“Μετά το 1991 η ονοματολογική διάσταση του Μακεδονικού όχι μόνο αναβαθμίστηκε αλλά και αναθεωρήθηκε. Ακόμα και η χρήση ενός παραγώγου του ονόματος από τους γείτονες απορρίφθηκε και στόχος ήταν πλέον η απάλειψη κάθε αναφοράς στον όρο «Μακεδονία» από το όνομα της γειτονικής χώρας. Αυτή η ριζική αναθεώρηση φαίνεται να υπήρξε κληροδότημα της πολιτικής της σιωπής”. O διεθνολόγος Γιώργος Καλπαδάκης ο οποίος διδάσκει στα τμήματα Νομικής και Πολιτικών Επιστημών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη, με αφορμή την επικείμενη συνάντηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όπου θα συζητηθεί και η σύσταση της Επιτροπής για την πΓΔΜ, αλλά και Το μακεδονικό ζήτημα, δηλαδή, το ομότιτλο πρόσφατο βίβλιο του.

Ads

Κρ.Π. : Το Μακεδονικό επανέρχεται στην επικαιρότητα;

Γκ.Κ.: Ναι, αφενός λόγω της σύστασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπέρ του να ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της πΓΔΜ στην ΕΕ, η οποία θα αξιολογηθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της ερχόμενης βδομάδας, και αφετέρου της πρότασης του αρμοδίου για θέματα διεύρυνσης επιτρόπου, Στέφαν Φούλε, να διεξαχθούν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις για το θέμα της ονομασίας.

Μέχρι πρότινος η επίλυση αυτού του θέματος θεωρείτο από τους Ευρωπαίους ως προϋπόθεση για να δοθεί το πράσινο φως στην πΓΔΜ, αλλά η πρόσφατη, ευνοϊκή για τα Σκόπια απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης φαίνεται ότι έδωσε αυτήν την απαραίτητη ώθηση.

Ads

Υπάρχει όμως κινητικότητα κι από ελληνικής πλευράς το τελευταίο διάστημα, με την πρόταση που απηύθυνε προς τα Σκόπια ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών για ένα «μνημόνιο κατανόησης» που θα θέτει τις παραμέτρους για την οριστική επίλυση της ονοματολογικής εκκρεμότητας.

Κρ.Π.: Προχωράμε προς την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων με τα Σκόπια ή το αντίθετο;

Γ.Κ.: Πολλά εξαρτώνται από τις αποφάσεις του επικείμενου Ευρωπαϊκού Συμβούλιου και η ελληνική πλευρά πιθανώς θα δεχτεί πιέσεις να συναινέσει στην υιοθέτηση κάποιας παραλλαγής της πρότασης Φούλε.

Στο επιχείρημά μας ότι ο εθνικισμός των Σκοπίων υπονομεύει την αρχή των σχέσεων καλής γειτονίας, οι Ευρωπαίοι απλά αντιτείνουν ότι το φαινόμενο θα εκλείψει ακριβώς μέσα από τη διαδικασία της ενσωμάτωσης της χώρας αυτής στο κοινοτικό στερέωμα.

Όπως δήλωσε και ο πρόεδρος του ευρωκοινοβουλίου, εξάλλου, από τη στιγμή που η Κροατία εντάχθηκε στην ΕΕ, είναι «ιστορικά αδύνατον» να απορριφθούν οι υπόλοιπες πρώην γιουγκοσλαβικές χώρες. Πάντως η διμερής επικοινωνία μας με τα Σκόπια φαίνεται να αποκαθίσταται κάπως.

Εάν η πΓΔΜ πάρει το πράσινο φως από τις Βρυξέλλες, τότε πιστεύω ότι οι εθνικιστικές «κορώνες» των Σκοπίων θα μειωθούν.

Σε αντίθετη περίπτωση, πιθανόν να δούμε τις ρητορικές εξάρσεις κατά της Ελλάδας να οξύνονται με έναν τρόπο που θα θυμίζει τη συμπεριφορά που είχε μετά τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ το 2008.

Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια τα Σκόπια μας έχουν συνηθίσει να υποδαυλίζουν το κλίμα με αλυτρωτικές και ανιστόρητες αναφορές σε βάρος των γειτόνων τους.

Ας ελπίσουμε ότι τελικά θα πρυτανεύσει η διάθεση συνεννόησης και ότι οι πρόσφατες εκδηλώσεις αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού θα λειτουργήσουν σαν μια υπενθύμιση προς τα Σκόπια ότι το 2001 η Ελλάδα ανήκε μεταξύ των χωρών που είχαν βοηθήσει καταλυτικά στη διαδικασία ειρήνευσης στην πΓΔΜ. Και επιπλέον ότι επί ελληνικής προεδρίας της ΕΕ το 2003 ήταν που προωθήθηκε η Ατζέντα της Θεσσαλονίκης, που έδωσε σημαντική ώθηση στην ενταξιακή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων.

Κρ.Π.: Τί σας ώθησε να μελετήσετε το Μακεδονικό;

Γ.Κ.: Οι εικόνες από την περίοδο των κινητοποιήσεων για το όνομα της Μακεδονίας σίγουρα προκαλούν δέος, και γεννούν πληθώρα ερωτημάτων που είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα από κάθε σκοπιά. Την πολιτική, την κοινωνιολογική, τη ψυχολογική, την οικονομική.

Το Μακεδονικό οπωσδήποτε δεν αποτελεί ένα ακόμα θέμα εξωτερικής πολιτικής αλλά είναι ένα ζήτημα που περιβάλλεται από μια αχλή μυστηρίου και πιστεύω ότι θα εξακολουθήσει επί μακρόν να διεγείρει το ενδιαφέρον των ερευνητών.

Όπως επίσης θα συνεχίσει να προκαλεί το ενδιαφέρον η συνεχιζόμενη σύγχυση που επικρατεί γύρω από την προϊστορία του θέματος.

Για παράδειγμα, οι αντιδράσεις του κόσμου το 2007 όταν η κυβέρνηση Καραμανλή έθεσε και επισήμως το θέμα της σύνθετης ονομασίας έδειξαν ότι όχι μόνο δεν υπήρχε η ευρύτερη συνειδητοποίηση ότι αυτό αποτελούσε μια ανατροπή των θέσεων του 1992. Δεν υπήρχε η συνειδητοποίηση για κάτι πολύ πιο βασικό, που στους ακαδημαϊκούς και διπλωματικούς κύκλους είχε αρχίσει να αποτελεί κοινό τόπο.

Κρ.Π.: Σε τι αναφέρεστε;

Γ.Κ.: Στο γεγονός ότι οι ίδιες θέσεις του 1992, που αποτυπώθηκαν στην απόφαση των πολιτικών αρχηγών να μην γίνει αποδεκτή καμία αναφορά στον όρο Μακεδονία στο όνομα της γειτονικής χώρας, αναθεωρούσαν εκ βάθρων τις επίσημες θέσεις των προηγούμενων δεκαετιών, αυτές δηλαδή που ίσχυαν μέχρι την περίοδο διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας το 1991.

Κι ότι συνεπώς η αλλαγή πλεύσης του 2007 δεν σηματοδότησε παρά την επίσημη επιστροφή στις παλαιότερες ελληνικές θέσεις για το Μακεδονικό.
Από αυτή την αφετηρία, λοιπόν, ουσιαστικά με απασχόλησαν τρία βασικά θέματα.

Οι τρόποι με τους οποίους η πολιτική που ακολουθήθηκε τις τρεις δεκαετίες που προηγήθηκαν της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας το 1991 επέδρασαν στη λαϊκή πρόσληψη του Μακεδονικού, η εξέλιξη του σλαβοΜακεδονικού εθνογενετικού εγχειρήματος στη μεταπολεμική περίοδο και η μορφή με την οποία εκδηλώθηκαν οι κινητοποιήσεις που αποτέλεσαν την αιχμή του αναθεωρητικού κινήματος για το όνομα.

Κρ.Π.: Το βιβλίο ξεκινάει με μια συμφωνία που έγινε το 1962. Ποιό ήταν το αντικείμενό της;

Γ.Κ.: Ήταν μια συμφωνία κυρίων που συνομολογήθηκε μυστικά ανάμεσα στον Υπουργό Εξωτερικών, Ευάγγελο Αβέρωφ και τον Γιουγκοσλάβο ομόλογό του, Κότσα Πόποβιτς, η  λεγόμενη «συμφωνία της σιωπής».

Το πνεύμα της ουσιαστικά θα διατηρείτο για τα επόμενα τριάντα χρόνια, από ελληνικές κυβερνήσεις όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων.

Ήταν μια συμφωνία των δύο πλευρών να μην ανακινείται δημοσίως το Μακεδονικό. Διότι κάθε φορά που συνέβαινε αυτό μέχρι τότε, διαταράσσονταν οι σχέσεις των δύο χωρών λόγω των εσωτερικών αντιδράσεων.

Θυμίζω ότι οι ισορροπίες του Ψυχρού Πολέμου υπαγόρευαν τη σύσφιγξη των σχέσεων της Αθήνας με τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο και η καλή σχέση των δύο χωρών θεωρείτο ως το κλειδί για την ειρήνη στα Βαλκάνια.

Για την Ελλάδα, εξάλλου, ιδιαίτερα στη μεταπολίτευση ο βασικός κίνδυνος θεωρείτο ότι προερχόταν από την Τουρκία και όχι από τη φθίνουσα «από βορρά απειλή», οπότε δεν υπήρχε λόγος να δηλητηριαστούν οι σχέσεις με το Βελιγράδι. Αλλά υπήρχαν και εσωτερικοί παράγοντες που συνέτειναν στο να μην ανακινείται το θέμα δημόσια.

Ο στόχος της εθνικής συμφιλίωσης επέτασσε την αποφυγή θεμάτων που θα μπορούσαν να αναμοχλεύσουν τα εμφυλιακά πάθη, ενώ υπήρχε και το στοιχείο του πολιτικού κόστους.

Διότι οι εσωτερικές αντιδράσεις που είχαν προκληθεί από τις ελληνογιουγκοσλαβικές συμφωνίες μεθοριακής επικοινωνίας του 1959 είχαν προϊδεάσει τον ελληνικό πολιτικό κόσμο για το εκλογικό τίμημα που θα είχε μια δημόσια, ανοικτή αντιμετώπιση του θέματος.

Κρ.Π.: Δηλαδή η ελληνική πλευρά απλά έκανε σαν να μην υπήρχαν οι γείτονες;

Γ.Κ.: Όχι, οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες γνώριζαν, κατέγραφαν τα τεκταινόμενα και όπου έκριναν σκόπιμο παρενέβαιναν, πάντοτε διακριτικά βέβαια. Αυτό που προκύπτει από τα τεκμήρια, ωστόσο, ήταν η αχίλλειος πτέρνα αυτής της πολιτικής:

Ότι δεν πληροφορούνταν επαρκώς οι Έλληνες πολίτες για τις εξελίξεις στο Μακεδονικό και για την παράλληλη διαμόρφωση μιας ρεαλιστικής πολιτικής αντιμετώπισής τους από την Αθήνα.

Και εδώ έχει ενδιαφέρον να συγκρίνουμε το εξαιρετικά ελλιπές επίπεδο πληροφόρησης στο εσωτερικό της χώρας, με την κατάσταση στη διασπορά.

Οι Έλληνες μετανάστες στη Βόρειο Αμερική, την Αυστραλία αλλά και τη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη ήταν ενήμεροι επί του θέματος λόγω της εγγύτητάς τους με τις επιτόπιες σλαβομακεδονικές κοινότητες.

Καθώς εντείνονταν οι εθνογενετικές δραστηριότητες των Σκοπίων από τη δεκαετία του 1960 και ύστερα, η διασπορά έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου στους ιθύνοντες οι οποίοι όμως ανταποκρίνονταν χλιαρά. Αν και ορισμένοι ερμήνευσαν αυτή τη στάση ως ένδειξη αδιαφορίας ή αδράνειας, στην πραγματικότητα συνδεόταν με την πολιτική της σιωπής, με την ανάγκη δηλαδή να διασφαλιστεί ότι το Μακεδονικό δεν θα αναμοχλευόταν δημοσίως, για τους λόγους που ήδη ανέφερα.

Τίθεται, βέβαια, και ένα άλλο θέμα, που αφορά την έλλειψη διορατικότητας για το μέλλον της Γιουγκοσλαβίας.

Διότι παρά τα πολυάριθμα σημάδια που λάμβαναν οι ελληνικές κυβερνήσεις από τη δεκαετία του 1970 ότι η Γιουγκοσλαβία ενδέχετο να διαλυθεί, δεν προείδαν τις συνέπειες μιας πιθανής αποσύνθεσής της, ειδικότερα όσον αφορά στο Μακεδονικό.

Κυριολεκτικά μέχρι την ύστατη ώρα, λίγο πριν ανεξαρτητοποιηθεί η πΓΔΜ το 1991, φαίνονταν πεπεισμένες ότι το κρατίδιο αυτό θα συνέχιζε να αποτελεί μέρος μιας χαλαρής συνομοσπονδίας στην οποία το Βελιγράδι θα κατάφερνε να ελέγχει τα ακραία εθνικιστικά στοιχεία.

Κρ.Π.: Και τι επιπτώσεις είχε αυτή η πολιτική;

Γ.Κ.: Κατά την περίοδο της σιωπής, το ρεαλιστικό τρίπτυχο της ελληνικής πολιτικής στο Μακεδονικό ήταν η εγκατάλειψη του αλυτρωτισμού και η αποκήρυξη των μειονοτικών αξιώσεων από την πλευρά των Σκοπίων, καθώς και η αποτροπή των γειτόνων από το να μονοπωλούν το όνομα «Μακεδονία». 

Αν και αυτές ήταν οι επίσημες θέσεις, αυτό δεν δημοσιοποιούνταν ευρέως, στο βωμό τού να αποφευχθεί η δημόσια ανακίνηση του μακεδονικού.

Οι αναφορές που γινόντουσαν στο Μακεδονικό εντός της Ελλάδας περιορίζονταν κυρίως σε ζητήματα όπως οι ελληνικές ρίζες της αρχαίας Μακεδονίας και ο Μακεδονικός Αγώνας, ενώ στη μεταπολίτευση ακόμα και πιο πρόσφατες αναφορές, στη δεκαετία του 1940, μειώθηκαν λόγω των ευαισθησιών που συνδέονταν με τον εμφύλιο.

Την ίδια στιγμή, οι σλαβομακεδονικές εθνογενετικές προσπάθειες απέφεραν καρπούς. Μέσα από τη δράση τους τα Σκόπια και η εξαιρετικά δραστήρια σλαβομακεδονική διασπορά κατάφερναν, ήδη από τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, να πείσουν τη διεθνή κοινή γνώμη ότι το όνομα Μακεδονία δεν αφορούσε μόνο τον ελληνισμό, αλλά και την νεότευκτη σλαβική ταυτότητά τους.

Κρ.Π.: Στη βάση αυτού του ελλείμματος πληροφόρησης, λοιπόν, φτάνουμε το 1991 να αναθεωρήσουμε τις επίσημες θέσεις;

Γ.Κ.: Αυτό είναι το πλαίσιο. Διότι χωρίς να υπάρχει κάποια επίγνωση για τα αποτελέσματα που απέφερε το σλαβομακεδονικό εθνογενετικό εγχείρημα διεθνώς, η ανεξαρτητοποίηση της πΓΔΜ αναθέρμανε στην Ελλάδα σκοτεινές μνήμες από το παρελθόν.

Έτσι το 1991 η ονοματολογική διάσταση του Μακεδονικού όχι μόνο αναβαθμίστηκε αλλά και αναθεωρήθηκε. Ακόμα και η χρήση ενός παραγώγου του ονόματος από τους γείτονες απορρίφθηκε και στόχος ήταν πλέον η απάλειψη κάθε αναφοράς στον όρο «Μακεδονία» από το όνομα της γειτονικής χώρας. Αυτή η ριζική αναθεώρηση φαίνεται να υπήρξε κληροδότημα της πολιτικής της σιωπής.

Η συντριπτική πλειοψηφία έκρινε ότι το όνομα αυτής της χώρας δεν θα έπρεπε να εμπεριέχει καθόλου τη λέξη Μακεδονία, κάτι το οποίο υποστήριξε μέσα από μαζικότατες κινητοποιήσεις που δεν είχαν ξαναγίνει για ένα ζήτημα εξωτερικής πολιτικής παρά μόνον στην περίπτωση των διαδηλώσεων για το Κυπριακό κατά τη δεκαετία του 1950.

Κρ.Π.: Υπάρχουν σημεία σύγκλισης ανάμεσα στις κινητοποιήσεις για το όνομα της Μακεδονίας και στις διαδηλώσεις ενάντια στο μνημόνιο;

 
Γ.Κ.: Είναι πολύ παρακινδυνευμένο να συγκρίνουμε δύο τόσο διαφορετικές συγκυρίες, δύο τόσο διαφορετικά πλέγματα αιτημάτων. Μπορούμε, όμως, να παρατηρήσουμε κάτι ενδιαφέρον:

Στην πρώτη περίπτωση, ανεξάρτητα από την κριτική που μπορεί να ασκήσει κανείς στο κεντρικό αίτημα με το οποίο κατέβηκαν στα συλλαλητήρια για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, οι συλλογικότητες ήταν εκείνες που είχαν το κεντρικό λόγο και ρόλο.

Οι πολίτες επέλεξαν να κινητοποιηθούν κυρίως μέσα από σωματεία, ιδρύματα και ομάδες. Από τα μεγάλα επιμελητήρια, τις συνομοσπονδίες και τους γεωργικούς συνεταιρισμούς μέχρι τις πιο μικρές τοπικές οργανώσεις της επαρχίας. Και οι φορείς αυτοί δεν έδιναν απλά το παρών σε διαδηλώσεις αλλά επιδόθηκαν σε μια σειρά από δραστηριότητες σε πολλά πεδία και επίπεδα.

Αυτό οδήγησε στην αδιαμεσολάβητη ανάμιξή τους στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, ένα φαινόμενο που προσδιόρισα ως «λαϊκή διπλωματία».

Στις διαδηλώσεις κατά της μνημονιακής πολιτικής, αντίθετα, οι μεμονωμένες συλλογικότητες που κινητοποιήθηκαν φάνηκε, ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό, να είναι πολύ λιγότερο ορατές. Δεν παρατηρήθηκε αυτό το πλήθος οργανώσεων και σωματείων που ήταν το σήμα κατατεθέν του Μακεδονικού.

Αν πράγματι ισχύει αυτή η εντύπωση, τότε έχουμε να κάνουμε με μια ακόμα απτή ένδειξη της υποχώρησης του συλλογικού έναντι του ιδιωτικού.

Διότι έχει διαπιστωθεί ευρέως ότι μεταξύ των συνεπειών που είχε η προοδευτική διάλυση του κοινωνικού ιστού και η αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων στις τελευταίες δεκαετίες, είναι φαινόμενα όπως η αυξανόμενη αποξένωση των πολιτών από τα κοινά και τη συλλογική οργάνωση, η μειούμενη διαπροσωπική εμπιστοσύνη και η επικράτηση εξατομικευμένων στρατηγικών επιβίωσης.
 
Κρ.Π.: Σχετικά με τα συμπεράσματα που μπορούν να υπάρχουν μέχρις στιγμής από το Μακεδονικό, τί θα μπορούσαμε να πούμε για το ρόλο της λαϊκής διπλωματίας στα εθνικά συμφέροντα;

 
Γ.Κ.: Με τον όρο αυτό δεν επιχειρώ παρά να περιγράψω σε αδρές γραμμές τη μορφή που προσέλαβε η συμμετοχή των Ελλήνων στην υπόθεση του Μακεδονικού μετά το 1991.

Το αν η λαϊκή διπλωματία ως φαινόμενο γενικώς αποβαίνει επικερδής ή επιζήμια εξαρτάται από τα αιτήματα που προβάλλονται και κυρίως από τον τρόπο με τον οποίον συγκροτήθηκαν.

Εάν, για παράδειγμα, αποτελούν προϊόντα μισαλλοδοξίας, χειραγώγησης της κοινής γνώμης ή ελλιπούς πληροφόρησης, τότε είναι εύλογο να υποτεθεί ότι τα συμφέροντα μιας χώρας δεν θα εξυπηρετηθούν ικανοποιητικά.

Εάν όμως αποτελούν προϊόντα μιας υπαρκτής αποδυνάμωσης κι απονομιμοποίησης της Πολιτείας σε περιόδους όπου απαιτείται ομόθυμη απόκριση απέναντι σε εξωτερικές προκλήσεις, όπως π.χ. με την Εθνική Αντίσταση κατά την περίοδο της κατοχής, τότε η αυτοφυής οργάνωση και η λαϊκή διπλωματία συνιστούν υγιή σημάδια προστασίας των εθνικών συμφερόντων από την ίδια την κοινωνία.

Γι’ αυτό λοιπόν τα αποτελέσματα της λαϊκής διπλωματίας πρέπει να εκτιμηθούν σε συνάρτηση και με άλλους παράγοντες.
 
Κρ.Π.: Τη στιγμή που πολλές αναλύσεις αναφέρονται στις κινητοποιήσεις του Μακεδονικού ως «υπερεθνικιστικές», εσείς επιλέγετε να μην εστιάσετε στο στοιχείο του έθνους.
 
Γ.Κ.: Πράγματι. Διότι σημασία έχει να διερευνηθούν κυρίως τα γενεσιουργά αίτια της υπόθεσης αυτής, και όχι τόσο η μορφολογία τους.

Όταν διαπιστώνεις ότι στις παλλαϊκές εκείνες κινητοποιήσεις συμμετείχαν πολίτες από όλους τους πολιτικούς χώρους, με ειλικρινή κίνητρα και ορμώμενοι από την πίστη ότι υποστήριζαν τα συμφέροντα της χώρας, τότε σου δίνεται η ευκαιρία να επικεντρωθείς σε πολύ πιο ουσιαστικά και γόνιμα ερωτήματα.

Έτσι θεώρησα ότι το βασικότερο ζήτημα που έπρεπε να τεθεί αφορά το γιατί το λαϊκό κίνημα για το όνομα της Μακεδονίας προάσπισε, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, θέσεις που ανέτρεπαν την επίσημη πολιτική των προηγούμενων δεκαετιών.

Γι’ αυτό ακριβώς αναζήτησα τους παράγοντες στην περίοδο που προηγήθηκε, με αφετηρία το 1962.

Να διευκρινίσω βέβαια ότι η προσέγγιση αυτή υιοθετήθηκε λόγω της ερμηνευτικής της χρηστικότητας και δεν αναιρεί την υποχρέωση να αναδειχθούν όλες εκείνες οι μορφές που αντιστάθηκαν στο κλίμα εθνικής έξαρσης μετά το 1991, συχνά με προσωπικό κόστος.

Σε αυτή τη διάσταση του ζητήματος, άλλωστε, αφιερώνω ένα μέρος του βιβλίου.

Εκείνο όμως που πιστεύω είναι ότι η μελέτη αυτής της υπόθεσης με άξονα τον «εθνικισμό» θα οδηγούσε σε μονοδιάστατα συμπεράσματα και σε μια λειψή κατανόηση της ιστορικής της εξέλιξης.

Κρ.Π.: Εξάλλου σημειώνετε ότι η έξαρση δεν είχε διάρκεια και ότι η άκρα δεξιά δεν επωφελήθηκε από τις κινητοποιήσεις.
 
Γ.Κ.: Είναι σαφές ότι η ακροδεξιά δεν ενισχύθηκε στην υψικάμινο του Μακεδονικού. Αλλά εδώ έχουμε κάτι άλλο, ακόμα πιο ενδιαφέρον:

Ένα από τα ερωτήματα που θέτουν οι μελετητές της μεταπολιτευτικής κοινωνίας είναι το πού διοχετεύθηκε όλη αυτή η δυναμική που τα πολιτικά κόμματα αδυνατούσαν να απορροφήσουν από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και ύστερα.

Η απάντηση ενδεχομένως να βρίσκεται και στις κινητοποιήσεις για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, και κυρίως στο Μακεδονικό.

Το ξεκίνημα της μεταψυχροπολεμικής περιόδου συμπίπτει με μια κρίση πολιτικής νομιμοποίησης στη χώρα που, κατά την εκτίμησή μου, έδωσε το έναυσμα για το αναβάπτισμα της ελληνικής κοινωνίας και την περαιτέρω αποστασιοποίηση των πολιτών από τα «κάθετα» δίκτυα ένταξης των κομμάτων.

Έτσι το Μακεδονικό λειτούργησε και ως μέσο για να ορθώσουν το ανάστημά τους οι φορείς μιας πιο χειραφετημένης δημόσιας σφαίρας.

Προσέφερε την κατάλληλη πλατφόρμα για τη δυναμική κινητοποίηση αυτής της ευρύτατης γκάμας φορέων που ανέφερα.

Μια πλατφόρμα στην οποία οι συλλογικότητες δεν διατράνωσαν μόνο την πεποίθησή τους για την ανάγκη να απαλειφθεί κάθε αναφορά του όρου Μακεδονία από το όνομα της γειτονικής χώρας, αλλά εξέλαβαν το αίτημα αυτό ως φύσει συνυφασμένο με την ανάδειξη των μεμονωμένων αιτημάτων. Στόχων εργασιακών, ιδεολογικών, πνευματικών, εκκλησιαστικών, εθνικών.

Οι βιομήχανοι, οι κληρικοί, η τοπική αυτοδιοίκηση, οι αρχαιολόγοι, οι συνδικαλιστές, οι δημοσιογράφοι μπορεί να ενώνονταν κάτω από την ίδια ομπρέλα για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, αλλά δεν έπαυαν να αποβλέπουν και σε δικούς τους απώτερους στόχους.

Μπορούμε να συζητήσουμε κατά πόσον το πράγμα αυτό είχε διάρκεια ή αν αποτέλεσε παρένθεση για τη μεταπολιτευτική κοινωνία, σε κάθε περίπτωση όμως η περίοδος 1991-1995 παρουσιάζει τεράστιο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον και προσφέρει γόνιμο έδαφος για μελέτη.

Αν και το πρωτεύον στοιχείο στις κινητοποιήσεις για το όνομα της Μακεδονίας υπήρξε το κοινωνικό, το στοιχείο του έθνους που αναφέρετε ασφαλώς λειτούργησε εξόχως συσπειρωτικά.

Και είχε και ακραίες εκδηλώσεις, βραχύβιες αλλά έντονες, τις οποίες επιχειρώ να αναλύσω.
 
Kρ.Π.: Μέσα από τη μελέτη σας για το Μακεδονικό είχατε την ευκαιρία να ασχοληθείτε και με τον εθνικισμό. Τι σημαίνει για σας αυτό το φαινόμενο;
 

Γ.Κ.: Είναι δελεαστικό να απαντήσει κανείς αυθόρμητα σε ένα τέτοιο ερώτημα, αλλά αυτό σημαίνει την εγκατάλειψη κάποιων διαφιλονικούμενων εννοιών σε ορισμένους που δεν σκέφτονται με όρους κοινότητας, αλλά με όρους «καθαρότητας». O πατριωτισμός είναι μια ήρεμη δύναμη. Ανεύρετη στο φως της ημέρας, φωλεύει ανεπίκλητη στις σκιές.

Όσοι επιχειρούν να συσχετίσουν τον πατριωτισμό με τη μισαλλοδοξία και τη βία, με την επιθετικότητα και τον αλυτρωτισμό, έχουν να διανύσουν μια πολύ μεγάλη απόσταση έως ότου κατακτήσουν την ήρεμη εκείνη δύναμη έμπρακτης αγάπης για την πατρίδα στην οποία οι κοινωνίες οφείλουν τη συνοχή και την πρόοδό τους στο διάβα της ιστορίας.

Ειδικά σήμερα καλό είναι να θυμόμαστε τον Άγγελο Τερζάκη που έγραψε ότι η πραγματική δύναμη του ανθρώπου εμφανίζεται αθόρυβη και σεμνή και φανερώνεται «στη μοναξιά και στον κατατρεγμό, όχι στην αγορά και στο θρίαμβο».-

image

Γεννημένος το 1981 στην Αθήνα, ο Γιώργος Καλπαδάκης ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο University College London και στο London School of Economics. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 2005 για να εκπονήσει τη διδακτορική διατριβή του στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σήμερα διδάσκει στα Τμήματα Νομικής και Πολιτικών Επιστημών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.