Τις πρώτες μέρες της απεργίας πείνας του Δ. Κουφοντίνα, καταδικασμένου 11 φορές σε ισόβια και 25 χρόνια κάθειρξη για συμμετοχή σε 11 ανθρωποκτονίες, σε εκρήξεις, ληστείες και συμμετοχή στην «17 Νοέμβρη», μια χούφτα άνθρωποι και η δικηγόρος του καταδικασθέντος, Ιωάννα Κούρτοβικ, διαμαρτυρήθηκαν, διαδηλώνοντας στους δρόμους. «Είναι αντιεξουσιαστές», «είναι οι φίλοι του, οι συνήθεις ύποπτοι» είπαν κάποια Μέσα, ενώ τα περισσότερα αποσιώπησαν την είδηση της βίαιης καταστολής και των συλλήψεων από τα ΜΑΤ.

Ads

Οι εκκλήσεις

Λίγες μέρες αργότερα προστέθηκαν οι φωνές κάποιων οργανώσεων (Διεθνής Αμνηστία, ΕλΕΔΑ) και ολίγων στελεχών εκ του ΣΥΡΙΖΑ. «Είναι οι συνήθεις δικαιωματιστές» υποστήριξαν πάλι ορισμένα Μέσα, χρησιμοποιώντας ένα νεολογισμό για να απαξιώσουν τη δημόσια παρέμβαση όσων θεωρούν ότι η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από κυβερνήσεις αποτελεί την πεμπτουσία της Δημοκρατίας σε μια κοινωνία.

Μετά οι φωνές διαμαρτυρίας, οι παρεμβάσεις και οι εκκλήσεις άρχισαν να πληθαίνουν, να ακούγονται ολοένα και περισσότερο για το δίκαιο του αιτήματος του Κουφοντίνα. Ο Κώστας Γαβράς, ο Βασίλης Βασιλικός, πρώην απεργοί πείνας, όπως ο Πάνος Γρηγοριάδης, που ένιωσαν στο πετσί τους τι σημαίνει να χρησιμοποιείς το έσχατο όπλο, που έχεις για να διεκδικήσεις το αυτονόητο από την πολιτεία, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, ακαδημαϊκοί δάσκαλοι, γιατροί, δικηγόροι, τα κόμματα της αντιπολίτευσης και εσχάτως στελέχη του κυβερνώντος κόμματος (Α. Σπηλιωτόπουλος, Κ. Τζαβάρας) ζήτησαν από την κυβέρνηση να σεβαστεί το κράτος Δικαίου. Χιλιάδες ήταν και οι παρεμβάσεις απλών πολιτών προς την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, εκ της θέσεώς της θεματοφύλακα των αξιών στην Ελλάδα που γέννησε τη δημοκρατία.

Ads

Κι όμως, η απάντηση του πρώτου πολίτη της χώρας και του πρωθυπουργού ήταν μια εκκωφαντική σιωπή. Μια σιωπή που τρομάζει. Μια σιωπή που ανοίγει διάπλατα το δρόμο στην ανοχή και τη συνέργεια σ΄ ένα νέο έγκλημα σε βάρος του κράτους Δικαίου. Το ανέφερε ξεκάθαρα ο Σπύρος Δημητριάδης, πρώην σύζυγος της αδελφής του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Ντόρας Μπακογιάννη, Κατερίνας, αλλά και πατέρας του διευθυντή του πρωθυπουργικού γραφείου, Γρηγόρη Δημητριάδη: «Σήκωσα την σορό του Μπακογιάννη στους ώμους. Πόνεσα. Αλλά συνεργός σε φόνο Κε Μητσοτάκη ΔΕΝ θα γίνω. Έστω και τώρα κάντε κάτι».   

«Ο Κουφοντίνας είναι τρομοκράτης. Είναι άξιος της μοίρας του. Ας πεθάνει το σκυλί» μουρμούρισε φοβισμένη μια μερίδα της κοινής γνώμης, που δεν αντιλαμβάνεται τον πυρήνα των εκκλήσεων για να παρέμβει ο κ. Μητσοτάκης. Είναι αυτοί οι άνθρωποι, που βλέπουν στο δόγμα «νόμος και τάξη» την επίλυση όλων των προβλημάτων τους, όπως θυμάμαι ότι έλεγαν και όταν το πουλί της 21ης Απριλίου κυριαρχούσε στη δημόσια σφαίρα.

Για όλους αυτούς, όμως, που άσκησαν πιέσεις, από την άκρα αριστερά έως τη δεξιά ένα πράγμα είναι σαφές:  Η δημοκρατία δεν πρέπει να εκδικείται ακόμη και εκείνους που την περιφρονούν, που δεν δείχνουν μεταμέλεια για τις πράξεις τους.

Η στάση ενός κρατούμενου, που κάνει απεργία πείνας για να διεκδικήσει την ίση μεταχείρισή του από το σωφρονιστικό σύστημα, δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνδέεται με τις πράξεις για τις οποίες έχει ήδη καταδικαστεί. Ακόμη κι αν αυτές είναι ειδεχθείς, ακόμη κι αν η θύμησή τους φέρνει πόνο στις ψυχές των συγγενών όσων έχουν χαθεί και αναμοχλεύει πάθη στη συλλογική μνήμη.
Η δημοκρατία πρέπει να σέβεται το κράτος Δικαίου… Η Δημοκρατία δεν συγκρίνει το αξιακό της σύστημα με κανενός άλλου, διότι τότε αυτοκαταργείται. Διότι ο σεβασμός και η προστασία της ανθρώπινης αξίας είναι πρωταρχική υποχρέωσή της.

Οι ευθύνες της κυβέρνησης

Τώρα πλέον ο Δημήτρης Κουφοντίνας κινδυνεύει να γίνει ο πρώτος πολιτικός κρατούμενος, που θα χάσει τη ζωή του μετά από μια απεργία πείνας. Ο πρώτος μετά το 1981, όταν την εποχή της Θάτσερ ο Μπόμπι Σαντς του IRA έχασε τη ζωή του μετά από 66 μέρες απεργίας πείνας. «Ήταν καταδικασμένος εγκληματίας. Επέλεξε να τερματίσει τη ζωή του» είχε δηλώσει τότε η «Σιδηρά Κυρία». Το ίδιο λέει τώρα με τον τρόπο του, αλλά με περισσή σαφήνεια, ο έλληνας πρωθυπουργός.

Το ερώτημα, όμως, παραμένει μετέωρο: ο Κουφοντίνας επέλεξε, ή εξαναγκάστηκε σε απεργία πείνας; Διότι όταν η συντηρητική παράταξη ψηφίζει  μια φωτογραφική διάταξη, που εξαιρεί τον καταδικασθέντα σε τρομοκρατικές πράξεις από τους σκοπούς του σωφρονισμού, που ισχύουν για όλους τους άλλους κρατούμενους, όταν του στερεί το δικαίωμα να μεταχθεί σε αγροτικές φυλακές και τον μεταφέρει κάπου μακριά από την οικογένειά του, όταν το αρμόδιο υπουργείο βρίσκει διάφορες προφάσεις (πανδημία, γραφειοκρατία) για να μην εξετάσει καν τα αιτήματα του κρατούμενου, τότε η απεργία πείνας είναι η μοναδική διέξοδος.

Και το επόμενο ερώτημα είναι: γιατί ο Μητσοτάκης κρατά αυτήν την άκαμπτη στάση, αρνούμενος πεισματικά να ικανοποιήσει το δίκαιο, όπως υπογραμμίζουν νομομαθείς, αίτημα του Δ. Κουφοντίνα; Είναι απλά η εκδίκηση μιας οικογένειας, που θρήνησε ένα νεκρό, τον Παύλο Μπακογιάννη, από την «17 Νοέμβρη»; Ή μήπως η στάση του πρωθυπουργού εντάσσεται στο δόγμα του «νόμος και τάξη»; Γιατί ψευδώς ισχυρίζεται το γραφείο του πρωθυπουργού ότι ο Δ. Κουφοντίνας ζητά να επιλέξει εκείνος τη φυλακή, όπου θα κρατείται; 

Αν κρίνουμε από την άνευ υπογραφών ανακοίνωση των συγγενών των θυμάτων της τρομοκρατίας, που μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο, το οποίο ελέγχεται απευθείας από το πολιτικό γραφείο του πρωθυπουργού, κατά παράβαση του Συντάγματος, σύμφωνα με το Ε΄ Τμήμα του ΣτΕ,  τότε το προσωπικό ζήτημα αναμφισβήτητα έχει επηρεάσει τη στάση του πρωθυπουργού. Σε ποιο βαθμό παραμένει άγνωστο. Το βέβαιο, όμως, είναι ότι οι ικανότητες ενός ηγέτη φαίνονται στα δύσκολα, όταν πρέπει να κάνει υπερβάσεις για το δημόσιο συμφέρον, που έχουν πολιτικό και ενίοτε προσωπικό κόστος. Διότι από την άλλη πλευρά, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, το 1996, είχε εκφράσει τις αντιρρήσεις του στην εξαίρεση των πρωταίτιων της χούντας από την αποφυλάκιση, με αφορμή τη συζήτηση στη Βουλή του νομοσχεδίου για την αναθεώρηση του σωφρονιστικού συστήματος.

«Πρέπει να αντιμετωπιστούν με επιείκεια, κύριε Υπουργέ. Διότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η δημοκρατία μας δεν κινδυνεύει (από τους χουντικούς), όπως επίσης δεν υπάρχει η αμφιβολία ότι η δημοκρατία είναι μεγαλόψυχη και η δημοκρατία συγχωρεί» είχε αναφέρει, απευθυνόμενος στον Ευάγγελο Βενιζέλο.

Είκοσι πέντε χρόνια πριν ο Μητσοτάκης ο πρεσβύτερος είχε μια άποψη που συνάδει με το σύγχρονο πολιτικό προφίλ, που θέλει να παρουσιάσει σήμερα ο γιός  του. Ο φιλελευθερισμός, ωστόσο, του Μητσοτάκη του νεότερου, η συλλογική πεποίθηση ότι δεν κινδυνεύουμε ούτε από την ένοπλη βία της «17 Νοέμβρη» και πολύ περισσότερο η υπεράσπιση των αρχών που χαρακτηρίζουν ένα κράτος Δικαίου υποχωρούν ραγδαία μπρος στο δόγμα που ο ίδιος ο νυν πρωθυπουργός έχει εξαγγείλει για να επιβληθεί «ο νόμος και η τάξη».

Οι πολίτες πλέον, ανεξάρτητα από κομματικές τοποθετήσεις, το διαπιστώνουν πλέον στην καθημερινότητά τους, στην περιστολή των ατομικών τους ελευθεριών και των πολιτικών τους δικαιωμάτων Στη λογική του «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», χωρίς δηλαδή να επιδιώκεται από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία η ελάχιστη συναίνεση από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ψηφίζονται νομοσχέδια στη Βουλή. Η ίδια λογική κυριαρχεί στους δρόμους με τα ΜΑΤ να ξυλοκοπούν όποιον τολμά να εκφράσει δημόσια την διαφωνία του, αλλά και στα ελεγχόμενα από την κυβέρνηση ΜΜΕ, όπου εκφοβίζεται ή απολύεται όποιος τολμήσει να εκφράσει μια διαφορετική άποψη.

Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, ο (επικείμενος) θάνατος του Δ. Κουφοντίνα θα σηματοδοτήσει μια αλλαγή στο πεδίο της πολιτικής στην χώρα μας, που υπερβαίνει την ίδια την αιτία που θα τον έχει προκαλέσει. Η χώρα θα επιστρέψει στην εμφυλιοπολεμική περίοδο και η δημοκρατία θα φέρει ένα βαθύ τραύμα. Όχι γιατί θα βγουν λίγοι, ή πολλοί για να διαδηλώσουν πάλι εναντίον της κυβέρνησης για τον θάνατο ενός κρατούμενου απεργού πείνας, όχι γιατί θα δούμε να πολλαπλασιάζονται οι επιθέσεις και οι εμπρησμοί σε αστυνομικά τμήματα και σε δημόσια κτίρια, και συνεπώς θα αυξηθούν τα περιστατικά της «τρομοκρατίας χαμηλής έντασης», αλλά για κάτι σημαντικότερο.

Οι πολίτες θα διχαστούν ανάμεσα σ΄ αυτούς, που υποστηρίζουν το δόγμα «νόμος και τάξη» ως απόρροια μιας διαδικασίας συντηρητικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας και ενός πολιτικού λόγου, που «χαϊδεύει τα αυτιά τους», και σε εκείνους, που θα διεκδικούν τις αξίες και τις κατακτήσεις ενός κράτους Δικαίου. Η οπισθοδρόμηση είναι εμφανής και την ευθύνη την έχει αποκλειστικά ο πρωθυπουργός της χώρας.