματι, η χούντα δεν τελείωσε το ’73. Τι όμως τελείωσε το ’73;». Η απάντηση είναι απλή, αλλά άβολη: η μοναρχία!
 
Την 1η Ιουνίου 1973, αντιδρώντας στο «κίνημα του ναυτικού», η χούντα ανακήρυξε με συντακτική πράξη την Ελλάδα σε «προεδρική κοινοβουλευτική δημοκρατία». Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ορκίστηκε πρώτος πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας (της «νέας δημοκρατίας» όπως αυτοαποκαλούνταν, αλλά μην ξύνουμε τώρα πληγές). Ο λαός εκλήθη να υπερψηφίσει την πράξη αυτή (αλλά και την οκταετή προεδρική θητεία του Γ. Παπαδόπουλου, ως το 1981) με δημοψήφισμα, που οργανώθηκε εδώ και σαράντα χρόνια ακριβώς, στις 29 Ιουλίου 1973. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που προβλήθηκαν προεκλογικά τηλεοπτικά σποτ σε ελληνικές εκλογές -όλα φυσικά υπέρ του «ναι». Στο δημοψήφισμα, που κατά τα χουντικά ειωθότα ξεχώρισε για τις κραυγαλέες παρατυπίες και την εκτεταμένη νοθεία, η συμμετοχή ξεπέρασε το 75% και το «ναι» το 78%.
 
Λίγους μήνες αργότερα -λίγο μετά τα γεγονότα του «πολυτεχνείου», στις 25 Νοεμβρίου του 1973- ο Γεώργιος Παπαδόπουλος «εξεδιώχθη» από ένα ακόμα πραξικόπημα. Νέος πρόεδρος ανέλαβε ο Φαίδων Γκιζίκης, που παρέμεινε στο αξίωμα ως το Δεκέμβριο του 1974, οπότε παρέδωσε την προεδρία στον εκλεκτό της πολιτικής ηγεσίας της «μεταπολίτευσης» Μιχαήλ Στασινόπουλο. Πάντως ήταν ο Φαίδων Γκιζίκης που όρκισε πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και προήδρευσε, έστω τυπικά, της νομιμοποίησης των παλαιών κομμάτων, του ΚΚΕ συμπεριλαμβανομένου, των εκλογών της 17ης Νοεμβρίου 1974 και του νέου δημοψηφίσματος για το πολιτειακό, που ενέκρινε με 69% ως νέο καθεστώς της χώρας την «προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία». Το συμπέρασμα είναι πως ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’ καθαιρέθηκε το 1973 και έκτοτε δεν επανεμφανίστηκε στην Ελλάδα ως  πολιτειακός ή πολιτικός παράγων. Στο πολιτειακό, η μεταπολίτευση υιοθέτησε και εμπέδωσε τη χουντική διευθέτηση.
 
Το επεισόδιο του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 1973 έχει αξία και για έναν ακόμα λόγο: το πολιτειακό ανέκαθεν στοίχειωνε την ελληνική πολιτική ζωή. Τουλάχιστο από την εποχή του «τις πταίει» ή της επανάστασης στο Γουδή. Εκτός από εκείνα του ’73 και του ’74, δημοψηφίσματα για το πολιτειακό έγιναν το 1920 (ενέκρινε την επιστροφή στο θρόνο του Κωνσταντίνου Α’), το 1924 (ενέκρινε τη λεγόμενη Β’ ελληνική δημοκρατία), το 1935 (ενέκρινε την παλινόρθωση της μοναρχίας), το 1946 (ενέκρινε την παραμονή του Γεωργίου Β’ στο θρόνο). Η πολιτική ζωή οργανώθηκε γύρω από το δίπολο μοναρχικών εναντίον δημοκρατικών (ακόμα μιλάμε για «δημοκρατική παράταξη»). Αλλά αυτό που συνέβη το 1973 είναι πως ο πυρήνας της παράταξης των συντηρητικών-βασιλοφρόνων αποφάσισε, για λόγους εντελώς ιδιότυπους, να ξεφορτωθεί τη μοναρχία, κάτι που οι αντίπαλοί της μάχονταν να πετύχουν επί δεκαετίες. Κι όμως, την κρίσιμη εκείνη στιγμή, κεντρώοι δημοκράτες και αριστεροί, ριζοσπάστες και βενιζελικοί, έριξαν δαγκωτό «όχι»! Αλλά και απέναντι, παραδοσιακοί βασιλόφρονες ξέχασαν τον «εξαδάκτυλο», τις «ελιές» και όλα τα φιλομοναρχικά συμπαρομαρτούντα, στο όνομα της ενίσχυσης του «Γιώργη του Παπαδόπουλου». Το συγκυριακό και το πρόσκαιρο (η προεδρία Γ. Παπαδοπούλου) υπερίσχυσαν του ιστορικού, του παραδοσιακού, του ιδεολογικού (της φύσης του πολιτεύματος)
 
Συμβολική του δημοψηφίσματος του 1973 είναι η γελοιογραφία του Βασίλη Χριστοδούλου στη «βραδυνή» (τη ναυαρχίδα της παράταξης του «όχι» σε εκείνη την περίεργη, κατακαλόκαιρη προεκλογική περίοδο). Μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος, ο εμβληματικός Κρητικός βρακοφόρος του Χριστοδούλου τραγουδάει τη μαντινάδα «μαθές δεν εματάγινε/ τέτοιο κουτί ρημάδι/ “όχι” να ρίχνεις το πρωί/ να βγαίνει “ναι” το βράδυ». Όπως και τώρα, έτσι και τότε, ο βρακοφόρος Κρητικός συμβόλιζε τον ελληνικό προοδευτικό ριζοσπαστισμό: αυτό το κράμα λαϊκισμού, εθνικισμού και προοδευτισμού που αργότερα στην Κρήτη έδωσε στο ΠΑΣΟΚ τα τερατώδη ποσοστά που όλοι γνωρίζουμε. Που σημαίνει πως το 1973 ο βρακοφόρος, βενιζελικός και άρα αντιμοναρχικός Κρητικός, «έριξε» «όχι» στο «ρημάδι» (όχι στην κατάργηση της μοναρχίας  και τη θέσπιση της «προεδρικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», για να μην ξεχνιόμαστε). Πιθανότατα από τότε δεν ξαναψήφισε κατ’ αυτόν τον τρόπο (αν και σήμερα, αν ζει, μπορεί και πάλι να σκέφτεται πρωτότυπα, π.χ. «χρυσή αυγή» ή ΣΥΡΙΖΑ)
 
Αλλιώς: ολόκληρη η αφήγηση για το δημοψήφισμα του 1973 δείχνει σε ποιο βαθμό στην πολιτική τα τρέχοντα ζητήματα είναι δυνατό να κατισχύσουν του παρελθόντος (αλλά και του μέλλοντος, μιας που το 1973 ένα από τα επίδικα ήταν η μόνιμη πολιτειακή αλλαγή, ενώ από την άλλη η προεδρία Παπαδόπουλου είχε, ακόμα και για τους χουντικούς, ημερομηνία λήξεως). Αλλά αυτός ένας από τους σιδερένιους νόμους της πολιτικής: όταν έρθει η ώρα της αλλαγής, οι παραδόσεις, οι ιδεολογίες, οι παλιοί όρκοι δεν «πιάνουν μία» εμπρός στο ζέον παρόν. Στην πολιτική το μόνο που μετράει είναι το τώρα.

*O Νίκος Ράπτης είναι εκπαιδευτικός και διαχειριστής της ppol.gr