Αυτό μου με θυμώνει πάνω από όλα, αυτό που με πληγώνει πάνω από όλα, είναι ότι όπου και να στρέψεις το βλέμμα στη σημερινή Ελλάδα, βλέπεις ανθρώπους σκυθρωπούς και κατσουφιασμένους. Ανθρώπους που πια δεν γελάνε, που πια δεν χαίρονται τη ζωή, που πια δεν ονειρεύονται. Και όσο και να λέμε μεταξύ μας ότι εμας ως φυλή, ως ψυχοσύνθεση, δεν μπορεί τίποτα να μας καταθλίψει μέχρις απελπισίας γιατί έχουμε τον ήλιο και τη θάλασσα και τους καλούς φίλους, ότι και με τα λίγα είμαστε καλά και θα τα καταφέρουμε – αυτόν τον γνωστό μύθο που αναπαράγεται συνεχώς σαν διαφημιστικό μπύρας – η αλήθεια πόρω απέχει από την εικόνα αυτή.

Ads

Οι άνθρωποι γύρω μου έχουν πάψει να είναι χαρούμενοι. Έχουν πάψει να χαίρονται με τα μικρά καθημερινά πράγματα που μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν ικανά να τους κάνουν να ξεχαστούν, έστω κι αν τα έφερναν δύσκολα, έστω κι αν ήταν φτωχοί. Γιατί δεν είναι μόνο η φτώχεια και η εξαθλίωση στην οποία μας έχουν φέρει κυβερνήσεις διεφθαρμένες που υπηρετούσαν, και υπηρετούν ακόμα, συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα. Δεν είναι μόνο οι φόροι, ο ΕΝΦΙΑ, τα κόκκινα δάνεια, οι μειωμένες συντάξεις και οι ανύπαρκτοι μισθοί.

Είναι πάνω από όλα ότι όσο περνάει ο καιρός και μπάινουμε όλο και βαθύτερα στο τέλμα αυτής της κοινωνικής κρίσης, τόσο χάνεται η ελπίδα. Όσο πιο πολλά ψέμματα και βλακώδεις υποσχέσεις εξαπολύονται από παντού πρός τον κόσμάκη που περιμένει με αγωνία να δει τι θα του ξημερώσει, τόσο μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ των εχόντων την εξουσία – με την ευρεία έννοια του όρου τόσο πολιτική όσο και οικονομική – και των υπολοίπων. Κι όσο χάνεται η ελπίδα, όσο τα όνειρα συρρικνώνονται, όσο αυξάνεται η πραγματική ανεργία και οι νέοι – οι μορφωμένοι και φερέλπιδες νέοι, το μέλλον αυτού του τόπου – μένουν άπραγοι και απογοητευμένοι, τόσο τα χαμόγελα σβήνουν.

Στα μάτια των ανθρώπων υπάρχει ένας μόνιμος πόνος, μια μόνιμη αγωνία, μια ανησυχία και, βέβαια, ένας βαθύς θυμός. Θυμός γιατι ζητήθηκε στους άδολους να «τιμωρηθούν» για τους δόλιους, στους αδύναμους και ανίσχυρους να «πληρώσουν» για τους έχοντες δύναμη, στους οικονομικά ασθενείς να στηρίξουν τους οικονομικά ισχυρούς, στα θύματα να στοχοποιηθούν από τους θύτες…. Πως μπορεί πια κανείς να κάνει σχέδια, να ονειρεύεται για το μέλλον, να μην έχει αγωνία επιβίωσης για τον ίδιο ή για τα παιδιά του; Τα απλά και καθημερινά πράγματα – δουλειά, παιδεία, περίθαλψη, αναψυχή – τα δεδομένα για μια αξιοπρεπή διαβίωση, ώστε να είναι η ζωή κάτι – έστω και λίγο – παραπάνω από σκληρή επιβίωση δεν είναι πια ούτε δεδομένα ούτε καν εφικτά. Ξέρει ο καθένας στο πετσί του ότι όλα τα περί εξόδου από την κρίση και από τα μνημόνια είναι μπούρδες γιατί εκείνον δεν τον έχει αγγίξει καμμία ανάπτυξη, καμμία πρόοδος, καμμία αισιοδοξία. Αντίθετα νιώθει ότι τον κοροϊδεύουν ασύστολα και αυτό τον καταθλίβει ακόμα περισσότερο. Τον καταθλίβει ότι έχει χρειαστεί να σκύψει το κεφάλι, ότι η κυβέρνηση του τον ξεπουλάει καθημερινά και ανερυθρίαστα, ότι περιφρονεί τις θυσίες του και τις αγωνίες του ενώ διακηρύσσει το αντίθετο και έχει παρατάξει όλη την κακόγουστη αυτή καρικατούρα υπουργικού συμβουλίου να τον εκφοβίζει και να του δίνει μαθήματα ήθους και συμπεριφοράς.

Ads

Η κοινωνία νοσεί γιατί έχει ανάγκη από δικαιοσύνη και κάθαρση. Μεγαλώνει επικίνδυνα το χάσμα μεταξύ των ολίγων που κερδοσκόπησαν και κερδοσκοπούν ακόμα σε βάρος ενός ολόκληρου λαού, αυτών που δεν τους άγγιξε ούτε η κρίση ούτε η λιτότητα ούτε τίποτα, και όλων των υπολοίπων. Των υπολοίπων που γυρνάνε σπίτι στα παιδιά τους και προσπαθούν να κρύψουν την αγωνία και τη στεναχώρια τους, να κρατήσουν ζωντανή μια ψευδαίσθηση – μια επίφαση – κανονικότητας. Σαν εκείνη την ταινία του Τορνατόρε όπου ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννη αφού γυρίσει όλη την Ιταλία για να επισκεφτεί τα ενήλικα παιδιά του με τα χιλιάδες ενήλικα προβλήματά τους και τις ενήλικες δυστυχίες τους επιστρέφει στον τάφο της γυναίκας του και της λέει «Μην ανησυχείς, είναι όλοι τους καλά…».