Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν θυμάται, ή δεν γνωρίζει την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Ήταν μια στυγνή δολοφονική ενέργεια ισλαμιστών φονταμενταλιστών. Ήταν η μεγαλύτερη τρομοκρατική επίθεση στη σύγχρονη ιστορία. Περισσότεροι από τρεις χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Κι όμως, λίγες ώρες μετά την επίθεση, το Reuters απέκλεισε από τα ρεπορτάζ του τη λέξη «τρομοκράτης».

Ads

Η διεύθυνση του βρετανικού πρακτορείου, σε οδηγία του προς τους συντάκτες, ανέφερε ότι «υποχρέωσή μας είναι να καλύπτουμε δημοσιογραφικά τα γεγονότα, αποφεύγοντας σε κάθε περίπτωση την χρήση όρων, που εξάπτουν το θυμικό. Εξαιρούνται μόνον οι περιπτώσεις που πρέπει να μεταφέρουμε κατά γράμμα δηλώσεις τρίτων προσώπων». Και ο τότε διευθυντής ειδήσεων του Reuters, Στέφεν Τζουκς, δήλωσε: «Προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε όλους με τον ίδιο τρόπο, παρότι αυτό που συνέβη είναι τραγικό, προκαλώντας τρόμο στον αμερικανικό λαό και στους λαούς σ΄ ολόκληρο τον κόσμο».

Όσο κι αν η θέση του Reuters «σηκώνει πολλή συζήτηση», κανείς, ούτε κυβερνητικοί αξιωματούχοι, Αμερικανοί ή Βρετανοί, ούτε οι Ενώσεις Συντακτών στις Ηνωμένες Πολιτείες ή αλλού, παρά τις αντιδράσεις αμερικανικών ΜΜΕ, κατηγόρησαν τη διεύθυνση του πρακτορείου ότι υπερασπίζεται τις αποτρόπαιες πράξεις του ισλαμικού φονταμενταλισμού.

Το παράδειγμα της Ιταλίας

Ο Νόαμ Τσόμσκυ, καθηγητής όπως είναι γνωστό στο ΜΙΤ, θεωρεί ότι τρομοκρατία είναι «η «οικονομική δύναμη των ισχυρών αυτού του κόσμου, που καταδικάζει εκατομμύρια ανθρώπων στη φτώχεια, την εξαθλίωση και το θάνατο» και ο ένοπλος αγώνας δεν είναι παρά «η τρομοκρατία των αδύνατων κατά των ισχυρών». Μια άποψη την οποία υιοθετούν αναλυτές, όταν αναφέρονται στην κρατική βία, την πρωτογενή βία της καθεστηκυίας τάξης, ενώ άλλοι δήθεν επαναστάτες τη διαστρεβλώνουν για να αιτιολογήσουν τις ειδεχθείς πράξεις τους.

Ads

Ακόμη κι αν ύστερα από δεκαετίες αντιπαραθέσεων μεταξύ κρατών, η διεθνής κοινότητα κατέληξε σε μια κοινή παραδοχή ως προς τον ορισμό της τρομοκρατίας, υπογραμμίζοντας ότι οι αγώνες των εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων για ανεξαρτησία δεν συνιστούν «τρομοκρατικές πράξεις», κανείς στις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμη και επί εποχής Μπους ή Τραμπ, δεν διανοήθηκε να κατηγορήσει τον Τσόμσκυ ως τρομοκράτη ή έστω ως πνευματικό πατέρα των τρομοκρατών.

Τη δεκαετία του ΄70, η Ιταλία είχε φτάσει αρκετές φορές στα όρια ενός εμφυλίου πολέμου. Οι γείτονες, στα «χρόνια του μολυβιού», πλήρωσαν όσο κανείς άλλος, τις συνέπειες της ένοπλης βίας των νεοφασιστών και των οργανώσεων της άκρας αριστεράς. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, την περίοδο 1969-1987 σημειώθηκαν συνολικά 14.591 βομβιστικές επιθέσεις και βίαιες πράξεις (απαγωγές και δολοφονίες) με 491 νεκρούς και 1.181 τραυματίες. Το 85% των επιθέσεων αυτών τελέστηκε από ομάδες της άκρας δεξιάς και παρότι οι κυβερνήσεις των χριστιανοδημοκρατών την εποχή εκείνη είχαν κηρύξει τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», αποκρύπτοντας, όπως θα αποδειχθεί αργότερα τη δράση του «βαθέως κράτους», λίγα χρόνια μετά οι πρώην τρομοκράτες άρχισαν να επιστρέφουν στην κανονικότητα. Λίγες ήταν οι εξαιρέσεις.

Ούτε οι πολιτικές δυνάμεις, ούτε η ιταλική κοινή γνώμη, τουλάχιστον το μεγαλύτερο τμήμα  της, από τη στιγμή που αποδόθηκε δικαιοσύνη, σκέφτηκαν ότι θα έπρεπε να εκδικηθούν τους δράστες.

Για τις ανάγκες ενός ντοκιμαντέρ, το 2005, γνώρισα και συνομίλησα με αρκετούς πρώην Ερυθροταξιαρχίτες. Ο Φραντσέσκο Πιτσιόνι, που συμμετείχε στην απαγωγή Μόρο, για αρκετά χρόνια τη μέρα εργαζόταν σε εφημερίδα ως οικονομικός συντάκτης και το βράδυ επέστρεφε στις φυλακές Ρεμπίμπια μέχρι που αποφυλακίστηκε δύο χρόνια αργότερα. Ένας άλλος ερυθροταξιαρχίτης διατηρούσε ένα εστιατόριο στις όχθες του Τίβερη. Μια άλλη έγινε δημοσιογράφος και μάλιστα διακρίθηκε. Ακόμη και για τους αποκαλούμενους «μη μετανοήσαντες» (irriducibili), αυτούς που δεν αποποιήθηκαν τον ένοπλο αγώνα και καταδικάστηκαν σε ισόβια, η ιταλική νομοθεσία προβλέπει τη δυνατότητα προσωρινής αποφυλάκισης.

Ο κίνδυνος ενός εθνικού διχασμού

Στην Ελλάδα, όμως, δεν συμβαίνει τίποτε από αυτά. Σκεφτείτε τι θα γινόταν στην χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία, εάν το Αθηναϊκό Πρακτορείο ή η ΕΡΤ υιοθετούσαν την οδηγία του Reuters για την τρομοκρατία. Τι θα γινόταν εάν κάποιος πολιτικός ή δημοσιογράφος τολμούσε να πει ό,τι ανέφερε ο Τσόμσκυ.

Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση του φαινομένου της τρομοκρατίας, οποιαδήποτε σύγκριση με την Ιταλία, μας κατατάσσει στην κατηγορία των τριτοκοσμικών χωρών, όπου οι μεν ηγέτες χρησιμοποιούν αυταρχικές μεθόδους (βλέπε το δόγμα «νόμος και τάξη») για να αντιμετωπίσουν τους πολιτικούς αντιπάλους τους, η δε κοινή γνώμη διχάζεται: στους χειροκροτητές και στους ανυπάκουους.

Ας μη γελιόμαστε. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εφαρμόζει τις ακραίες πολιτικές μιας δεξιάς του παρελθόντος, παρασύροντας στο επικίνδυνο παιχνίδι της την αξιωματική αντιπολίτευση. Εν μέσω πανδημίας, ένα ανύπαρκτο πολιτικό ζήτημα κινδυνεύει  να αναβιώσει εξαιτίας λανθασμένων χειρισμών στην αντιμετώπιση μιας απεργίας πείνας. Να δημιουργηθούν μιμητές της «17 Νοέμβρη», «επαναστάτες χωρίς αιτία», αλλά και χωρίς λόγο.

Η εγχώρια «ένοπλη πάλη», όπως την αποκαλούσαν, κάποιοι αυτόκλητοι δήθεν επαναστάτες τις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80, παρότι δεν είχε καμία σχέση ούτε με το μέγεθος, ούτε με την απήχηση του Ένοπλου Κόμματος στην Ιταλία, ταλαιπώρησε πράγματι την ελληνική κοινωνία. Όχι εξαιτίας του φόβου για μια τυφλή επίθεση, που χαρακτηρίζει κυρίως τις ακροδεξιές τρομοκρατικές ομάδες, αλλά γιατί η ίδια η κοινωνία μοιράστηκε τον θρήνο των οικογενειών αδικοχαμένων, όπως του Παύλου Μπακογιάννη ή του 20χρονου Θάνου Αξαρλιάν. Η «17 Νοέμβρη» ταλαιπώρησε την Ελλάδα όχι μόνο λόγω των πιέσεων που ασκούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά εξαιτίας των λανθασμένων χειρισμών της τότε κυβέρνησης Μητσοτάκη, (θυμηθείτε τον «αντιτρομοκρατικό νόμο»), που είχαν ως αποτέλεσμα να περιοριστεί η ελευθεροτυπία, να διωχθούν αθώοι πολίτες και να οδηγηθούν στη φυλακή δημοσιογράφοι.

Τρεις δεκαετίες αργότερα, αφού το κράτος έχει καταδικάσει τα μέλη της «17 Νοέμβρη», με βάση τον Κώδικα του κοινού Ποινικού Δικαίου για εγκλήματα, έρχεται σήμερα να αντιμετωπίσει ένα από αυτούς ως πολιτικό κρατούμενο. Διότι δεν εξηγείται διαφορετικά η φωτογραφική διάταξη, που εξαιρεί τους καταδικασθέντες για τρομοκρατία από τις άλλες κατηγορίες κρατουμένων.

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αντικρούει τους ισχυρισμούς ότι θέλει να εκδικηθεί ένα αμετανόητο τρομοκράτη, αλλά δεν κάνει τίποτε για να υπερασπιστεί το κράτος Δικαίου, όπως ανέφερα σε προηγούμενο άρθρο μου. Η δημοκρατία δεν πρέπει να εκδικείται ακόμη και εκείνους που την περιφρονούν, που δεν δείχνουν μεταμέλεια για τις πράξεις τους. Αυτό έπραξαν οι Χριστιανοδημοκράτες και οι επίγονοί τους στην Ιταλία, που ανήκουν στην ίδια πολιτική οικογένεια με τη Νέα Δημοκρατία. Στην χώρα μας, όμως, η συντηρητική παράταξη δεν πήρε μαθήματα από τους γείτονες, αλλά αντιμετώπισε ένα ήσσονος σημασίας και για την ίδια πρόβλημα με όρους κομματικού λογιστή.

Δεν πρόκειται βέβαια για μια αδυναμία της κυβέρνησης να κατανοήσει αυτό που και οι πρωτοετείς φοιτητές της Νομικής Σχολής γνωρίζουν, ότι δηλαδή από τη στιγμή που αποδόθηκε Δικαιοσύνη και ο καταδικασμένος σε ισόβια οδηγείται στις φυλακές, ο κρατούμενος έχει δικαιώματα. Είναι μια συνειδητή πολιτική επιλογή, που έχει στόχο να συσπειρώσει όχι μόνον τους ψηφοφόρους της (άκρας) δεξιάς, αλλά και εκείνους για τους οποίους το κράτος Δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι «ψιλά γράμματα». Ο Κουφοντίνας είναι ένας τρομοκράτης και ως τέτοιος ας πεθάνει.

Πόσοι είναι αυτοί; Το 60,5% τω ερωτηθέντων αξιολογεί θετικά τους χειρισμούς της κυβέρνησης, σύμφωνα με δημοσκόπηση της MRB, δηλαδή περισσότεροι από τους μισούς Έλληνες.

Αν κρίνω δε από τις αντιδράσεις τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν υπάρχει καμία επιχειρηματολογία. Απλώς αφορισμοί καφενείου. «Για τον Ρουπακιά θα έλεγες τα ίδια;» έγραψε κάποιος. Τη δεκαετία του ΄50 η Ελλάδα είχε χωριστεί στους νομιμόφρονες και στους ηττημένους του εμφυλίου. Τη δεκαετία του ΄80 στους «μπλε» και στους «πράσινους». Και τώρα όποιος τολμά να γράψει για τα δικαιώματα ενός κρατούμενου, που κάνει απεργία πείνας, χαρακτηρίζεται αυτομάτως Συριζαίος και «φιλο-τρομοκράτης». Δεν έχει σημασία τι γράφει και τι λέει κάποιος, εάν τα επιχειρήματά του είναι βάσιμα, αλλά αν αυτό που λέει στηρίζει ή όχι το κυρίαρχο κυβερνητικό αφήγημα.

Οι ανυπάκουοι του ΣΥΡΙΖΑ

Από την άλλη, η αξιωματική αντιπολίτευση κινδυνεύει να πέσει στην επικοινωνιακή παγίδα της κυβέρνησης και των ελεγχόμενων από αυτήν ΜΜΕ. Στην προπαγάνδα του δόγματος «νόμος και τάξη», που παραπέμπει σε άλλες εποχές, ο ΣΥΡΙΖΑ υπογράμμισε ότι υπερασπίζεται το κράτος Δικαίου. Ήταν αρκετό; Όχι. Διότι προβεβλημένα στελέχη του σε συνεντεύξεις εκ του πονηρού, απάντησαν, αναμοχλεύοντας θεωρίες του παρελθόντος, χωρίς να πάρουν εμφανώς τις αποστάσεις από συνθήματα του τύπου «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη».

Οι δηλώσεις Δρίτσα απηχούν την (παρωχημένη) άποψη που έχει ένα τμήμα της αριστεράς τη στιγμή που το ζητούμενο δεν είναι η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και η καταδίκη της, αλλά πώς θα βρεθεί τρόπος, είτε δια της νομικής οδού, είτε πολιτικά ώστε να αρθεί το αδιέξοδο. Η αστυνομοκρατία, η απροκάλυπτη βαρβαρότητα των ΜΑΤ και των ανδρών της ομάδας Δράση στους δρόμους της Αθήνας εύλογα εξοργίζει πολλούς, κυρίως όσους δέχονται αναίτια επιθέσεις και εκείνους που υπερασπίζονται τις πολιτικές ελευθερίες, οι καταγγελίες συσπειρώνουν τους ψηφοφόρους της παραδοσιακής αριστεράς, αλλά δεν αρκούν για να πείσουν ότι η κυβέρνηση φέρνει τον διχασμό.

Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα του 2021 είναι ένας διάλογος κουφών, συνέπεια της πόλωσης, που χαρακτηρίζει ένα πολιτικό σύστημα σε κρίση, μια κοινωνία σε τροχιά εσωστρέφειας, χωρίς όραμα και σχέδιο για το μέλλον.