Οι κατά φαντασίαν ασθενείς υπάρχουν. Αυτό είναι κάτι που ξέρετε. Αυτό που πιθανότατα δεν ξέρατε είναι ότι υποφέρουν πραγματικά. Οι σκέψεις και τα συναισθήματα μπορούν να μεταφερθούν στο σώμα με μυστήριους τρόπους και είναι εξίσου επίπονα με οποιαδήποτε φυσική ασθένεια.

Ads

Όταν καταπνίγουμε τα συναισθήματά μας, αυτά βρίσκουν μια άλλη διέξοδο για να κάνουν αισθητή την παρουσία τους, μέσω σωματικών ενοχλήσεων τις οποίες δύσκολα θα αγνοήσουμε. Πίσω από τα περισσότερα «ψυχο­σωμα­τικά συμπτώματα» κρύβεται συνήθως παρατεταμένο, χρόνιο στρες.

Πως μπορεί να πει κάποιος σε έναν ασθενή ότι η παράλυση, η τύφλωση ή οι επιληπτικές κρίσεις βρίσκονται στο μυαλό του; Η γιατρός Suzanne O’ Sullivan εξηγεί στο BBC, ότι πρόκειται για μια πολύ δύσκολη κατάσταση, κατά την οποία το άτομο υποφέρει πραγματικά.

Όταν η Suzanne O’Sullivan τελείωσε τις σπουδές της στην ιατρική στο Δουβλίνο ήρθε αντιμέτωπη με ένα πολύ περίεργο ιατρικό περιστατικό, αυτό της Ιβόν Η Ιβόν, όπως της είπαν, τακτοποιούσε τα ράφια στο σουπερμάρκετ που δούλευε, όταν ένας συνάδελφος της την ψέκασε καταλάθος με καθαριστικό στο πρόσωπο. Προσπάθησε να πλύνει τα μάτια της, να φύγει από τη δουλειά και να κοιμηθεί νωρίς, ελπίζοντας ότι θα αισθανόταν καλύτερα την επόμενη μέρα. Αλλά όταν ξύπνησε, τα έβλεπε όλα θολά και με δυσκολία μπορούσε να διακρίνει την ώρα στο ρολόι. Την επόμενη μέρα η κατάσταση επιδεινώθηκε και δε μπορούσε να ξεχωρίσει τη νύχτα και τη μέρα, το σκοτάδι και το φως.

Ads

Μετά από έξι μήνες συνεχών εξετάσεων, οι γιατροί δεν μπορούσαν να βρουν κανένα πρόβλημα με τα μάτια της. Τελικά εισήχθη στη μονάδα νευρολογίας όπου δούλευε η O’Sullivan. Κατά τη διάρκεια των τεστ, τα μάτια της Ιβόν φαίνονταν να ανταποκρίνονται στο περιβάλλον της, αλλά εκείνη συνέχισε να ισχυρίζεται ότι δεν έβλεπε τίποτα.

Οι περισσότεροι γιατροί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υποκρίνεται. Αλλά και η ίδια η O’Sullivan δεν πείστηκε τότε. Τώρα όμως έχει αλλάξει άποψη καθώς ειδικεύεται στις ψυχοσωματικές ασθένειες σε νοσοκομείο του Λονδίνου. Έρχεται συχνά αντιμέτωπη με ανθρώπους που έχουν παραλύσει από τη μέση και κάτω ή ανθρώπους που παθαίνουν κράμπες στα δάχτυλα και στα πόδια. Όμως στην πραγματικότητα όταν τους εξετάζουν οι γιατροί δε βρίσκουν κάποιο ιατρικό αίτιο, που σημαίνει ότι το πρόβλημα προέρχεται από το μυαλό και όχι από το σώμα. Συνεπώς, είναι πολύ πιθανό η Ιβόν να μην καταλαβαίνει τι της συμβαίνει ακριβώς και με κάποιο τρόπο το ασυνείδητο μέρος του μυαλού της απορρίπτει τις πληροφορίες προτού το συνειδητοποιήσει.

Αν και η O’Sullivan είχε δει ασθενείς όπως η Ιβόν από την αρχή της καριέρας της, το ενδιαφέρον εντάθηκε μόλις άρχισε να ειδικεύεται στην επιληψία. Οι ασθενείς συχνά έρχονταν σε αυτήν υποφέροντας από επιληπτικές κρίσεις, ενώ όταν έμπαιναν στο νοσοκομείο για τις κατάλληλες νευρολογικές εξετάσεις, δεν παρουσίαζαν καμία από τις εγκεφαλικές επιδράσεις της επιληψίας, αλλά αντίθετα ήταν «ψυχογενείς».

Στα συνέδρια λίγοι είναι αυτοί που ασχολούνται με τα ψυχοσωματικά συμπτώματα, που σημαίνει ότι οι περισσότεροι ασθενείς καταλήγουν να αισθάνονται «προσβεβλημένοι» από τη διάγνωση. «Η πρώτη τους αντίδραση είναι ‘νομίζετε ότι το κάνω με σκοπό’ ή ‘νομίζετε ότι δεν είναι πραγματικό και θα μπορούσα να το σταματήσω αν ήθελα’», λέει η O’Sullivan. Ο οργανισμός είναι πολύ εύκολο να βρει τρόπους και να μεταφέρει τα συναισθήματα αυτά στο σώμα. Σκεφτείτε απλά πόσο κουρασμένοι και ζαλισμένοι νιώθετε όταν είστε λυπημένοι και απογοητευμένοι για κάτι.

Στην πραγματικότητα, περίπου το 30% των επισκεπτών του οικογενειακού γιατρού και το 50% του γυναικολόγου παρουσιάζουν συμπτώματα που δεν μπορούν να εξηγηθούν επιστημονικά, υποδηλώνοντας ότι μπορεί να είναι ψυχοσωματικά. Η διαφορά είναι ότι για τους περισσότερους από εμάς τα συμπτώματα περνούν και μπορούμε να επιστρέψουμε στην κανονική μας ζωή, αλλά για τους ασθενείς της O’Sullivan είναι χρόνια και μπορεί να διαρκούν ακόμα και μια ζωή. Η ψυχολογική προέλευση της «νόσου» δεν καθιστά την τύφλωση, την κόπωση, τις επιληπτικές κρίσεις ή την παράλυση λιγότερο επικίνδυνη. «Πρόκειται για άτομα με ειδικές ανάγκες που βρίσκονται ίσως σε χειρότερη θέση από αυτά που νοσούν πραγματικά», τόνισε η O’Sullivan.

Η Καμίλα είχε διαγνωστεί με επιληψία πριν η O’Sullivan καταφέρει να δει ότι ήταν ψυχογενής. Περιγράφει πόσο ταπεινωτικές ήταν οι επιληπτικές κρίσεις, καθώς οι άνθρωποι προσπαθούσαν να σταματήσουν το τρέμουλο πάντα με τους λάθος τρόπους, πιέζοντας τα χέρια και τα πόδια της στο έδαφος, ενώ πολλοί την βιντεοσκοπούν και γελούν. Όσο περισσότερα γνωρίζει κανείς για αυτούς τους ασθενείς, τόσο πιο δύσκολο είναι να πιστέψει ότι κάποιος θα εκτίθεται σκόπιμα σε αυτή την ταπείνωση.

Σήμερα υπάρχουν πολλές έρευνα σχετικά με τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης ψυχοσωματικών ασθενειών, αλλά η O’Sullivan συνήθως παραπέμπει τους ασθενείς της σε ψυχίατρους ή ψυχοθεραπευτές, ώστε να ξεπεράσουν το στρες ή το τραύμα που τους οδηγεί στην ασθένεια. Και σε πολλές περιπτώσεις το πρόβλημα μπορεί να λυθεί. Η Καμίλ για παράδειγμα συνειδητοποίησε ότι οι επιληπτικές κρίσεις της μπορεί να έχουν συνδεθεί με το θάνατο του μικρού της γιου και αυτό τη βοήθησε να ανακάμψει με τον καιρό.

Οι ασθενείς με παράλυση ή μυϊκούς σπασμούς μπορούν επίσης να ανταποκριθούν καλά στη φυσιοθεραπεία. «Πρέπει να μάθουν πώς να χρησιμοποιήσουν και πάλι τα πόδια τους και εμείς οφείλουμε να τους παρέχουμε συνεχή υποστήριξη», λέει η O’Sullivan. Είναι συχνά ένας δύσκολος αγώνας, ιδιαίτερα στους επιληπτικούς η υποτροπή είναι κοινή. 

Μία από τις μεγαλύτερες ανησυχίες της O’Sullivan είναι το ποσοστό της λανθασμένης διάγνωσης, καθώς υπάρχουν γιατροί που παραβλέπουν την ψυχολογική προέλευση αυτών των ασθενειών και συνταγογραφούν λάθος φάρμακα ή ακόμα προχωρούν σε επικίνδυνες χειρουργικές επεμβάσεις. Αυτό προκύπτει κυρίως από την άγνοια των γιατρών, που υποθέτουν ότι είναι πολύ σπάνιο να κρύβεται μια ψυχολογική αιτία πίσω από τα ύπουλα συμπτώματα.

«Οι άνθρωποι που με επιληψία για παράδειγμα παίρνουν μια πολύ τοξική φαρμακευτική αγωγή για τουλάχιστον δύο χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η κατάσταση έχει γίνει μέρος της ζωής των ασθενών, αφού έχουν ενημερώσει το εργασιακό και φιλικό περιβάλλον με αποτέλεσμα να είναι πολύ δύσκολο να αποδεχθούν τη νέα διάγνωση. Το άτομο υιοθετεί τη γνώμη του γιατρού, του χορηγείται μια θεραπεία που δε χρειάζεται και παράλληλα δεν προχωρά στην μόνη θεραπεία που θα τον βοηθήσει, την ψυχοθεραπεία».

Ίσως εμπνευσμένη από την συνάντηση  με την Ιβόν στην αρχή της καριέρας της, θα ήθελε να αυξήσει την ευαισθητοποίηση για τις ψυχοσωματικές ασθένειες στα πρώτα στάδια της εκπαίδευσης ενός γιατρού. «Η αίσθηση μου είναι ότι πρέπει να ξεκινήσει από την ιατρική σχολή. Πρέπει να έχω συναντήσει αυτούς τους ασθενείς χιλιάδες φορές, αλλά δεν έχω καμία ανάμνηση να μου διδάσκουν πώς θα τους βοηθήσω». Προς το παρόν, ελπίζει ότι το βιβλίο που έγραψε να φέρει το θέμα ξανά στο προσκήνιο.