«Ο κύριος grand faux» είναι ένα διήγημα του Γιάννη Μάρκοβιτς το οποίο διαπραγματεύεται την ιστορία και το προφίλ ενός τυπικού απατεώνα σε μια απροσδιόριστη εποχή και μέσα από την ανάμνηση παρελθόντων γεγονότων αλλά και την παρουσίαση παροντικών καταστάσεων. Ακολουθεί ένα απόσπασμα ενώ οι αναγνώστες έχουν τη δυνατότητα να διαβάσουν ολόκληρο το διήγημα online ή να το κατεβάσουν σε PDF. Μια προσφορά του συγγραφέα και του tvxs.gr. Χρόνια πολλά και καλή χρονιά!

Ads

Κοιτάχτηκα στον καθρέπτη για να δω εάν ήμουν σωστά χτενισμένος, είχα δέσει με τον κλασικό αγγλικό τρόπο τη γραβάτα και το μουστάκι με το γένι ήταν σωστά ψαλιδισμένα και σε απόλυτη συμμετρία μεταξύ τους. Μουστάκια και γένια δεν είχα πάντοτε. Τα περισσότερα χρόνια ξυριζόμουν σε καθημερινή βάση, αλλά τον τελευταίο χρόνο τα ανέπτυξα λόγω ειδικών συνθηκών. Καθώς κοιταζόμουν είδα ότι η σημερινή μου εικόνα ήταν περισσότερο brutal από ό,τι παλιότερα. Αυτό μ’ άρεσε και χαμογέλασα από ευχαρίστηση. Στη συνέχεια, έφτιαξα απαλά με τα ακροδάχτυλα της παλάμης μου τα μαλλιά, τέντωσα προς τα κάτω το σακάκι και αφού έριξα πάνω μου δύο ανεπαίσθητες σταγόνες perfume, είπα με τη σιγουριά που με διακρίνει: «Έτοιμος και προετοιμασμένος!» Άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματός μου που βρίσκεται στον τελευταίο όροφο του τριώροφου κτηρίου, απέναντι από τη Villa Bianca και βγήκα στο πλακόστρωτο. Η μέρα ήταν περίεργη. Η υγρασία είχε πιάσει υψηλά ποσοστά και ο ήλιος προσπαθούσε να ζεστάνει τη Θεσσαλονίκη. Δυσκολεύονταν όμως από τον αγώνα επικράτησης μεταξύ θάλασσας και βουνού. Ο Θερμαϊκός και ο Χορτιάτης πάντα παλεύουν με τρόπαιο τη Θεσσαλονίκη. Και όμως, αυτή η πόλη, χιλιάδες χρόνια τώρα, έμαθε να ζει ανάμεσα σε δυο θεριά. Το καταφέρνει, ματώνοντας που και που, ταλαιπωρώντας τους κατοίκους της και μεταβάλλοντας τη σύνθεση του πληθυσμού. Ότι όμως και να γίνει, η θάλασσα και το βουνό την ορίζουν.

Στο λεπτό κατέφθασε η κούρσα με τον οδηγό που κάλεσα από την προηγούμενη μέρα. Δεν φοβόμουν μην καθυστερήσω στην υποχρέωσή μου, αλλά επειδή είμαι αυτός που είμαι, ένας άνθρωπος του προγράμματος και της οργάνωσης, δεν είναι δυνατό αυτή η ασήμαντη κίνηση να αφεθεί στην τύχη της. Πάντοτε έχω κατά νου τους απρόβλεπτους παράγοντες και τα μη αναμενόμενα συμβάντα. Για παράδειγμα, τι θα γινόταν αν ο σύλλογος των αυτοκινητιστών προκήρυσσε απεργία; Ή αν, υποθετικά σκεπτόμενος, η ανοιξιάτικη μέρα που είχε ξημερώσει ήταν ένα χειμωνιάτικο χιονισμένο πρωινό; Οπότε, οποιαδήποτε πιθανότητα να μην προγραμματισθεί οτιδήποτε, όσο ανούσιο αυτό φαντάζει, ήταν μακρινή σε μένα. Ο chauffer μού άνοιξε ευγενικά την πίσω πόρτα της σκουρόχρωμης Daimler Benz και αφού έκανε μια ελαφρά υπόκλιση, κρατώντας με τα δύο δάχτυλα το γείσο του καπέλου του, με καλημέρισε και μου ευχήθηκε να έχω μιαν όμορφη και δημιουργική μέρα. Καθώς ένα από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς μου είναι η αβροφροσύνη και η αποτελεσματική χρήση ευγενικών και gallant χαιρετισμών, άμεσα του ανταπέδωσα τη φιλοφρόνηση. «Αγαπητέ και καλοσυνάτε οδηγέ. Και εγώ ολόψυχα σου εύχομαι να ’χεις μία ασφαλή και κερδοφόρα μέρα. Προπάντων όμως, να πλουτίσεις σε εικόνες κι εμπειρίες!» Όπως καθόμουν στο πίσω δερμάτινο κάθισμα, με την γωνία του ματιού μου διέκρινα το ελαφρώς επιτιμητικό ύφος του, την ώρα που το ανταπέδιδα την καλημέρα. «Έδωσα τόπο» στην ενόχλησή μου και δεν θέλησα να σχολιάσω, πολύ δε περισσότερο να αρχινήσω μιαν ατέρμονη λογομαχία και μια ανούσια αντιπαράθεση με έναν εκπρόσωπο της ευτελούς τάξης των καροτσέρηδων!

Η λεωφόρος ήταν σχεδόν άδεια και η ταχύτητα με την οποία τη διασχίζαμε ξεπερνούσε τα ειωθότα. Δεν έδωσα σημασία σε αυτή την ακαταλόγιστη βιασύνη του οδηγού, καθώς η εντολή μου ήταν να με πάει στον προορισμό μου με ασφάλεια και ακρίβεια. Δεν το καταλαβαίνω. Ποτέ μου δεν του είπα ότι βιάζομαι ή ότι έχω συνάντηση με τον Άγιο Πέτρο! Κάποιοι άνθρωποι νομίζουν ότι τρέχοντας ή κινούμενοι με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, θα πετύχουν περισσότερα στη ζωή τους ή θα φτάσουν γρηγορότερα στον προορισμό τους. Πόσο πλανεμένοι είναι! Εγώ ότι έχω κάνει και όσα έχω πετύχει δεν τα έπραξα βιαστικά, αλλά μεθοδικά και με σχέδιο. Σκέφτομαι καλά πριν δράσω. Μελετάω τα υπέρ και τα κατά των εναλλακτικών επιλογών, παρακολουθώ τις εξελίξεις, παρατηρώ τους ανταγωνιστές και κείνους που ενδέχεται να ’ναι εμπόδιο στις δουλειές μου. Τότε μόνο κινούμαι και ενεργώ κατάλληλα. Η πράξη είναι η ακροτελεύτια κίνησή μου και εκ του αποτελέσματος, μπορώ να περηφανευτώ ότι δεν έχω βγει ζημιωμένος. Τρόπος του λέγειν βέβαια, ότι πάντοτε έδρεψα δάφνες. Ως επί το πλείστον και γι’ αυτό είμαι απόλυτα σίγουρος, ένα άτομο της δικής μου συνομοταξίας με ολόψυχη ειλικρίνεια καταθέτει ότι ανά πάσα στιγμή άδραξα τις ευκαιρίες που μου παρουσιάσθηκαν. Για το τελευταίο πιστεύω ότι είμαι ένας grand monsieur. Για κάποιους όμως, θεωρούμαι ως ένας grand faux. Δυστυχώς για μένα, αλλά και για την κοινωνική καταξίωση που έχω επιτύχει, εμφανίστηκε στη ζωή μου, πριν από λίγο καιρό, εκείνος ο ελεεινός και τρισάθλιος «εισαγγελίσκος». Εμφανίστηκε απρόσκλητα και απρόβλεπτα. Κατ’ αρχήν, εγώ δεν είχα κανένα λόγο, πολύ δε περισσότερο δεν περνούσε από τη σκέψη μου να τον καλέσω στη ζωή μου. Πέραν τούτου, όσο και αν αναταράξω τις κρύπτες της μνήμης μου με εικόνες και γεγονότα, τα οποία έχω με μεγάλη ευταξία και τάξη εναποθέσω για μελλοντική χρήση, δεν ενθυμούμαι να έχω προβλέψει την «επίσκεψη» τού εν λόγω κυρίου στις καθημερινές μου ενασχολήσεις. Τέλος πάντων! Η κούρσα βρισκόταν επί της οδού Ιωάννου Τσιμισκή και σ’ ένα ή δύο λεπτά το μέγιστο, θα με άφηνε έξωθεν της κεντρικής εισόδου του δικαστικού μεγάρου. Αυτός ήταν ο αρχικός μου προορισμός. Δεν θα περνούσε πολύ ώρα για να συνειδητοποιήσω ότι ήταν κι ένας καθοριστικός για μένα προορισμός. Το δικαστικό μέγαρο, ένας χώρος που δεν έδειχνε άγνωστος προς εμέ, χωρίς όμως να μου προσφέρει τη φιλοξενία που ενδεχομένως αποζητούσα.

Ads

Διαβάστε ολόκληρο το διήγημα του Γιάννη Μάρκοβιτς on line ή κατεβάστε το σε PDF παρακάτω