Το 1985  ο πρόεδρος των Η.Π.Α. Ρόναλντ Ρέιγκαν υποδεχόταν στον Λευκό Οίκο αντιπροσωπεία των ηγετών των Μουτζαχεντίν, τους οποίους παρουσίαζε, ως «απελευθερωτές του Αφγανιστάν και ηθικά ισάξιους με τους ιδρυτές της Αμερικής». Δεκαέξι χρόνια αργότερα, η Αμερική πλήττεται από την σοκαριστικότερη επίθεση που πραγματοποιήθηκε ποτέ στο έδαφός της, με το τρομοκρατικό χτύπημα της Αλ-Κάιντα στους δίδυμους πύργους. Η.Π.Α. και σύμμαχοι κηρύσσουν τον «πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας» και επιτίθενται κατά των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Οι συνέπειες τόσο σε γεωπολιτικούς και οικονομικούς όσο και σε όρους ανθρωπίνων απωλειών, αυτής της επέμβασης είναι γνωστές. Πώς όμως η στάση των Η.Π.Α. στην υπόθεση του Αφγανιστάν και της Αλ-Κάιντα συνδέεται με αυτή του Ισλαμικού Κράτους (Ι.Κ.) σε Ιράκ και Συρία σήμερα, αλλά και τι διδάγματα μπορούν να αντληθούν από αυτή;

Ads

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το 1978 πραγματοποιείται επανάσταση στο Αφγανιστάν η οποία ανατρέπει το εθνικιστικό καθεστώς και στην θέση του, συγκροτείται κυβέρνηση από φιλοσοβιετικές δυνάμεις. Η νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση του Αφγανιστάν προώθησε μεταρρυθμίσεις οι οποίες υπονόμευαν την υπάρχουσα φυλετική τάξη και δημιούργησε έντονες αντιδράσεις από τους ισλαμιστές, ειδικότερα στις αγροτικές περιοχές. Ήταν γεγονός πως η κυβέρνηση του γειτονικού Πακιστάν δεν ένιωθε πιο εξασφαλισμένη από την νέες ισορροπίες που προέκυψαν στο Αφγανιστάν. Οι Η.Π.Α., διαβλέποντας τη σημασία του Αφγανιστάν, ως πεδίου αναχαίτισης της σοβιετικής επιρροής, προσέγγισαν άμεσα τις πακιστανικές μυστικές υπηρεσίες (ISI), συμφωνώντας στην στήριξη των Αφγανών ισλαμιστών. Η επέμβαση των σοβιετικών στρατευμάτων το 1979 για να υποστηρίξουν την Αφγανική κυβέρνηση στην αντιμετώπιση των μουτζαχεντίν, αποτέλεσε κομβικό σημείο για τις μελλοντικές εξελίξεις στην περιοχή.

Ευθύς εξαρχής, η περίπτωση του Αφγανιστάν θεωρήθηκε από την CIA ως η καταλληλότερη ευκαιρία να μετατραπεί σε ένα σοβιετικό Βιετνάμ. Καθώς η αμερικανική κυβέρνηση ήταν θετικά διακείμενη απέναντι σε κάθε ομάδα που θα επεδείκνυε ισχυρή ιδεολογική αντιπαλότητα προς την Σοβιετική Ένωση, έχρισε το Πολιτικό Ισλάμ σύμμαχο στον αγώνα κατά των σοβιετικών. Κεντρικός στρατηγικός στόχος έγινε η ανάπτυξη ενός διεθνούς ισλαμικού κινήματος, μίας διεθνούς αντικομουνιστικής σταυροφορίας στο έδαφος του Αφγανιστάν.  «Αυτή η επιχείρηση ήταν μία έξοχη ιδέα», παραδεχόταν ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του προέδρου Κάρτερ, Ζ. Μπρζενζίνσκι,  σε συνέντευξη του το 1998 στην γαλλική εφημερίδα Νουβέλ Ομπσερβατέρ. «Την μέρα που τα σοβιετικά στρατεύματα εισέβαλαν στο Αφγανιστάν, ήταν μία ευκαιρία να προσφέρουμε στην ΕΣΣΔ το δικό της Βιετνάμ. (…) Στην πραγματικότητα, Ο πρόεδρος Κάρτερ είχε υπογράψει από τον Ιούλιο του 1979, μία συμφωνία για παροχή βοήθειας στους αντικαθεστωτικούς της φιλοσιεβιτικής κυβέρνησης της Καμπούλ η οποία θα επέφερε την σοβιετική επέμβαση».

H κινητοποίηση έγινε μέσω ισλαμικών ιδρυμάτων, τραπεζών κ.α. και σκόπευε στο παγκόσμιο ισλαμικό κοινό, τόσο από οικονομική, υλική όσο και από ανθρώπινη άποψη, ενώ ήδη σχεδιαζόταν η επέκταση του τζιχάντ σε όλη την Σοβιετική Ασία. Προκειμένου να παρασχεθεί στον μέγιστο βαθμό, η υποστήριξη των Μουτζαχεντίν, CIA και ISI συνεργάστηκαν για την στρατολόγηση των πιο ριζοσπαστών ισλαμιστών. Σύντομα, η περιοχή κατακλύστηκε από τους πλέον ακραιφνείς αντικομουνιστές ισλαμιστές, οι οποίοι συνέρρεαν σε κέντρα εκπαίδευσης στο Πακιστάν, όπου εκτός από εκπαίδευση και οπλισμό, πραγματοποιούταν και η ανάλογη ιδεολογική φόρτιση των υποψήφιων «επαναστατών». Η προέλευση τους δεν ήταν μόνο από χώρες με μουσουλμανική πλειοψηφία αλλά και από περιοχές όπου οι μουσουλμάνοι αποτελούσαν μειοψηφία (Η.Π.Α., Ηνωμένο Βασίλειο). Υπολογίζεται, πως κατά την διάρκεια του πολέμου, πάνω από 100.000 μουσουλμάνοι, θήτευσαν στα «σχολεία» του Πακιστάν. Με την CIA να αναζητά έναν επιφανή Σαουδάραβα να ηγηθεί της διεθνούς ισλαμικής σταυροφορίας, στράφηκε στην περίπτωση του Οσάμα μπιν Λάντεν, γόνου μίας ζάμπλουτης κοσμοπολίτικης οικογένειας με μεγάλη παράδοση στις σχέσεις της με τις Η.Π.Α.

Ads

Το 1989 τα σοβιετικά στρατεύματα αποχωρούν ηττημένα από τα εδάφη του Αφγανιστάν με την σοσιαλιστική κυβέρνηση της Καμπούλ να ανατρέπεται και χάος να επικρατεί στο εσωτερικό της χώρας. Λίγο αργότερα, εγκαθίσταται το σκοταδιστικό καθεστώς των Ταλιμπάν. Για την Σοβιετική Ένωση, όντως το Αφγανιστάν αποδείχθηκε το δικό της Βιετνάμ. Όμως ποιο ήταν το τίμημα των Η.Π.Α. στην απόφασή τους να ξεσηκώσουν ένα διεθνές τζιχάντ εναντίον του μεγαλύτερου ιδεολογικού τους αντιπάλου;

Ήταν μέσα από αυτό το ισλαμικό κίνημα, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 που αναδείχτηκε ένα ρεύμα, το οποίο πρότεινε την εξάπλωση του τζιχάντ σε όλον το κόσμο. Εμπνευστής αυτού του ρεύματος, στη βάση του οποίου δημιουργήθηκε η Αλ-Κάιντα, ήταν ο ίδιος, ο χρισμένος ως ηγέτης από τους Αμερικανούς, Οσάμα μπιν Λάντεν. Με την λήξη του πολέμου στο Αφγανιστάν, χιλιάδες καλά εκπαιδευμένοι και εμπειροπόλεμοι, πλέον, ισλαμιστές διασκορπίστηκαν στον κόσμο και δημιούργησαν μία δυναμική τρόμου η οποία κορυφώθηκε με την επιχείρηση της 11ης Σεπτεμβρίου. Τότε έγινε κατανοητό πως τυχοδιωκτικές και κυνικές πολιτικές μπορούν να αποβούν σε βάρος εκείνων από τους οποίους αρχικά προέρχονται. Στην προσπάθεια τους να αποδυναμώσουν την Σοβιετική Ένωση, οι Η.Π.Α. γέννησαν και έθρεψαν τον νέο τους εχθρό.

Σήμερα, στην Μέση Ανατολή μία άλλη ακραία ισλαμιστική οργάνωση σκορπά τον τρόμο, απειλώντας τους ντόπιους πληθυσμούς και επιδιώκοντας στην εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος βγαλμένου από τους χειρότερους εφιάλτες. Είναι το ΙSIL (που ανακήρυξε το Ισλαμικό Κράτος), το οποίο γεννήθηκε από τα σπλάχνα της Αλ-Κάιντα πριν από περίπου μία δεκαετία στο Ιράκ ως μέρος της αντίστασης κατά των αμερικάνων. Ο ρόλος του στο Ιράκ ως “σουννιτική αντίσταση” ενισχύθηκε μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον υποστηριζόμενο από το Ιράν και τη Δύση σιίτη πρωθυπουργό Μαλίκι, ο εφάρμοσε καταπιεστικές πολιτικές κατά των Ιρακινών σουννιτών. Παράλληλα, η οργάνωση αναπτύχθηκε κατά τον εμφύλιο πόλεμο στην Συρία με την ανοχή και την υποστήριξη σημαντικών κύκλων των φιλοδυτικών σουννιτικών χωρών (Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Τουρκία) οι οποίες προσδοκούσαν σε γεωπολιτικά οφέλη από την ανατροπή του αυταρχικού καθεστώτος του Άσαντ, στην αντιμετώπιση της αυξανόμενης επιρροής του Ιράν στην περιοχή, και στη διάσπαση των ολοένα ενισχυόμενων Κουρδικών δυνάμεων του Ιράκ και της Συρίας. Σύντομα όμως, τα πράγματα βγήκαν εκτός ελέγχου, και σήμερα, οι Ισλαμιστές του Ι.Κ. αποτελούν την ισχυρότερη τρομοκρατική οργάνωση, ελέγχοντας πολύτιμες πηγές πετρελαίου, ενεργειακές διόδους και σημαντικές εκτάσεις σε Ιράκ και Συρία.

Οι εμπειρίες και τα παθήματα του παρελθόντος δεν λειτούργησαν διδακτικά για την αποφυγή παρόμοιων λαθών. Το κυνήγι του συμφέροντος στην πλάτη άλλων, μόνο συνέπειες τύπου Αλ-Κάιντα και Ι.Κ. μπορεί να επιφέρει. Η έναρξη, δε, των βομβαρδισμών των στρατηγικών θέσεων του Ι.Κ. πιθανόν να περιπλέξει τα πράγματα ενώ σίγουρα θα επιδεινώσει τις συνθήκες διαβίωσης των λαών της περιοχής που αντιστέκονται στην επέλαση των τζιχαντιστών. Η  διακοπή κάθε είδους στήριξης του Ισλαμικού Κράτους είναι αυτονόητη. Παράλληλα, είναι εξίσου επιβεβλημένο να εντατικοποιηθεί άμεσα, η πολιτική και υλικοτεχνική υποστήριξη των ντόπιων κουρδικών κινημάτων που έχουν ξεσηκωθεί εναντίον των τζιχαντιστών, τα οποία αποτελούν μοναδικούς θύλακες εκκοσμίκευσης και κοινωνικής νεωτερικότητας στην περιοχή και αυτή την ώρα δίνουν ηρωϊκές μάχες. Είναι κρίσιμο όσο ποτέ, να γίνει αντιληπτό πως η Μέση Ανατολή δεν είναι πεδίο αλλότριων γεωπολιτικών και ιμπεριαλιστικών παιχνιδιών και πως πρέπει να δοθεί επιτέλους η δυνατότητα στους λαούς της περιοχής να ορίσουν οι ίδιοι το μέλλον τους.

*Ο Κωνσταντίνος Καλαμβοκίδης είναι διεθνολόγος, μέλος του τμήματος διεθνών σχέσεων και θεμάτων ειρήνης του ΣΥΡΙΖΑ