Έχουμε σημειώσει και παλαιότερα πως η νέα τεχνολογία σε συνδυασμό με το υψηλό μορφωτικό επίπεδο και την επακόλουθη ανάγκη καλλιτεχνικής έκφρασης, έδωσαν την ευκαιρία σε πολλούς νέους να στραφούν στην ποίηση. Και αυτό είναι καλό, αφού πλαταίνει το ποτάμι που αναζητά φως στην ποιητική διέξοδο.

Ads

Η ποίηση ανοίγεται περισσότερο στην κοινωνία, εγκαταλείπει τον εσωστρεφή περιτοιχισμό του παρελθόντος και εμπλουτίζεται με νέες οπτικές και γλωσσικές ποικιλίες στιχουργικής έκφρασης, ενώ δίνεται η ευκαιρία για πειραματισμούς και καινοτομίες (άλλωστε είναι γνωστή η θέση μας υπέρ των γλωσσικών ή μορφικών πειραματισμών).
Με μία τέτοια συλλογιστική κριτική πορεία η συλλογή της πρωτοεμφανιζόμενης Καλλιόπης Πασιά, «πού πάει το λευκό όταν το χιόνι λιώνει;» (libron, 2016), δεν περνά απαρατήρητη, αλλά προσελκύει την προσοχή από την πρώτη της ακόμα συλλογή. Πρόκειται για ποίηση βαθιά ανθρωποκεντρική, με όλη την τραγικότητα των προσωπικών αγωνιών και ατομικών προβληματισμών, διαπνεόμενη από μία ουσιαστική στροφή προς τον άνθρωπο και την κοινωνία.

Αν και μιλάμε για ποίηση εσωτερική, εντούτοις είναι στην πραγματικότητα εξωστρεφής. Οι έμμεσοι διάλογοι με τη θεατρικότητα του β’ ενικού γραμματικού προσώπου και τον διάλογο που ανοίγει με τον αναγνώστη θεμελιώνουν τούτη την κοινωνικότητα. Κι αυτή ακριβώς η επικοινωνία της ποιήτριας με τον αναγνώστη είναι που καθιστά την ποίησή της εξωστρεφή. Εξάλλου, η Πασιά μέσα από την πρωτοενική εξομολόγηση υπαρξιακών αγωνιών απευθύνεται προς το συλλογικό υποκείμενο.

image

Ads

Η μετατόπιση του ποιητικού κέντρου – ειδικά στις μεγάλες συνθέσεις – σε διαφορετικά θέματα, διατηρεί έναν κοινωνικό χαρακτήρα, χωρίς όμως να μπορεί να χαρακτηριστεί η ποίησή της κοινωνική· και θα ήταν λάθος να χαρακτηριστεί έτσι. Μέσα από τη μετατόπιση του θέματος και το πρισματικό πεδίο αναφοράς της, εισάγονται μεν κοινωνικές παραστάσεις, αλλά η ποιήτρια στοχεύει αποκλειστικά στην έκφραση αγωνιών, ακόμα κι όταν παρατηρεί με κριτική ματιά την κοινωνία απογοητευμένη (γεννετική, διαλογισμοί, ζωή, βιαστική βόλτα, μη, λόγος).

Αναλόγως, στους νυχτερινούς της χώρους αναδύεται ένα απαλό άρωμα ερωτισμού (ερωτηματικό, ζωή, rock ρούμι, σταθμός) και τρυφερής αγάπης (ιστορίες, όνειρο), απέχοντας συνειδητά από την ερωτική ποίηση. Ωστόσο, η απογοήτευση και το συναισθηματικό σκότος δεν οδηγούν στην απελπισία, αλλά σε μία ακτίνα αισιοδοξίας που φωτίζει το μέλλον, ενίοτε με μία συλλογική σύλληψη (κάθε, ιστορίες, ξοδέματα, όνειρο, υστερόγραφο, φοβάμαι).

Έτσι, μέσα στο πολυκεντρικό και πρισματικό πεδίο γραφής, συχνά οι συνθέσεις μοιάζουν με ποιητικά παραμύθια. Με ενσωματωμένο το φανταστικό στοιχείο, το παραμύθι γίνεται το δικό της στιχουργικό όπλο για να αντιμετωπίσει υπαρξιακές ή κοινωνικής φύσης αγωνίες (ιστορίες, ηρωίδα, σταθμός, ζωή, όνειρο, γεννετική). Το αφηγηματικό ύφος και τα έντονα πεζολογικά της στοιχεία συνηγορούν υπέρ μίας τέτοιας οπτικής. Εξάλλου, το υπερρεαλιστικό στοιχείο – όπου υπάρχει – δεν είναι συνειρμικής έμπνευσης και μένει “δεμένο” στην αφήγηση ενισχύοντας το φανταστικό.

Η ποιήτρια πειραματίζεται με την ποιητική έκφραση, υιοθετώντας μία υβριδική στιχουργική με πολύ μεγάλους στίχους που συνδέονται με στιχουργικά θραύσματα – έως μονολεκτικά (λόγος, ηρωίδα). Αν και ορισμένες φορές η ποικιλία στη στιχουργική στοίχιση αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη προσελκύοντας την προσοχή του αναγνώστη στη μορφή κι όχι στην ουσία του στίχου (ηρωίδα, γεννετική, νεκρική νύχτα, πρώτη – κάτω παύλα –). Ας μη λησμονούμε πως η ποίηση είναι μία τέχνη ηχητική. Τα ποιήματα γράφονται πρωτίστως για να απαγγέλλονται και όχι να διαβάζονται. Αν και πολλοί πειραματίζονται στη στιχουργική φόρμα, τούτοι οι νεωτερισμοί έχουν νόημα μόνο όταν υποστηρίζουν την απαγγελία και τη μελωδικότητα – κι όχι ως αυτοσκοπό.

Στα – αλφαβητικώς τοποθετημένα βάσει τίτλων – ποιήματα, η έκφρασή της βασίζεται σε μία οικεία και εμπλουτισμένη γλώσσα με στοιχεία προφορικότητας και έντονα πεζολογικά χαρακτηριστικά. Διατηρεί ένα αφηγηματικό ύφος με μία ιδιαίτερη ρυθμικότητα που κρατά ως κονίαμα τη σύνδεση των στίχων.

Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η ποίηση της αγανάκτησης συγκροτήθηκε πάνω σε μία καινοφανή ποιητική ωριμότητα πρωτοεμφανιζόμενων ποιητών. Τόσο το ηλικιακό εύρος των ποιητών της αγανάκτησης όσο και η μόρφωση και η ανάγκη καλλιτεχνικής έκφρασης με τους άτυπους εξωεκδοτικούς διαδικτυακούς πειραματισμούς, φέρνουν στο προσκήνιο δημιουργούς που με πνευματική συγκρότηση αναζητούν το δικό τους μονοπάτι στον ποιητικό Γολγοθά. Είναι και τούτη μία άλλη αισιόδοξη οπτική της κοινωνίας μας, μία ακτίνα φωτός που φεγγοβολά το γόνιμο διάλογο μεταξύ της τέχνης και της κοινωνίας.

Το βιβλίο