Οι κάτοικοι των ανατολικών συνοικιών της Αθήνας, ήταν οι νέοι κάτοικοι της πρωτεύουσας. Μόλις 22 χρόνια πριν το Δεκέμβριο του 1944, πολλοί από αυτούς ακόμη λιγότερα, εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες από τα παράλια της Μ. Ασίας στις έως τότε πευκόφυτες εκτάσεις που μετά την άφιξή τους ονομάστηκαν Υμηττός, Βύρωνας και Καισαριανή. Η πολιτική αστάθεια και το δυσμενές οικονομικό κλίμα, με αποκορύφωμα την πτώχευση του 1932, είχαν ως συνέπεια την οικονομική και κοινωνική περιθωριοποίηση μεγάλου μέρους των κατοίκων των φτωχών προσφυγικών συνοικισμών. Ιδιαίτερα στην αμιγώς εργατική Καισαριανή – καθώς σε Βύρωνα και Υμηττό υπήρχαν κάποιες περιπτώσεις «ευκατάστατων» προσφύγων – οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης, η ανεργία και οι χαμηλές αμοιβές των ανειδίκευτων εργατών, που αποτελούσαν την πλειοψηφία του ανδρικού ενεργού πληθυσμού, δημιούργησαν τεράστια προβλήματα επιβίωσης. Η προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων διαβίωσης στο πλαίσιο της κοινότητας και των προσφυγικών ενώσεων, προσέδωσε συλλογικό χαρακτήρα στις διεκδικήσεις των κατοίκων των ανατολικών συνοικιών, ενσωματώνοντας παράλληλα στοιχεία της νέας ταυτότητας που αναδείκνυε την πολιτισμική τους ετερότητα, τα στοιχεία δηλαδή που τους χώριζαν (έθιμα, ένδυση, τρόποι διασκέδασης, κουζίνα) από τους παλαιοελλαδίτες κατοίκους της πόλης. Του Μενέλαου Χαραλαμπίδη

Ads

Για τους κατοίκους των ανατολικών συνοικιών, η προβληματική ενσωμάτωση στην ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στις επιλογές τους κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Πέρα από τις όποιες ιδεολογικές παραμέτρους, η μαζική τους ένταξη στο ΕΑΜ, η συμμετοχή τους δηλαδή στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, λειτούργησε και ως ένας τρόπος ένταξής τους στην ελληνική κοινωνία, προσφέροντας παράλληλα ένα όραμα για τη μεταπολεμική Ελλάδα, όπου πολλές από τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες του Μεσοπολέμου θα μπορούσαν να υλοποιηθούν.

Ήδη από τη δεκαετία του 1930, το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε δημιουργήσει στέρεες βάσεις στην Καισαριανή και το Βύρωνα, με τον αγώνα των τοπικών του κομματικών και εξωκομματικών οργανώσεων για την βελτίωση της καθημερινότητας των κατοίκων. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής το ΕΑΜ παρουσίασε μια νέα προοπτική. Οι πρόσφυγες των λαϊκών συνοικιών της Αθήνας και του Πειραιά υπήρξαν μέρος των κοινωνικών δυνάμεων που, μέσα από τις γραμμές του εαμικού αντιστασιακού κινήματος, αναδύθηκαν στο προσκήνιο των πολιτικών εξελίξεων. Ήταν οι άνθρωποι που βίωσαν την εαμική αντιστασιακή εμπειρία και κυρίως τα όσα αυτή υπόσχονταν για το μεταπολεμικό μέλλον, ως μια ευκαιρία ανατροπής των προπολεμικών πολιτικών και οικονομικών συσχετισμών που τους στερούσαν μια αξιοπρεπή διαβίωση. Ήδη λοιπόν πριν το ξέσπασμα του Δεκέμβρη, οι κάτοικοι των ανατολικών συνοικιών είχαν διαλέξει στρατόπεδο, μια επιλογή που τους καταδίκασε σε πολυετείς διώξεις μετά το τέλος της Κατοχής.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, οι ανατολικές συνοικίες της Αθήνας αποτελούσαν μια ενότητα στο πλαίσιο της εαμικής οργανωτικής δομής στην πρωτεύουσα. Στον 6ο Τομέα του ΕΑΜ της Αθήνας υπάγονταν η Ηλιούπολη, το Κατσιπόδι (Δάφνη), το Δουργούτι (σήμερα τμήμα του Ν. Κόσμου), ο Ν. Κόσμος, ο Υμηττός, η Γούβα, ο Βύρωνας (που διαιρούταν σε Βύρωνα, Ν. Ελβετία και Κοπανά), το Μετς, το Παγκράτι, η Καισαριανή, τα Κουπόνια (Κάτω Ιλίσια), τα Ιλίσια και του Ζωγράφου. Οι ανατολικές συνοικίες υπήρξαν πεδίο σφοδρών ένοπλων αναμετρήσεων. Σε αυτές σημειώθηκαν οι περισσότερες και πλέον σκληρές συγκρούσεις ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τα Σώματα Ασφαλείας που είχαν τη συνδρομή των γερμανικών δυνάμεων. Η δωσίλογη κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη, υιοθετώντας την αντίληψη περί συλλογικής ευθύνης, στοχοποίησε τις ανατολικές συνοικίες λόγω της έντονης δράσης των εαμικών οργανώσεων σε αυτές. Αυτή η τακτική είχε ως αποτέλεσμα τη συσπείρωση των κατοίκων τους γύρω από τις εαμικές οργανώσεις και την μετατροπή των ανατολικών συνοικιών σε προπύργια του ΕΑΜ. Η εμπειρία της Κατοχής (κατοχικός λιμός, τρομοκρατία των δυνάμεων κατοχής, μαζικές εκτελέσεις, μπλόκα, εμφάνιση αντιστασιακών οργανώσεων) μετέβαλε βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις. Για τους κατοίκους των ανατολικών συνοικιών, όπως και για ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, η προπολεμική πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα σαρώθηκε από τις εξελίξεις, από τη ρήξη της Κατοχής. Η επιλογή τους να στηρίξουν το ΕΑΜ βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στην αναζήτηση μιας νέας προοπτικής, μιας ελπίδας για καλύτερη ζωή για όσους επέζησαν της τεράστιας δοκιμασίας της κατοχικής περιόδου.

Ads

Από την Απελευθέρωση στον Δεκέμβρη

Στις ανατολικές συνοικίες οι τελευταίες εβδομάδες πριν από την απελευθέρωση, πέρασαν με συνεχείς και μαζικούς εορτασμούς για την επικείμενη νίκη του ΕΑΜ. Σύμφωνα με οργανωτική κατάσταση του 6ου Τομέα του ΕΑΜ, τον Οκτώβριο του 1944 η ΕΠΟΝ αριθμούσε σε Καισαριανή, Βύρωνα, Παγκράτι, Ζωγράφου, Γούβα και Κουπόνια, 7.283 μέλη.[1] Αν σε αυτά συνυπολογιστούν τα μέλη του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Αλληλεγγύης, τουλάχιστον 10.000 κάτοικοι των συνοικιών αυτών εντάχθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής στις εαμικές οργανώσεις, με ένα ακόμη μεγαλύτερο αριθμητικά τμήμα τους να ανήκει στην πολιτική τους επιρροή. Την περίοδο αυτή, τέλη Σεπτεμβρίου 1944, συγκροτήθηκε στην Καισαριανή το Πρότυπο Τάγμα του ΕΛΑΣ. Το Τάγμα απαρτίζονταν από τέσσερις λόχους, δυνάμεως περίπου 120 ανδρών ο κάθε ένας καθώς και από ένα λόχο διοίκησης με περίπου 80 άνδρες. Εκτός από το Πρότυπο Τάγμα, στις ανατολικές συνοικίες δραστηριοποιούνταν και τα συνοικιακά Τάγματα του ΕΛΑΣ που υπάγονταν στο 2ο Σύνταγμα της Ιης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ Αθηνών. Το Πρότυπο Τάγμα συγκροτήθηκε από επίλεκτες δυνάμεις του ΕΛΑΣ όλων των ανατολικών συνοικιών και σηματοδότησε, από κοινού με τη δημιουργία δύο ακόμη Πρότυπων Ταγμάτων (ένα με έδρα τη συνοικία του Γκύζη και ένα ακόμη στον Πειραιά) την προσπάθεια μετατροπής του «εφεδρικού» ΕΛΑΣ της Αθήνας σε οργανωμένο στρατιωτικό σώμα. Έτσι, για πρώτη φορά μαζικά και οργανωμένα, μαχητές και μαχήτριες του ΕΛΑΣ απέκτησαν στρατώνες (το Πρότυπο Τάγμα Καισαριανής είχε έδρα το σχολείο του Βενιζέλου επί της κεντρικής λεωφόρου), ομοιόμορφη και πλήρη στρατιωτική ένδυση (κυρίως γερμανικές στολές και λίγες ιταλικές), επαρκή οπλισμό και συστηματικό συσσίτιο.

Στόχος λοιπόν των αξιωματικών του Προτύπου Τάγματος, αλλά και της στρατιωτικής ηγεσίας του ΕΛΑΣ σε ολόκληρη την Αθήνα, ήταν να μετατρέψουν τον λεγόμενο «εφεδρικό» ΕΛΑΣ, σε άρτιο μάχιμο σώμα. Οι συνήθειες της Κατοχής, όπου η ανάγκη άφηνε περιθώρια για αυτοσχεδιασμούς, είχαν πλέον παρέλθει. Η Ημερήσια Διαταγή που εξέδωσε η Ιη Ταξιαρχία, στην οποία υπάγονταν όλες οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ των νοτιοανατολικών συνοικιών, στις 11 Οκτωβρίου 1944, την παραμονή δηλαδή της απελευθέρωσης της Αθήνας από τη γερμανική κατοχή, έδινε το νέο στίγμα του ΕΛΑΣ· πειθαρχία, ομοιομορφία, άριστη εμφάνιση, συντονισμός:

«Οι περίπολοι θάναι ντυμένοι ομοιόμορφα με το σήμα του ΕΛΑΣ εις τα δίκοχα και οι βαθμοφόροι θα φέρουν τα διακριτικά των. Αυστηρώς παραγγέλει το Συν/μα ουδεμία περίπολος θα ξεκινά από το Φρουραρχείο της εάν προηγουμένως δεν επιθεωρείται από το επιλοχία του λόχου και τον διμοιρίτη αξιωματικό υπηρεσίας, μπότες και άρβυλλα στυλβομένα, κουμπομένοι όλοι οι μαχητές με ομοιόμορφον οπλισμόν, ο δε βαθμοφόρος με εξάρτηση και περίστροφο…»[2]

Από τη στιγμή που ο μεγάλος αγώνας κερδήθηκε, η αποχώρηση των κατακτητών ήταν πλέον γεγονός, ο ΕΛΑΣ καλούνταν να κερδίσει μια ακόμη μεγάλη μάχη, «να κερδήσωμε την μεγάλη έκπληξη στα μάτια των συμμάχων μας και όλης της ανθρωπότητας, να παρουσιασθούμε σαν στρατός επιβολής, με πειθαρχία, εμφάνηση και ταχήτητα πρωτοφανή και πρωτότυπο στην εκτέλεση διαταγών.»[3]

Στρατιωτικός Διοικητής του Προτύπου Τάγματος Καισαριανής τοποθετήθηκε ο Ταγματάρχης Πυροβολικού, Ορέστης Βαλαλάκης, καπετάνιος ο Παναγιώτης Αρώνης, επιτελής ο Μάνος Ιωαννίδης και επικεφαλής λόχων: ο Γιώργος Βουτυράς από τον ΕΛΑΣ της Γούβας στον 1ο, ο Γιώργος Στριλάκος από τον ΕΛΑΣ του Πειραιά στο 2ο, ο Αντώνης Στριλάκος επίσης από τον ΕΛΑΣ Πειραιά στο 3ο και ο Γιάννης Σταυρόπουλος από τον ΕΛΑΣ Καλλιθέας στο 4ο. Το Πρότυπο Τάγμα, όπως και τα άλλα Τάγματα του ΕΛΑΣ των ανατολικών συνοικιών, υπάγονταν στην Ιη Ταξιαρχία. Έδρα της Ιης Ταξιαρχίας ήταν ένα σπίτι της οδού Οδεμησίου στη Ν. Ελβετία. Στρατιωτικός Διοικητής της Ιης Ταξιαρχίας τοποθετήθηκε ο Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού, Στάθης Δεληβοριάς, καπετάνιος ο Γιάννης Λογοθέτης, Β΄ καπετάνιος ο Γιώργος Σπανός και επιτελάρχης ο Αντισυνταγματάρχης Ιππικού, Τάσος Λάμπρου. Η Ιη Ταξιαρχία είχε δύο Συντάγματα. Το 1ο Σύνταγμα κάλυπτε τις περιοχές Αγ. Ελεούσα, Τζιτζιφιές, Καλλιθέα, Παλαιά και Νέα Σφαγεία, Κουκάκι, Πλάκα, Ν. Σμύρνη, Φάληρο, Αγ. Βαρβάρα, Γλυφάδα, Βούλα, Βουλιαγμένη. Το 2ο Σύνταγμα είχε υπό τον έλεγχό του τις περιοχές Ν. Κόσμος, Δουργούτι, Αγ. Ιωάννης Βουλιαγμένης, Κατσιπόδι (Δάφνη), Υμηττός, Βύρωνας, Καισαριανή, Κουπόνια (Κάτω Ιλίσια), Ιλίσια, Ζωγράφου.[4]

Για τους ανθρώπους που συμμετείχαν στο αντιστασιακό κίνημα, αλλά και για αυτούς που τους ενίσχυσαν με ποικίλους τρόπους, η απελευθέρωση σηματοδότησε την επιστροφή στην ομαλότητα. Το κλίμα που κυριαρχούσε ανάμεσα στους κατοίκους των ανατολικών συνοικιών, ήταν αυτό της αναμονής για τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών, σύμφωνα και με τη δέσμευση του ΚΚΕ ήδη από το πρώτο τρίμηνο του 1943, όταν κυκλοφόρησε ως προγραμματική του διακήρυξη το κείμενο με τίτλο Λαοκρατία και σοσιαλισμός, στο οποίο δεσμεύονταν για το σχηματισμό, μετά την απελευθέρωση, Προσωρινής Κυβέρνησης «απ’ όλα τα εθνικά κόμματα και οργανώσεις, που δέχονται την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Η Προσωρινή κυβέρνηση θα προκηρύξει αμέσως ελεύθερο πανελλαδικό δημοψήφισμα για τον καθορισμό του πολιτεύματος (βασιλεία ή δημοκρατία). Η Προσωρινή Κυβέρνηση θα προκηρύξει ελεύθερες εκλογές για Συνταχτική Εθνοσυνέλευση, που θα συντάξει και θα ψηφίσει το Σύνταγμα.»[5]

Ακόμη και τα στελέχη του ΕΛΑΣ είχαν εισέλθει σε μια προοπτική ομαλής εξέλιξης. Χαρακτηριστικές ήταν οι συζητήσεις ανάμεσα στους αξιωματικούς του Πρότυπου Τάγματος Καισαριανής. Όπως θυμάται ο καπετάνιος του Τάγματος Παναγιώτης Αρώνης, πολλοί από τους συναγωνιστές του εξέταζαν την πιθανότητα να κάνουν χρήση της δυνατότητας που τους έδινε μέτρο της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, να ενταχθούν στον εθνικό στρατό, αποφοιτώντας από τη Σχολή Ευελπίδων με το βαθμό του υπολοχαγού και όχι του ανθυπολοχαγού, ως αναγνώριση για τη συμβολή τους στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.[6]

Αυτό το κλίμα άρχισαν να επισκιάζουν, από τα μέσα του Νοέμβρη του 1944, οι πρώτες προστριβές ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τα βρετανικά στρατεύματα. Σύμφωνα με εαμικές πηγές, στις 20 Νοεμβρίου Βρετανοί στρατιώτες επιχείρησαν να αφοπλίσουν τον ελασίτη Λουμπάρ στην Καισαριανή. Μετά την παρέμβαση του διοικητή του Προτύπου Τάγματος και αφού απειλήθηκε χρήση όπλων από την πλευρά των ελασιτών, οι Βρετανοί αποχώρησαν. Μια εβδομάδα αργότερα, η Ορεινή Ταξιαρχία που έδρευε στο Γουδί, ξεκίνησε τριήμερα στρατιωτικά γυμνάσια στην περιοχή ανάμεσα στην Καισαριανή και τα Κουπόνια (περιοχή που σήμερα βρίσκεται η Πανεπιστημιούπολη). Η πρόκληση αυτή για τον ΕΛΑΣ αλλά και τους κατοίκους της Καισαριανής, κορυφώθηκε όταν αδέσποτη σφαίρα σκότωσε τον 12χρονο Δουρμούση στην αυλή του σπιτιού του. Τέλος, την 1η Δεκεμβρίου, Βρετανοί στρατιώτες επιχείρησαν τον αφοπλισμό ελασίτη μπροστά από το αστυνομικό τμήμα Παγκρατίου. Η εμπλοκή του διμοιρίτη του Προτύπου Τάγματος Βασίλη Σαραντόπουλου είχε ως αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό του από ριπή αυτομάτου όπλου.[7]

Διαβάστε αύριο τη συνέχεια: Η έναρξη των συγκρούσεων στις ανατολικές συνοικίες

[1] Οργανωτική κατάσταση μήνα Οχτώβρη 1944 6ου Τομέα ΕΠΟΝ Αθήνας, Αρχείο ΕΠΟΝ, Ενότητα Α. Αθήνα, Νο 38, Α.Σ.Κ.Ι. Σε αυτή την οργανωτική κατάσταση ξεχωρίζουν οι δύο συνοικίες που είχαν τη σημαντικότερη συμβολή στην ανάπτυξη του εαμικού αντιστασιακού κινήματος στην περιοχή, η Καισαριανή με 2.750 μέλη και ο Βύρωνας (ο οποίος χωριζόταν σε Βύρωνα και Νέα Ελβετία) με 2.110 μέλη.
[2] Γιάννης Κυριακίδης, Εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας 1941-1945. Βιβλίο ΙΙ. Το Ι/1 Τάγμα του ΕΛΑΣ της Αθήνας και το αρχείο του, Νέα Σμύρνη 1985, σελ. 95.
[3] Ό.π., σελ. 95.
[4] Ορέστης Μακρής,Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας. Άνεμος λευτεριάς στις ανατολικές και νότιες συνοικίες 1941-1945. Χρονικό, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή 1985, σελ. 311-320.
[5] ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, τόμος Ε 1940-1945, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981, σελ. 134-135.
[6] Παναγιώτης Αρώνης, συνέντευξη στον γράφοντα, 5-10-2010.
[7] Οι ανατολικές συνοικίες τον Δεκέμβρη του 1944. Έκδοση της 6ης Αχτίδας της Κ.Ο.Α., Αθήνα 1945, επανέκδοση, Αθήνα, Ιστορικές Εκδόσεις 1976, σελ. 8-9.