Η συμφωνία-πλαίσιο για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης στην οποία κατέληξαν τον περασμένο μήνα το Ιράν και οι P-5 (Κίνα, Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία και Ηνωμένες Πολιτείες) συν η Γερμανία, αποτελεί πρόοδο γύρω από μία σημαντική πρόκληση για την ασφάλεια στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, καθώς ορισμένες αραβικές χώρες κινούνται προς τη δημιουργία μίας κοινής στρατιωτικής δύναμης, ένα άλλο ζήτημα ασφαλείας αναδύεται: μία τέτοια συμμαχία θα ωφελήσει ή θα βλάψει την περιοχή, ιδίως δεδομένου του σημερινού αυξανόμενου χάσματος σουνιτών-σιιτών;

Ads

Ένας συνασπισμός εννέα χωρών υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, ο οποίος περιλαμβάνει την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κουβέιτ και την Ιορδανία, πραγματοποιεί αεροπορικές επιθέσεις εναντίον των υποστηριζόμενων από το Ιράν ανταρτών Χούτι στην Υεμένη – επιχείρηση που ο Ανώτατος Πνευματικός Ηγέτης του Ιράν Αλί Χαμενεΐ δήλωσε πρόσφατα πως θα λήξει με τις «μύτες (των Σαουδαράβων) να τρίβονται στο έδαφος». Ωστόσο, ο πρόεδρος της Αιγύπτου, Στρατηγός Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι, έχει αφήσει να εννοηθεί πως η εντολή του συνασπισμού ενδέχεται να επεκταθεί και πέρα από την Υεμένη.

Ποια είναι όμως αυτή η εντολή;

Μερικοί στόχοι μπορούν να αποκλειστούν από την αρχή. Για παράδειγμα, σκοπός δεν μπορεί να είναι ο μετά-τη-σύγκρουση εκδημοκρατισμός, δεδομένου ότι τα αραβικά καθεστώτα δεν έχουν τα διαπιστευτήρια ή την τεχνογνωσία για να οικοδομήσουν δημοκρατίες και οι στρατοί τους δεν είναι ούτε πρόθυμοι ούτε ικανοί να βοηθήσουν στη διαδικασία. Ομοίως, μπορεί να αποκλειστεί και η ανθρωπιστική παρέμβαση, όχι μόνο λόγω της έλλειψης σχετικής εμπειρίας από την πλευρά των περισσότερων αραβικών καθεστώτων και του επαίσχυντου ιστορικού τους ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και επίσης γιατί καμία από τις επίσημες δηλώσεις που σχετίζονται με την ίδρυση της κοινής δύναμης δεν έχουν αφήσει την παραμικρή υπόνοια πως η προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτέλεσε ποτέ ανησυχία.

Ads

Η σταθεροποίηση θα μπορούσε να αποτελεί ένα στόχο, αλλά μόνο αν οι μετέχουσες κυβερνήσεις μπορούν να συμφωνήσουν ως προς τις κοινές απειλές και τον τρόπο αντιμετώπισής τους. Θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να υιοθετήσουν την κλασική προσέγγιση «ισορροπίας δυνάμεων/τρομοκρατίας», παρεμβαίνοντας για να υπονομεύσουν την πιο ισχυρή πλευρά στην εκάστοτε σύγκρουση, να την εξαναγκάσουν να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, και να υπαγορεύσουν τους όρους του οποιουδήποτε συμβιβασμού, εξασφαλίζοντας έτσι πως οι ίδιες θα επωφεληθούν από τη νέα τάξη πραγμάτων (status quo).

Ωστόσο η άνοδος των αραβικών στρατιωτικών συνασπισμών εγείρει σοβαρές ανησυχίες, αν μη τι άλλο γιατί η ιστορία των επεμβάσεων από συνασπισμούς αραβικής ηγεσίας – σε αντίθεση με εκείνων που πραγματοποιήθηκαν από τη Δύση σε μέρη όπως η Βοσνία, το Κοσσυφοπέδιο, ή ακόμα και τη Λιβύη – δεν περιέχει κανένα υποσχόμενο προηγούμενο. Τέτοιες παρεμβάσεις αποσκοπούσαν συνήθως στην επιβολή μίας εντολοδόχου πολιτικής δύναμης επί των στρατιωτικών και πολιτικών αντιπάλων της, αντί για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής καταστροφής ή τη θεσμοθέτηση κάποιου μηχανισμού μη-βίαιης επίλυσης συγκρούσεων έπειτα από έναν πόλεμο.

Η στρατιωτική επέμβαση της Αιγύπτου στην Υεμένη το 1960 είναι μία τέτοια περίπτωση. Μέχρι τα τέλη του 1965, ο Αιγύπτιος Πρόεδρος Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ είχε στείλει 70.000 στρατιώτες στην Υεμένη προκειμένου να υποστηρίξει το δημοκρατικό πραξικόπημα εναντίον των βασιλικών δυνάμεων. Παρά τη χρήση απαγορευμένων χημικών όπλων κατά των πολιτοφυλακών της Υεμένης από το 1963 ως το 1967 – την πρώτη στα πλαίσια ενδο-αραβικής σύγκρουσης – η Αίγυπτος απέτυχε στους στόχους της.

Σα να μην έφτανε η στρατιωτική της ταπείνωση, επλήγη και η διεθνής φήμη της Αιγύπτου, με τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών να καταδικάζει τη χρήση απαγορευμένων χημικών όπλων από τις αιγυπτιακές δυνάμεις σε χωριά που υποστήριζαν τη μοναρχία. Η περιπέτεια σήμανε και βαριά οικονομική καμπάνα· μέχρι το 1965, η Αίγυπτος είχε συσσωρεύσει ένα εξωτερικό χρέος ύψους σχεδόν 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που την ανάγκασε να επιβάλει έναν «φόρο άμυνας» προκειμένου να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο στην Υεμένη.

Η συριοκρατούμενη «Αραβική Αποτρεπτική Δύναμη» δεν τα πήγε πολύ καλύτερα όταν επενέβη στον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου το 1980, αποτυγχάνοντας τόσο να τερματίσει τις βίαιες μάχες όσο και να παρέχει ασφάλεια στους ευπαθείς Παλαιστίνιους πρόσφυγες. Μετά το 1982, όταν η κυβέρνηση του Λιβάνου απέτυχε να επεκτείνει την εντολή της Αποτρεπτικής Δύναμης, αυτή μετατράπηκε σε μία καθαρά συριακή στρατιωτική δύναμη – η οποία κατέληξε να διαπράττει ορισμένες από τις χειρότερες θηριωδίες εναντίον Παλαιστινίων στο λεγόμενο «πόλεμο των στρατοπέδων» το 1985.

Διάφορες σύντομες και λιγότερο περίπλοκες επεμβάσεις απέτυχαν επίσης να τερματίσουν τις εκάστοτε βίαιες συγκρούσεις – σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα τις επιδείνωσαν. Ένα σαφές παράδειγμα είναι οι πρόσφατες αιγυπτιακές αεροπορικές επιδρομές στη Λιβύη, οι οποίες όχι μόνο υπονόμευσαν την ειρηνευτική διαδικασία υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών σε μία εκ βαθέων διχασμένη χώρα, αλλά επίσης ενδυνάμωσαν τα πιο ακραία στοιχεία.

Φυσικά, η ιστορία δεν προδικάζει το μέλλον· μία επέμβαση αραβικής καθοδήγησης σήμερα θα μπορούσε να έχει πολύ διαφορετική έκβαση. Αλλά υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις για κάτι τέτοιο· μάλιστα, παρά τις εκατοντάδες αεροπορικές επιδρομές των Σαουδαράβων εναντίον στρατιωτικών βάσεων και λιμένων που ελέγχονται από τους Χούτι, οι αντάρτες συνεχίζουν να προωθούνται. Προκειμένου οι αναδυόμενες αραβικές στρατιωτικές συμμαχίες να αποφύγουν τα λάθη των επεμβάσεων του παρελθόντος, τα μέλη τους θα πρέπει να επανεξετάσουν την προσέγγισή τους, συμπεριλαμβανομένων των δομικών ελλείψεων που συνέβαλαν στις αποτυχίες του παρελθόντος.

Πολλοί παράγοντες επηρεάζουν το αποτέλεσμα μίας στρατιωτικής επέμβασης σε έναν εμφύλιο πόλεμο, ιδίως αν περιλαμβάνει και χερσαία επίθεση. Ειδικότερα, οι Άραβες ηγέτες θα πρέπει να επικεντρωθούν στην αναθεώρηση των διαδικασιών με τις οποίες διατυπώνεται η πολιτική εθνικής ασφαλείας, στη βελτίωση των σχέσεων πολιτείας-στρατού, στην παροχή της σχετικής εκπαίδευσης γύρω από τη διατήρηση και την οικοδόμηση της ειρήνης, στη μεταρρύθμιση του πολιτικού πολιτισμού, και στην αντιμετώπιση των κοινωνικο-ψυχολογικών συμπλεγμάτων (κόμπλεξ).

Αν οι Άραβες ηγέτες αποτύχουν να ξεπεράσουν αυτές τις ελλείψεις, η πιο πρόσφατη Αραβική δύναμη θα μπορούσε να γίνει η νέα πηγή αντιδημοκρατικής θρησκόληπτης αστάθειας στη Μέση Ανατολή, εντείνοντας ενδεχομένως τη διαμάχη σουνιτών-σιιτών. Αυτό είναι το τελευταίο που χρειάζεται η περιοχή.

* Ο Omar Ashour, Ανώτερος Λέκτορας Μελετών Ασφαλείας και Πολιτικής στη Μέση Ανατολή στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ, και συνεργάτης στο Chatham House, είναι ο συγγραφέας των βιβλίβων «The De-Radicalization of Jihadists: Transforming Armed Islamist Movements» (Η αποριζοσπαστικοποίηση των Τζιχαντιστών: Μετασχηματίζοντας τα Ένοπλα Ισλαμιστικά Κινήματα) και «Collusion to Collision: Islamist-Military Relations in Egypt» (Από τη συμπαιγνία στη Σύγκρουση: Οι Σχέσεις Ισλαμιστών-Στρατού στην Αίγυπτο).

Πηγή: Analitis.gr