Δεν μ’ αρέσουν οι έγχρωμες φωτογραφίες Γιόμχα! Ποτέ δεν μου άρεσαν. Δίνουν πολλές πληροφορίες. Περιττές!

Ads

Μόνο οι σκιές απ’ το φως φτάνουν. Όλα τα καταλαβαίνεις.

Κοίτα αυτή! Τι βλέπεις;

Πόνο, δυστυχία, απόγνωση…

Δεν αρκούν οι γκρίζες αποχρώσεις για να καταλάβεις;

Ζωές ρημάδια. Παντού ερείπια. Σπασμένες ταφόπλακες. Μέχρι τα κόκκαλα των νεκρών ξέθαψαν τότε, οι αλήτες!

Ads

Δες εδώ! Χειμώνας του 42 ήτανε. Βαρύς χειμώνας. Κρύο πολύ. Το αγαπούσε η Χίλντα το χιόνι. Και τα παιδιά το αγαπούσαν. Να, αυτός εδώ είναι ο Γιόζεφ, 10 χρονών ήταν τότε. Και το μικρό μας, με την κορδέλα στα μαλλιά, η Ραχήλ. Τριών. Στην αυλή μας είναι. Της άρεσε της Χίλντα να τη φωτογραφίζω στην αυλή.

Δεν είναι όμορφη η γυναίκα μου, Γιόμχα;

Πρόσεχε! Δεν έχω άλλη φωτογραφία τους. Μόνο αυτή.

Εκείνο το βράδυ, άντρες των Ες Ες εισέβαλλαν στο σπίτι μας. Έδωσαν μια στην πόρτα και τη γκρέμισαν. Με προτεταμένα τα όπλα, βρίζοντας και χτυπώντας μας, μας οδήγησαν μες τη νύχτα στην αίθουσα ενός κινηματογράφου.

Όχι! Δεν θα βλέπαμε κάποια ταινία. Εμείς ήμασταν οι πρωταγωνιστές. Θα γυρνούσαμε τη δική μας ταινία. Την πιο φρικιαστική ταινία του αιώνα.

Λίγες ώρες αργότερα, μας στοίβαξαν σε βαγόνια που μετέφεραν ζώα. Όλοι όρθιοι για να χωράμε. Ούτε φαΐ, ούτε τίποτα. Μόνο μια κούπα νερό. Και τις ανάγκες μας εκεί μέσα τις κάναμε. Σ’ ένα βαρέλι. Ξεκινήσαμε το ταξίδι… Τελικός προορισμός; Ο θάνατος!

Νύχτα φτάσαμε στο Άουσβιτς. Όλα τα τρένα νύχτα έφταναν.

Όμως ούτε το σκοτάδι, μπορούσε να κρύψει τη φρίκη.

Οι ράγες, μας οδήγησαν κατευθείαν μέσα στο κολαστήριο του Μπίρκεναου.

Βρώμα και δυσοσμία, αναδυόταν από παντού.

Όπου κι αν κοιτούσες, έβλεπες πύργους κατόπτευσης, φυλάκια των Ες Ες και παρατηρητήρια.

Κι ένας ατελείωτος φράχτης, με αγκαθωτά ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα, περικύκλωνε το χώρο.

Καμία επαφή με τον έξω κόσμο.

Εκείνο το βράδυ, Φεβρουάριος μήνας ήτανε, ήταν η τελευταία φορά που είδα τη Χίλντα και τα παιδιά μου.

Στρατιώτες των Ες Ες άνοιξαν τη συρόμενη πόρτα του βαγονιού και μας κατέβασαν από το τρένο κλωτσώντας.

Μας χώρισαν. Αλλού οι άντρες, αλλού τα γυναικόπαιδα.

«Γιόζεφ! Να είστε περήφανοι!»

« Ραχήλ! Σας αγαπώ!»

Ήταν το μόνο που πρόλαβα να τους πω. Ένας στρατιώτης μου ‘δωσε μια με το όπλο στο στόμα και με μάτωσε.

Κατάλαβα πως έπρεπε να το βουλώσω.

Ήταν κι ένας γιατρός εκεί. Έμαθα αργότερα, τον έλεγαν Μέγκελε. Αυτός έκανε τη διαλογή.

Όσους ήταν γέροι, αδύναμοι, άρρωστοι τους έστειλαν κατευθείαν στα κρεματόρια. Ξέρεις τι είναι τα κρεματόρια Γιόμχα; Τους υπόλοιπους μας πήγαν στα στρατόπεδα. Κάποιους, έμαθα μετά, τους έκαναν πειραματόζωα.

Τότε ήταν που απέκτησα και το πρώτο και μοναδικό μου τατουάζ. Το τατουάζ της κόλασης, έτσι το λέω. Με μια πένα μου τρυπούσαν το δέρμα και με μια άλλη έχυναν από πάνω το μελάνι. Να εδώ, στο χέρι. 128239. Βλέπεις;

Ξεθώριασε λίγο, αλλά ακόμη διακρίνεις τα ψηφία.

Έκλαψα τότε. Ναι σου λέω. Έκλαψα. Όχι από πόνο! Αλλά γιατί κατάλαβα πως από εκείνη τη στιγμή έπαψα να είμαι άνθρωπος. Δεν ήμουν πια ο Ραούλ Μέλζερ. Ήμουν απλά ένας αριθμός. 128239.

Όλοι οι αιχμάλωτοι, είχαμε διακριτικά σήματα αναγνώρισης. Ανεστραμμένα τρίγωνα από ύφασμα. Τα ράβαμε πάνω στις ραβδωτές στολές μας. Μαύρα, κόκκινα, πράσινα, ροζ . Εμείς είχαμε δυο τρίγωνα. Έμπλεκε το ένα μέσα στο άλλο κι έφτιαχνε, ξέρεις, το άστρο.

Τα κρεματόρια ήταν πολλά.

Σαν μεγάλα εργοστάσια με μεγάλες καμινάδες για τη μεγάλη παραγωγή. Του θανάτου.

Οι καμινάδες φωτίζονταν το βράδυ από μια κόκκινη φλόγα που έκανε τον ουρανό να μοιάζει ματωμένος. Τη μέρα ο μαύρος τους καπνός σκοτείνιαζε τα πάντα. Ήταν οι ψυχές Γιόμχα. Όλων αυτών των αθώων ανθρώπων που ανέβαιναν ψηλά. Να φτάσουν στο Θεό.

Νιφάδες στάχτης έπεφταν σαν μαύρο χιόνι. Άνοιγα τα χέρια μου και γέμιζαν οι χούφτες από τη στάχτη των νεκρών.

Αρχικά δεν γνώριζα για τα κρεματόρια. Μυρίζαμε, θυμάμαι, στις παράγκες την τσίκνα, και νομίζαμε πως οι Γερμανοί έψηναν, έτρωγαν και το γλεντούσαν.

Ήταν ένας, αξιωματικός τους, ένα κτήνος. Ένα τέρας σου λέω, μόνιμα μεθυσμένος. Μ ́ ένα μουστάκι στραβό που το έσιαζε συνέχεια και κάτι δόντια που πεταγόντουσαν μπροστά σαν πρόκες. Περιφερόταν στο στρατόπεδο και σκότωνε όποιον έπεφτε στο δρόμο του. Έναν γιατί τάχα τεμπέλιαζε, τον άλλον γιατί τόλμησε να σηκώσει το βλέμμα του,κάποιον γιατί είχε την ατυχία και σκόνταψε. Μια φορά, σκότωσε έναν γιατί το παλτό του ήταν μακρύ. 

«Δεν υπάρχει έξοδος από εδώ ρε» μας φώναζε. «Η μόνη σας έξοδος από δω, θα ναι αυτή μέσω της καμινάδας του κρεματορίου». Το γέλιο του μου τρυπούσε τα τύμπανα. Τον σιχαινόμουν! Σκεφτόμουν διάφορα. Τον φανταζόμουν γυμνό, να τον σέρνω απ’ τα πόδια σ’ όλο το στρατόπεδο. Κι ύστερα να αφήνω τα σκυλιά να τον κατασπαράζουν. Να ξεσκίζουν τις σάρκες του. Άλλες φορές τον ήθελα κρεμασμένο στο στύλο με τα ηλεκτροφόρα καλώδια.

Μίσος! Μόνο μίσος ένιωθα. Ήθελα να ζήσω Γιόμχα, μόνο και μόνο για να εκδικηθώ.

Όταν έμαθαν πως ήμουν φωτογράφος, με ξεχώρισαν απ’ τους άλλους.

Μ’ έβαλαν να φωτογραφίζω τους νεοεισερχόμενους. Για κάθε έναν έφτιαχνα ένα τρίπτυχο. Για δες! Προφίλ, ανφάς, και μια φωτογραφία με καπέλο.

Κατά τη διαδικασία της πρώτης διαλογής, έπρεπε να φωτογραφίζω τους στρατιώτες. Είχαν εντολή, να δείχνουν ευγενικοί. Να παρουσιάζουν ένα ψεύτικο κλίμα χαρούμενης υποδοχής που υποσχόταν προσφορά εργασίας για μια καλύτερη ζωή, επαληθεύοντας έτσι το μήνυμα «Η εργασία είναι ελευθερία».

Ήθελαν λέει, άκου ειρωνεία, να απαθανατίζω τα ανδραγαθήματα τους. Για να μείνει το έργο τους στην αιωνιότητα.

Ακούς; Δε μιλάς, ε; Τι να πεις κι εσύ…

Έτσι γνώρισα τη φρίκη του στρατοπέδου με κάθε λεπτομέρεια.

Έγινα ο φωτογράφος της κόλασης.

Μήνες μετά με πήγαν στις ειδικές μονάδες εργασίας. Zonder Commando τους έλεγαν.

Ως σκλάβος των Ες Ες, οδηγούσα τους μελλοθάνατους σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο. Εκεί γδύνονταν. Τα παπούτσια, τα χρυσά δόντια και τις πλεξούδες των γυναικών τα συγκεντρώναμε σε σάκους. Τα μαλλιά τα πουλούσαν σε εργοστάσια για να φτιάξουν υφάσματα. Τίποτα δεν άφηναν να πάει χαμένο οι Γερμανοί.

Στη συνέχεια, τους συνοδεύαμε στους θαλάμους. Έμοιαζαν με μεγάλα μπάνια, όμως από τις ντουζιέρες αντί για νερό απελευθερωνόταν τοξικό αέριο.

Ο νεκρικός θάλαμος κλείδωνε και σε 20 λεπτά το μαρτύριο τέλειωνε.

Οι πόρτες και οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν κατακόκκινοι. Ξέρεις γιατί; Απ ́τα αίματα. Έγδερναν με τα χέρια τους τους τοίχους. Προσπαθούσαν απεγνωσμένα να βρουν διέξοδο για ν’ αναπνεύσουν.

Τα πτώματα στοιβάζονταν το ένα πάνω στ’ άλλο. Στην κορυφή πάντα βρίσκαμε μωρά. Κι απορούσαμε. Τα πετούσαν οι μανάδες τους, ελπίζοντας πως εκεί πάνω, θα υπήρχε περισσότερο οξυγόνο και θα μπορούσαν να ζήσουν. Φορτώναμε τους νεκρούς σε καρότσια και τους μεταφέραμε στα κρεματόρια. Βάζαμε πάντα δυο άντρες και μια γυναίκα. Ήξερες ότι καίγονται γρηγορότερα όταν υπάρχει γυναίκα;

Καμιά φορά, βρίσκαμε νεκροκεφαλές ή οστά χεριών. Αυτά, ξέρεις! Δεν αποτεφρώνονται εύκολα. Και τα θρυμματίζαμε.

Δεν έπρεπε να υπάρχουν ίχνη.

Τη στάχτη την αδειάζαμε στο γειτονικό ποτάμι ή τη χρησιμοποιούσαμε για λίπασμα.

Το καλοκαίρι του ‘44 ξεκίνησε σταδιακά η εκκένωση του στρατοπέδου. Όσους αδυνατούσαν να προχωρήσουν τους εκτελούνταν εν ψυχρώ. Χιλιάδες αιχμάλωτοι πέθαναν στο δρόμο από την πείνα ή το κρύο.

Πτώματα κείτονταν παντού. Η εκκένωση μετατράπηκε σε πορεία θανάτου.

Ξέρεις πόσα κιλά ήμουν τότε Γιόμχα; Τριάντα! Κι όμως επέζησα.

Ζωντανός νεκρός. Μετέωρος στο πουθενά.

Ξεριζωμένος, χωρίς πατρίδα και δίχως οικογένεια.

Έφτασα εδώ, στη Χάιφα.

Μόνος, σ’ ένα άδειο δωμάτιο, να μιλώ με τις σκιές.

Τα βράδια ξυπνώ απ’ τους εφιάλτες.

Είναι φορές πάλι, που δεν κοιμάμαι καθόλου από τις τύψεις.

Νιώθω ένοχος.

Μήπως δεν αντιστάθηκα όσο θα ‘πρεπε, Γιόμχα;

Ντρέπομαι!

Γιατί εγώ να είμαι ζωντανός;

Το αίμα της γυναίκας μου στέγνωσε στους τοίχους των θαλάμων του Μπίρκεναου. Η στάχτη των παιδιών μου, σκόρπισε στα νερά του ποταμού. Και τ’ αστέρια στις ραβδωτές μπλούζες των αδερφών μου, φωτίζουν τη νύχτα τον ουρανό.

Ουρλιάζω μέσα μου! Μα η φωνή μου δεν μπορεί ν’ ακουστεί.

Ευτυχώς που έχω εσένα Γιόμχα. Ακούω τα βράδια την ανάσα σου, κάθε φορά που ξαναπεθαίνω.

Ποιος ευθύνεται; Πες μου!

Ποιος πρέπει να λογοδοτήσει;

Τιμωρήθηκαν άραγε οι φταίχτες; Θα πληρώσουν ποτέ;

Έλα έξω Γιόμχα! Εδώ! Στην αγκαλιά μου.

Κοίτα εκεί!

Ας βγάλουμε μια φωτογραφία, Γιόμχα. Ασπρόμαυρη!