[…] Χτίστηκε μία ζωή, που αντί να την οδηγούμε, μας οδηγεί. Με έναν τρόπο, παρακολουθούμε τη ζωή μας, σαν να ‘μαστε τηλεθεατές! […] Περνάμε μια εποχή που είναι σαν να αλλάζουμε δέρμα. Και το δύσκολο δεν είναι να συνειδητοποιήσεις την ξεφτίλα απ’ έξω σου. Το δύσκολο είναι να δεις ότι και συ είσαι ένα κομμάτι αυτής της ξεφτίλας […] Ο σκηνοθέτης Πέτρος Ζούλιας, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη για το tvxs.gr, με αφορμή τις παραστάσεις του(Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου (για 4η χρονιά φέτος) και Δεν μ’ αγαπάς, μ’ αγαπάς),  για τη ζωή του, το έργο του, αλλά και τις σκέψεις και τις θέσεις του, με βάση το ερώτημα “Ποιές αιτίες μας έφεραν ως εδώ, και κυρίως τί πρέπει να κάνουμε;”.

Ads

Κρ.Π.: Από τα παιδικά σου χρόνια, τί πιστεύεις ότι έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην ιδιοσυγκρασία και μοιραία στο έργο σου;
 
Π.Ζ.: Αυτό που έχει παίξει καθοριστικό ρόλο είναι η θάλασσα. Διότι έχω καταγωγή από τη Μήλο, είμαι Κυκλαδίτης, οπότε όλα μου τα παιδικά χρόνια, και θα ‘λεγα, ακόμα και τώρα, οι πιο ελεύθεροι μήνες που βρίσκω πιο βαθιά τον εαυτό μου, έχουν συνδυαστεί με τη θάλασσα, αφού πηγαίνω ανελλιπώς από το 1965. Κοντεύουν 48 χρόνια…

Αυτά, λοιπόν, τα παιδικά καλοκαίρια στη Μήλο, είναι ένα κομμάτι που το κρατάω πολύ ζωντανό μέσα μου. Και ακόμα και σήμερα, είναι το μεγάλο μου καταφύγιο, γιατί εκεί συναντάω ανθρώπους που –ευτυχώς- δεν έχουν σχέση με τη δουλειά μου, ψαρεύω, έρχομαι σε ουσιαστική επαφή με τη φύση, και εδώ και πολλά χρόνια, είναι και το εργαστήρι της συγγραφικής μου δημιουργίας που μετά γίνεται θέατρο…

Στη Μήλο γράφτηκε η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, στη Μήλο γράφτηκε και το Δεν μ’ αγαπάς, μ’ αγαπάς. Στη Μήλο, γενικώς, δημιουργείται όλο αυτό που γεννιέται και μετά κοινωνείται επί σκηνής στην Αθήνα, το Χειμώνα.

Ads

Τώρα, εκτός από τη Μήλο, βέβαια, που έχει παίξει αυτόν τον καθοριστικό ρόλο, είναι και ο Πειραιάς.

Για μένα, οι άνθρωποι που γεννήθηκαν και έζησαν στον Πειραιά, κουβαλάνε αυτόν τον αέρα, και όλη αυτή την ιδιοσυγκρασία που μπορεί να γεννήσει ένα μεγάλο λιμάνι…

Γι’ αυτό έχω και από εκεί, πολύ ιδιαίτερες εμπειρίες και ωραίες αναμνήσεις. Και όπως κατάλαβα μέσα στα χρόνια, δεν έχουν καμία σχέση οι αναμνήσεις από αυτά τα χρόνια με τις αναμνήσεις που έχουν τα παιδιά που έζησαν στο κέντρο της Αθήνας, ή σε μια επαρχιακή πόλη. Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.

Νοσταλγώ το Β’ Λύκειο που πήγαινα στην Καστέλα, τις βόλτες στο Πασαλιμάνι, τα σινεμά που δεν υπάρχουν πια, όπως ήταν τότε το Παλλάς, το Σπλέντιτ… Νοσταλγώ, μέσα από αυτά τα χρόνια, αυτή την ωραία, την ελεύθερη ζωή που είχε λίγο η εφηβεία μου, με τα πρώτα τσιγάρα, με την περιπλάνηση στα Βοτσαλάκια, ή στην Πειραϊκή στα ουζερί…

Αυτό είναι ένα κομμάτι. Και λέω «η θάλασσα», γιατί το πιστεύω, ότι οι άνθρωποι που είναι νησιώτες και έχουν επαφή με τη θάλασσα, επειδή είναι ανοιχτή, δεν έχει όρια, έχουν και λίγο άλλη ανοιχτωσιά στο πως σκέφτονται και στο πως λειτουργούν.

Και επίσης, θα πω και κάτι που το λέω για τους Κυκλαδίτες, επειδή μας χαρακτηρίζουν τα μελτέμια… φυσάει αέρας στο κεφάλι μας!

Κρ.Π.: Τα τελευταία χρόνια, έχεις εστιάσει στην Ελλάδα, σε βιογραφίες, όπως της Ευτυχίας Παπαγιαννοπουλου, ή της Μαργαρίτας Καραπάνου (Μ’ αγαπάς, δε μ’ αγαπάς). Και γενικά σε ελληνικά έργα, όπως και η Κρητικοπούλα στη Λυρική Σκηνή… Πόσο σε απασχολεί η ελληνικότητα, ειδικά σήμερα; Και πόσο σε κεντρίζει αυτό το αυτοβιογραφικό – βιογραφικό κομμάτι στους ήρωες των έργων σου;
 
Π.Ζ.: Αυτό το θέμα με την ελληνικότητα, με την πατρίδα μου γενικότερα και με την παράδοσή της, λειτούργησε τα τελευταία χρόνια.

Τα πρώτα χρόνια της δουλειάς μου, όλο αυτό, δεν ήταν ελκυστικό. Λειτουργούσα φυγόκεντρα.

Δηλαδή, ενώ, προφανώς μέσα μου υπήρχε και το τραγούδι της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, και το ελληνικό λαϊκό τραγούδι και η ελληνική επιθεώρηση, όταν ξεκίνησα σαν σκηνοθέτης να δημιουργώ, με απωθούσε το ελληνικό έργο.

Νομίζω, ότι πέρασε σίγουρα μια δεκαετία που διαμορφώθηκε η κουλτούρα μας μέσα από τον βομβαρδισμό του Ευρωπαϊκού κινηματογράφου(Βάιντα, Φελίνι, Μπέργκμαν, Φασμπίντερ). Είχα, λοιπόν, διαποτιστεί από την ευρωπαϊκή «προπαγάνδα», μαζί με την αμερικάνικη, και θεωρούσα λίγο μπανάλ, λίγο ξεπερασμένο, το να καταπιαστώ με τα ελληνικά θέματα και τα ελληνικά κείμενα. Είχα αυτή την πετριά, αυτή τη στάση…

Και μέσα στα χρόνια, όχι απλώς, σιγά σιγά, «επέστρεψα», αλλά έγινα και φανατικός. Δηλαδή, μπορώ να πω ότι ο βασικός λόγος που δέχτηκα να κάνω την Κρητικοπούλα, ήταν ότι είχα να κάνω με ένα σπάνιο ελληνικό μουσικό έργο, ενός πολύ μεγάλου Έλληνα συνθέτη, που κινδύνευε να χαθεί για πάντα, να το πάρει το χρονοντουλαπο της ιστορίας και να τελειώσει… στην κυριολεξία. Είχε να ανέβει 88 χρόνια, και τις παρτιτούρες και το λιμπρέτο το μαζεύαν μέχρι και τις πρόβες…

Παρόλ’ αυτά, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ήρθε μπροστά μου, αναζητώντας μια ηρωίδα, η οποία να έχει αυτό –που το είχα, μάλλον, εγώ ανάγκη- το δαιμόνιο της ελληνικής φυλής, που μπορεί να γεννά πάνω στην ξερή πέτρα, πάνω στον πόνο, πάνω στη φτώχεια, πάνω στο αδιέξοδο, και να έχει την εσωτερική δύναμη όλο αυτό το σκοτάδι να το κάνει μετά ζωή, τραγούδι, φως… 

Μια τέτοια ηρωίδα, με όλα αυτά τα στοιχεία, βρήκα στο πρόσωπο της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, που ήταν και το κύριο στοιχείο που με ερέθισε. Δεν ήταν το κομμάτι της στιχουργού, αλλά η προσωπικότητα η ίδια, ο άνθρωπος που μπορούσε να δανειστεί λεφτά να πάρει ταξί, ενώ δεν είχε ούτε για να πάρει το λεωφορείο!

Δηλαδή, ο άνθρωπος που είχε αυτή την ελληνική τρέλα, και το πάθος για ζωή, άρα μιλάμε για έναν θηλυκό Ζορμπά…
 
Κρ.Π.: Πολύ ωραίο…
 
Π.Ζ.: Έτσι με τράβηξε η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Και πρέπει να πω, μια που μιλάμε για ελληνικότητα, προχτές μου έλεγαν, στο θέατρο, παιδιά 19-20 χρονών, ότι ανακάλυψαν ποια ήταν αυτή η γυναίκα, και ότι μαζί με τα τραγούδια τα οποία υπήρχαν με κάποιον τρόπο στο dna τους, από γιορτές, από πάρτι, από γάμους, από διάφορα ακούσματα, ξαφνικά έγινε ένα μοντάζ μέσα τους, και πλέον, όλο αυτό το μουσικό ταξίδι είχε την ταυτότητα του δημιουργού, είχε τη γνωριμία με την προσωπικότητα αυτής της γυναίκας…

Και το θεωρώ πάρα πολύ ωραίο, ότι τόσο νέοι άνθρωποι ανακαλύπτουν μια τόσο σημαντική, τόσο δυνατή παράδοση μουσικά, αλλά και μέσα απ’ αυτό, μαθαίνουν με έναν τρόπο κομμάτια που έχουν να κάνουν με μια Ελλάδα που… χάνεται; Που χάθηκε; Που θέλουμε να την ξαναφέρουμε μπροστά σε μια εποχή μεγάλης μελαγχολίας, ήττας, και αδιεξόδου; Δεν ξέρω τι απ’ ολ’ αυτά είναι πιο κυρίαρχο…

Κρ.Π.: Επίσης, είναι γυναίκες οι ηρωϊδες σου…
 
Π.Ζ.: Λένε οι φίλοι και οι φίλες μου, ότι είμαι ένας σκηνοθέτης που αγαπάει πολύ τις γυναίκες, με την έννοια ότι πραγματικά έχω δουλέψει και με πολλές και με φοβερά αξιόλογες γυναίκες πρωταγωνίστριες, και έχω καταπιαστεί με τέτοια θέματα.

Και νομίζω, ότι αυτό που… κορύφωσε αυτή την πορεία, είναι το Δεν μ’ αγαπάς, μ’ αγαπάς, που πραγματικά μπαίνεις στην αρχετυπική σχέση μάνας – κόρης, δηλαδή, δύο θηλυκοί πόλοι, και δύο σπουδαίες γυναικείες προσωπικότητες.

Ναι, με γοήτευσε και με γοητεύει το γυναικείο φύλλο, διότι έχει αυτά τα στοιχεία της ευαισθησίας, έχει κομμάτια τα οποία καταλαβαίνω αλλά έχει και κομμάτια που με γοητεύουν γιατί, ακριβώς, δεν μπορώ να τα πιάσω, μόνο απλώς να πω ότι με έλκουν και προσπαθώ όσο μπορώ να τα ακουμπήσω.

Κρ.Π.: Στο Δεν μ’ αγαπάς, μ’ αγαπάς, ποιό είναι το κομμάτι που στάθηκες περισσότερο όταν ετοίμαζες την παράσταση;
 
Π.Ζ.: Αυτό που προσπάθησα, από μια ειδική σχέση(Ρίτας Λυμπεράκη -Μαργαρίτας Καραπάνου) ακραία, ήταν να φωτίσω ένα πολύ μεγάλο σύνολο σχέσεων, δηλαδή να περάσω από το ειδικό στο γενικό και να κάνω με έναν τρόπο αυτή την παράσταση, να ανοίξει πληγές και σκοτεινά δωμάτια που έχουμε είτε ως παιδιά προς το γονιό μας, είτε ως γονείς προς τα παιδιά μας.

Επειδή είμαι και γονιός, όταν το έγραφα, όταν έκανα τη διασκευή βασιζόμενος στα γράμματα και σε όλο αυτό το υλικό της Καραπάνου και της Λυμπεράκη, πρέπει να σου πω ότι ήρθα και στις δύο θέσεις.

Δηλαδή, και ως παιδί, μου βγήκαν και ξαναείδα θέματα, και ζητήματα, που μέχρι να φύγουν οι γονείς από τη ζωή, ή και αφού έχουν φύγει από τη ζωή οι γονείς, παραμένουν, είναι κυρίαρχα και ζωντανά… Πώς λέγαμε για την σημασία της παιδικής ηλικίας; Πόσο μάλλον για τις σχέσεις μας με τους γονείς μας…

Και από την άλλη, ήρθα, βέβαια, και στην άλλη πλευρά, του γονιού.

Η Ρίτα Λυμπεράκη, ήταν μια γυναίκα που εκείνη την εποχή, πάμπλουτη αλλά με έναν τρόπο αυτοεξόριστη, χάθηκε μέσα σε οράματα, μέσα σε ιδεολογικές τάσεις, μέσα σε πρότυπα τις εποχής της.

Αυτή, λοιπόν, η γυναίκα, μου θύμισε τη σημερινή μητέρα, και το σημερινό γονιό. Γιατί ο σημερινός γονιός, είτε είναι μητέρα ή πατέρας, έχει αυτό το φόρτο του επαγγελματικού χρόνου, εις βάρος πάρα πολύ συχνά του προσωπικού, έχει πάντα αυτή την αίσθηση μιας ενοχής, ενός στοιχείου εγκατάληψης σε σχέση με το παιδί του, γιατί ποτέ δεν φτάνει ο χρόνος, γιατί είναι έτσι οι ρυθμοί της ζωής, ειδικά όταν μιλάμε για ρυθμούς ζωής σε μια μεγάλη αστική πόλη, όπως είναι η Αθήνα.

Άρα λοιπόν, νιώθεις, ότι κάποια από τα στοιχεία της Λυμπεράκη, που είναι μια γυναίκα πρωτοπόρα, που αναζητά μια άλλη πατρίδα(εξ ου και φεύγει στη Γαλλία, για να ζήσει στο Παρίσι, το Μάη του ’68, και να γνωρίσει ανθρώπους, να γράψει, να εξελιχθεί στη δουλεία της), έχει στοιχεία από το σημερινό γονιό, ο οποίος το ξαναλέω, χάνεται μέσα στις επαγγελματικές υποχρεώσεις του, και πολύ συχνά, έχει πάρα πολύ λίγο χρόνο και ενέργεια, και αποθέματα…
 
Κρ.Π.: Άρα, ήταν… πρωτοπόρα η Λυμπεράκη και όσον αφορά στο ρόλο της ως μητέρα, δηλαδή. Αφού, η ελληνική οικογένεια, μέσα σε πάρα πολύ λίγα χρόνια πέρασε μεγάλες αλλαγές… κι ενώ οι οικογένειες, τότε, είχαν την τάση να τα δίνουν όλα για τα παιδιά τους. Αντίθετα, εδώ και αρκετά χρόνια, και σήμερα, οι γονείς δίνουν τα πάντα ο καθένας κυρίως για τον εαυτό του και για τη σχέση του.
 
Π.Ζ.: Φτάνουν σήμερα τα παιδιά, να διεκδικούν την οικογενειακή συγκέντρωση και την επαφή με το γονιό, που εμείς την είχαμε δεδομένη. Το τραπέζι… Το να βρεθούν όλοι μαζί, είναι πια το ζητούμενο. Κάτι που σε μας ήταν όχι απλώς δεδομένο, αλλά και κάτι που περίσευε, με την έννοια ότι γινόταν και απωθητικό. έως φυλακή. Ασφυχτικό.

Λοιπόν, αυτό είναι ένα κομμάτι, που το Δεν μ’ αγαπάς, μ’ αγαπάς, φωτίζει. Και έχει να κάνει με το πώς φωτίζονται σκοτάδια αυτής της σχέσης, πως βγαίνει όλη η γκάμα, όλος ο μηχανισμός που φτάνει από την ανάγκη και την εξάρτηση στην απόλυτη ανάγκη να απεξαρτηθείς, να ξεπεράσεις το γονιό σου για να προχωρήσεις σ’ αυτή τη ζωή, στο να φτάσεις να τον αμφισβητήσεις για να μπορέσεις πραγματικά να έχεις μια δική σου προσωπικότητα και μια δική σου εξέλιξη. Αυτό που μετά μανίας προσπάθησε και η Μαργαρίτα Καραπάνου…

Κρ.Π.: Και με μεγάλο κόστος. Γιατί, κάποιοι άνθρωποι που προσπαθούν να βρουν την ανεξαρτησία τους, χωρίς να ταυτιστούν και να επαναλάβουν μόνον όσα έκαναν οι γονείς τους, μπορεί να περάσουν και από πολύ δύσκολες καταστάσεις, προσπαθώντας, ακόμα και να επιλύσουν θέματα που οι γονείς ούτε άγγιξαν…
 
Π.Ζ.: Φτάνει να πω, ότι σε μία συνέντευξή της, η Μαργαρίτα, είπε για τη μητέρα της, ότι “δε μου άφησε τίποτα, ούτε ένα όνομα δικό μου…”
 
Κρ.Π.: Νομίζω, το είχε πει στην εκπομπή «Η ζωή είναι αλλού».
 
Π.Ζ.: Η μητέρα της λεγόταν Μαργαρίτα (Ρίτα) Λυμπεράκη και η ίδια λεγόταν Μαργαρίτα Λυμπεράκη – Καραπάνου.

Η συγγραφέας Ρίτα Λυμπεράκη, ξαφνικά, γεννά ένα κορίτσι, στο οποίο δίνει ακόμα και το μικρό της όνομα. Τέτοια ήταν η κυριαρχία πάνω σε αυτό το παιδί. Και πρέπει να πω ότι η κόρη της, η Μαργαρίτα Καραπάνου, έγινε συγγραφέας, δηλαδή, αυτό που ήταν και η μητέρα της, αλλά με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο, ξεπερνώντας τελείως τη συγγραφική ταυτότητα της Λυμπεράκη και προσπαθώντας με πάρα πολλά εμπόδια και τραύματα, να κερδίσει έναν δικό της χώρο σ’ αυτό το σπίτι, και μια δική της αυτόνομη ύπαρξη.

Επίσης, κάτι άλλο που μου άρεσε, ήταν ότι η γενιά της Λυμπεράκη, είναι μια γενιά που διαμόρφωσε πολιτικά, κοινωνικά, αισθητικά, ιδεολογικά, τη γενιά της Καραπάνου. Έχουμε λοιπόν, μια μετεμφυλιακή γενιά, που θα παίξει κυρίαρχο ρόλο μετά τη μεταπολίτευση.

Μέσα στην αλληλογραφία της, φαίνεται, όπως γράφει η Λυμπεράκη, ότι… αλλάζουν όλα, ότι αλλάζει σελίδα η Ελλάδα, αλλάζει σελίδα η ιστορία, και ξεκινάει κάτι πάρα πολύ ωραίο, με φοβερές λύσεις ζωής…  Αυτά ακούγονται και φαίνονται, σήμερα, πολύ αβάσταχτα, για το πόσο προδόθηκαν, και πως τελικά, μια γενιά, ίσως διαμόρφωσε μια άλλη γενιά που είναι πιο ανάπηρη, με κενά, που πρόδωσε, που προδόθηκε.

Δηλαδή, παρακολουθεί κάποιος και μια ανάπλαση ιστορίας μεσα από την παράσταση, που έχει να κάνει με τέσσερις δεκαετίες καθοριστικές, γι αυτό που είμαστε και γι αυτό που είναι η Ελλάδα σήμερα.

Κρ.Π.: Και η άλλη παράσταση, της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, που ανεβαίνει για 4η χρονιά, φέτος, στο θέατρο Χώρα, που «παρακολουθεί» την αμέσως προηγούμενη γενιά… Τι συμβαίνει μ’ αυτή την παράσταση;
 
Π.Ζ.: Στο τέλος πάντα οι άνθρωποι χειροκροτούν όρθιοι. Και αυτό που δημιουργεί, είναι μία τέτοια συγκινησιακή κατάσταση που νομίζω ότι μόνο σε συναυλίες το έχω δει… ή σε συγκεντρώσεις πολιτικές.

Έχουν γίνει πολλές παραστάσεις και πολύ καλύτερες από την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Όμως, αυτό που πάντα συμβαίνει, να βλέπω τους ανθρώπους όρθιους επί τόση ώρα, να χειροκροτάνε, να κλαίνε, να τραγουδάνε, είναι κάτι που δεν το έχω δει, ούτε σε παραστάσεις άλλων, ούτε σε δικές μου, και το ξαναλέω, για να μην παρεξηγηθώ, δεν έχει να κάνει με το ότι είναι ή δεν είναι μια καλή παράσταση(που προφανώς είναι και έχει βραβευτεί), αλλά πέρα από αυτό, είναι εκείνο που δημιουργεί!

Μ’ έχει εκπλήξει ότι από το 2006 που ανέβηκε, συνεχώς, φαίνεται, να έχει ο κόσμος όλο και περισσότερο ανάγκη αυτή τη γυναίκα. Δηλαδή, αυτά που λέει, αυτό που μπόρεσε να κάνει στη ζωή της, αυτό που κατάφερε να ξεπεράσει, μέσα στ’ αδιέξοδα και στα τραύματα.

Κρ.Π.: Και έχει ανάγκη και την ψυχή της, την αυθεντικότητά της; Εκτός του ότι, έχει ανάγκη να τιμήσει και εκείνη τη γενιά της, που υπέφερε από την ίδια την ιστορία…; Όπως και αυτή τη ζωή, τον ενθουσιασμό της. Γιατί δεν ξέρω αν το έχεις παρατηρήσει, τα τελευταία χρόνια οι έλληνες, κατάφεραν μάλλον να γίνουν… ξενέρωτοι τηλεθεατές;
 
Π.Ζ.: Με έναν τρόπο, κρύφτηκαν μπροστά στις τηλεοράσεις, και σε όλο αυτό το πράγμα που τρομάζει αυτή τη στιγμή, και ρέπουμε όλοι προς μελαγχολία ή και κατάθλιψη. Δηλαδή, αν αφεθεί κανείς σ’ αυτά που συμβαίνουν, ναι, πραγματικά, είναι εύκολο να παραιτηθεί.

Η Ευτυχία λοιπόν, νομίζω, ως προσωπικότητα και η παράσταση, όπως διαμορφώθηκε, έχει αυτό το… θα ‘λεγα, το πολύ δυνατό: Ζήσε, προχώρα, και συνέχισε. Μην παραιτείσαι!

Κρ.Π.: Και ζήσε και με πάθος, με δημιουργικότητα, με σύνθεση!

Π.Ζ.: Ναι! Το ότι η ευτυχία έζησε κάνοντας τον πόνο της τραγούδι, μετά το θάνατο της κόρης της, ή ότι μπορούσε με κάτι να χαίρεται και να δημιουργεί και την ίδια στιγμή αυτό που δημιούργησε(έναν στίχο γραμμένο σε ένα χαρτί) να το καίει για ν’ ανάψει ένα τσιγάρο, το οποίο τσιγάρο εκείνη τη στιγμή το είχε απόλυτη ανάγκη… Άρα ζουσε τη στιγμή, και φχαριστιότανε την ανάγκη! Ήθελε να καλύψει την ανάγκη της στιγμής… Αυτό πραγματικά, είναι κάτι που το χάνουμε, και ο κόσμος, μάλλον, έχει πάρα πολύ ανάγκη να το ξαναπιστέψει.

Κρ.Π.: …και όπως είπαμε την αυθεντικότητα; Γιατί πιστεύω ότι η αυθεντικότητα είναι αυτή που γεννάει τον πολιτισμό, που είναι η ψυχή μας…
 
Π.Ζ.: Έτσι ακριβώς.
 
Κρ.Π.: Οπότε, αν η ψυχή μας δεν έχει την αυθεντικότητα…

Π.Ζ.: Ναι, και νομίζω, ο κόσμος αυτή τη στιγμή, το αυθεντικό το αντιλαμβάνεται, και με έναν τρόπο το τιμά. Κι αυτό θα γίνει ακόμα πιο έντονο τα επόμενα χρόνια. Δηλαδή, οι καιροί απαιτούν να γίνουμε περισσότερο τίμιοι και ειλικρινείς. Εμείς που θέλουμε κάτι να πούμε σ’ αυτόν τον κόσμο, κάτι να επικοινωνήσουμε, κάτι να μεταλάβουμε…

Επειδή περάσαν πολλά χρόνια μιας καλλιτεχνικής αλαζονείας, που φτάσαμε πάρα πολύ συχνά να υπηρετούμε εντελώς τη φόρμα και όχι το περιεχόμενο, να ξεχνάμε την βασική αποστολή του θεάτρου που έχει να κάνει με την επαφή με τον κόσμο, με την πλατεία, νομίζω ότι ξανάρχεται αυτή η αναγκαιότητα, κι εκεί τα πράγματα θα ξεκαθαρίσουν ακόμη περισσότερο.

Το λέω σε σχέση με το αυθεντικό, και σε σχέση με το να παίρνει κανείς κάτι…
 
Έπεσαν πολλά χρόνια θλίψης. Όχι μόνο στο θέατρο, αλλά και στον κινηματογράφο. Υπήρχε ένα περίσσευμα το οποίο δεν ήταν μόνο οικονομικό. Ήταν ένα περίσσευμα χρόνου:

Μπορούσαμε να δούμε 5-10 παραστάσεις παραπάνω, μπορούσαμε να μείνουμε εμείς οι δημιουργοί λίγο περισσότερο σε μια πιο εσωτερική σχέση δική μας με το αντικείμενό μας, ξεχνώντας τον αποδέκτη…

Αυτά που συμβαίνουν τώρα, λοιπόν, είναι για μένα μια ελπίδα. Σ’ αυτή την εποχή που ζούμε, θα καθαρίσει πολύ το τοπίο, και θα μας αναγκάσει όλους να πάμε λίγο πιο βαθιά στην αλήθεια και στην ουσία, της ζωής μας και της τέχνης που προσπαθούμε να υπηρετήσουμε.

Κρ.Π.: Σε κάθε παράσταση, θέλεις να δίνεις έναν τόνο αισιοδοξίας και ανάτασης… Αυτό είναι ανάγκη; Είναι θέση;
 
Π.Ζ.: Είναι θέση. Δηλαδή, παρόλο που νιώθω ότι πολλές φορές και γω ρέπω προς την απαισιοδοξία, νομίζω ότι είναι απαραίτητο, όσο μπορούμε, να αφήνουμε κάποιο παράθυρο, κάποια πόρτα ανοιχτή, να μπει φως στην ψυχή μας, στο μυαλό μας.

Δεν μ’ αρέσει να φεύγω με την απόλυτη αίσθηση ενός δράματος. Εξ’ άλλου, λίγο, τα υπονομεύω αυτά. Γιατί έτσι πιστεύω ότι είναι και η ζωή μας, και η φύση μας. Ότι μέσα στο σκοτάδι υπάρχει φως, ότι δεν καταλαβαίνεις το μαύρο… αν δεν βάλεις δίπλα του το λευκό, δεν καταλαβαίνεις το δράμα αν δεν βάλεις τον καταλύτη του χιούμορ, της κωμωδίας.

Δεν πιστεύω ότι είμαστε ή το ένα ή το άλλο. Και στις κωμωδίες μου υπάρχουν κάποιες στιγμές που βγάζουν μια πίκρα και ένα μελαγχολικό στοιχείο. Και ανάλογα στα δράματα… όπως στην παράσταση, Δεν μ’ αγαπάς, μ’ αγαπάς, μου έκανε εντύπωση πώς σ’ ένα τόσο σκληρό θέμα, τρεις, τέσσερις, ή πέντε φορές, γελάει η πλατεία, και λέω πως αυτό είναι κάτι πάρα πολύ υγιές…

Θυμάμαι μία συνέντευξη του Τένεση Ουίλιαμς, που έλεγε γι’ αυτά τα υπέροχα ψυχολογικά δράματα που έγραφε: «Έχουν παρεξηγήσει τα έργα μου. Είμαι ευτυχισμένος να μπορούν σε διάφορα σημεία τους και να γελάσουνε οι θεατές…».

Νομίζω, λοιπόν, ότι αυτή η ισορροπία, αυτή η τραμπάλα, μεταξύ του κωμικού και του δραματικού, έχει να κάνει με μια φιλοσοφία ζωής και μια στάση.

Ναι. Τα περισσότερα έργα μου, ακόμα κι αυτά που τελειώνουνε και συνήθως οι άνθρωποι είναι δακρυσμένοι, όπως ήταν τα Έξι μαθήματα χορού σε έξι εβδομάδες, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, το Μίζερι, το Χάρολντ και Μωντ, και τώρα το Δεν μ’ αγαπάς, μ’ αγαπάς, νιώθω ότι στο τέλος, μπορεί να κλαίνε, αλλά και με έναν πολύ περίεργο τρόπο μπορεί και να χαμογελάνε… Είναι αυτό το διπλό, ο κλαυσίγελος που λέμε…

Δημιουργείται μια συγκίνηση, που δεν έχει οριοθέτηση, γιατί δεν μου αρέσει, δεν πιστεύω ότι πρέπει να έχει.
 
Κρ.Π.: Μένει η ζωή…
 
Π.Ζ.: Φέρνει μια ταραχή, που ακόμα κι αν είναι κλάμα, είναι κλάμα κάθαρσης. Γιατί μετά από δύο λεπτά είσαι καλύτερα. Δεν είσαι πολύ χειρότερα. Δεν μπορώ στις παραστάσεις και στις ταινίες και τα μυθιστορήματα, που τελειώνουν και δεν μου έχουν δώσει κανένα δρόμο, κανένα παραθυράκι, για να μπορώ να δω λίγο πιο αισιόδοξα το θέμα τους.
 
Κρ.Π.: Τώρα που είπες για δρόμο… Ποιές αιτίες μας έφεραν ως εδώ, πιστεύεις, και κυρίως τί πρέπει να κάνουμε;
 
Π.Ζ.: Αυτό είναι, πραγματικά, ένα δύσκολο και σύνθετο θέμα για να απαντηθεί. Νομίζω, ότι η ίδια η μεταπολίτευση, έτσι όπως ξεκίνησε, έφερνε μια πολύ μεγάλη ελπίδα.

Πιστεύω, ότι από ένα σημείο και έπειτα, όμως, προδόθηκαν ιδεολογίες και πρότυπα, υπήρξε τρομερός εφησυχασμός, ζήσαμε λίγο σ’ αυτό το… ακουμπάμε στην Ευρώπη, και σε κάποια πακέτα και σε κάποια χρήματα, που σε μια μεγάλη κατηγορία του κόσμου ήρθαν λίγο ως πολύ εύκολα, κι άρχισε όλη αυτή η –με έναν τρόπο- κανιβαλική κατάσταση, σε σχέση με τον συνδικαλισμό, σε σχέση με το πώς ζούμε την καθημερινότητά μας…

Δηλαδή, διαγράψαμε μεγάλα κομμάτια από την παράδοση και την ιδεολογία μας και τα οράματά μας. Με έναν τρόπο, λοιπόν, αρχίσαμε να γινόμαστε όλο και φτωχότεροι, πνευματικά και ιδεολογικά, αλλά με μία σχετική άνεση στο βιοπορισμό μας.

Τώρα, λοιπόν, βλέπουμε όλοι, ότι υπάρχει μια ανάγκη πάλι να δημιουργηθεί ένα κίνημα, να ξαναστηθεί εκ θεμελίων ένα πρότυπο, με καινούργιους ανθρώπους, πάνω στο πώς να διαχειριστούμε όλα αυτά τα μεγάλα θέματα που έχουν να κάνουν με τον τόπο μας. Το οποίο είναι δύσκολο, γιατί φτάσαμε σ’ έναν πάτο…

Αλλά, σ’ αυτόν τον πάτο, νομίζω ότι είχαμε συμμετοχή. Μας κατηύθυναν, βεβαίως η μεγάλη ευθύνη είναι των κυβερνήσεων και της πολιτικής εξουσίας, αλλά πιστεύω ότι σ’ έναν βαθμό και εμείς, λίγο σαν ψιλοναρκωμένοι, χαλαρωμένοι, εφησυχασμένοι, παραδοθήκαμε για κάποιες δεκαετίες, και σιγα σιγά το κακό και η ευκολία, διαβρωνει. Είναι πολύ πιο εύκολο να μεταδοθεί το κακό, απ’ ότι το καλό και το ωραίο. Και σιγά σιγά δημιουργήθηκε μια σήψη πνευματική, κοινωνική, νοοτροπίας.

Όλα αυτά, σαν στάχτη, πρέπει να ανακατευτούν πάλι με όλα τα υλικά, και να ξαναβγεί μια καινούργια σπίθα, να ξαναπάρουμε πάλι φωτιά, και να δούμε ένα νέο προσανατολισμό.

Αυτή τη στιγμή, καταρρέει όλο το καπιταλιστικό σύστημα. Έχουν καταρρεύσει μεγάλα οράματα και πρότυπα που είχαμε. Όλοι βρεθήκαμε, οι περισσότεροι από εμάς, σε διάφορες σημαίες από κάτω, και υπήρξε μία ήττα…

Αλλά, είναι χρέος μας, να προσπαθήσουμε να συνεχίσουμε να ζούμε.

Θα πω κάτι που είπε κάποια στιγμή η Φωτεινή Τσαλίκογλου: Ακόμα κι αν αποδείχτηκαν διάφορα πράγματα ουτοπικά, ακόμα κι αν ξέρουμε ότι μπορεί σήμερα να δημιουργούμε μια νέα ουτοπία, είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί για να κινητοποιηθούμε. Αλλιώς θα παραδοθούμε στη σήψη και στην απάθεια. Θα γίνουμε απαθείς, παθητικοί θεατές αποφάσεων που άλλοι παίρνουν για μας. Που είναι, ότι χειρότερο…

Κρ.Π.: Και το οποίο έχει συμβεί… Γίναμε τηλεθεατές… Ενδιαφερόμαστε μόνο για το “Τί έγινε;” και “Τι γίνεται;”και όχι πώς θα συμμετέχουμε σ’ αυτό…
 
Π.Ζ.: Βεβαίως έχει συμβεί. Έτσι ακριβώς. Είμαστε θεατές της ζωής μας.

Πιάνω πολλές φορές τον εαυτό μου, και τώρα που έχουν φτάσει τα δύσκολα, να παρατηρώ τη ζωή μου, και να λέω:

Εγώ τώρα, τι από αυτά που κάνω, τά ‘χω επιλέξει, τα θέλω πραγματικά, τα πιστεύω πραγματικά;

Χτίστηκε μία ζωή, που αντί να την οδηγούμε, μας οδηγεί. Με έναν τρόπο, παρακολουθούμε τη ζωή μας -πολύ ωραία το είπες- σαν να ‘μαστε τηλεθεατές! Ακόμα και αυτό που λέμε ψυχαγωγία, επικοινωνία, επαφή, έρωτας, νομίζω ότι γίνεται με έναν τρόπο όπως κάνουμε ζάπινγκ…

Δηλαδή, βλέπεις για παράδειγμα, το Σάββατο το βράδυ, βγαίνει ο κόσμος, ντε και καλά να διασκεδάσει! Να εκτονωθεί, να χορέψει, να τα κάνει όλα! Και μετά, κυκλοφορώ την επόμενη νύχτα στο Σύνταγμα και είναι μια άδεια πόλη που όλοι κοιμούνται, γιατί πρέπει το πρωί σαν τα μυρμήγκια να ξυπνήσουν και να τρέχουν πίσω απ’ όλο αυτό που μας έχουνε κάνει να τρέχουμε!

Είναι σαν να έχει προγραμματιστεί από κάποιους άλλους, ότι… το Σάββατο το βράδυ, «ζούμε». Ενώ εμείς ήμασταν ένας λαός, που ήξερε, και μπορούσε να ζήσει και να βγει και τη Δευτέρα, και την Πέμπτη και το Σάββατό του, και την Κυριακή του.
 
Και αρχίζει πλέον και στεγανοποιείται, όλο αυτό που εμείς έχουμε σαν ταπεραμέντο. Δηλαδή, που μπορεί να μιλάμε τώρα και να σου πω, δεν τα λέμε και από κοντά σε δυο ώρες; Αυτό σιγά σιγά χάθηκε…

Χάθηκε δηλαδή, αυτή η τρέλα, η ρωμαίικη -ωραία τρέλα, αυτό το πάθος… της Ευτυχίας. Του Ζορμπά… Το οποίο, μας λείπει.

Εγώ, βρίσκω πια τέτοιους ανθρώπους -και πραγματικά όταν τους βρω, υποκλίνομαι- ή εκτός της Αθήνας, ή άντε να πετύχω στους τόσους που γνωρίζω, έναν δύο αυθεντικούς ωραίους τρελούς(δεν εννοώ κλινικές περιπτώσεις…) με μία ωραία τρέλα, και κει λες, δόξα το Θεό! Αλλά, πια, αυτοί, είναι πάρα πολύ λίγοι.
 
Βλέπεις, αντίθετα, αυτό το σικέ, το δήθεν, το πώς γιορτάζουμε…  πώς μάθαμε να στήνουμε τις εξόδους μας.

Κι εμείς στην Αθήνα, πληρώνουμε διπλά και τριπλα όλο αυτό το σκουπιδαριό, του πώς διασκεδάζουμε και πως ζούμε. Γιατί στην επαρχία, τουλάχιστον, μπορεί να βρίσκονται το βράδυ σ’ ένα καφενείο, ή σ’ ένα σπίτι, αλλά βρίσκονται. Βρίσκονται πιο αληθινά. Εμείς χάσαμε και αυτό. Δεν το ‘χουμε.

Στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, που ήμουν για τις παραστάσεις και βρισκόμουν με ανθρώπους πολύ απλά για έναν καφέ, τους έλεγα ότι αυτό στην Αθήνα, είναι αδύνατον να συμβεί. Γιατί εκτός των άλλων, δεν στο επιτρέπει ο ρυθμος της ζωής.
 
Κρ.Π.: Και τα καφέ στην Αθήνα είναι απρόσιτα και απρόσωπα. Ποιά καφέ στην Αθήνα έχουν καλή ελληνική μουσική, για παράδειγμα; Ενώ στην Θεσσαλονίκη υπάρχουν.
 
Π.Ζ.: Η Θεσσαλονίκη, έχει κομμάτια, που ακόμα, είναι πιο κοντά στο αυθεντικό…

Ίσως επειδή, το καφενείο, που είναι τελείως ελληνικό και δικό μας πράγμα, ως τόπος συνάντησης, έγινε καφετέρια! Ή οι μπουάτ, που έτρωγες, έπινες, τραγουδούσες με την παρέα σου, εξελίχθηκαν σ’ αυτά τα σόου, τύπου Λας Βέγκας!
 
Κρ.Π.: Απρόσωπα…
 
Π.Ζ.: Ναι, σκηνοθεσίες, τεχνάσματα επικοινωνιακά, με όλο αυτό το μάρκετινκ…
 
Κρ.Π.: …και πιθηκισμοί, με στόχο το οικονομικό κέρδος..
 
Π.Ζ.: Ναι! Δεν έχει τίποτα να κάνει, με αυτό το απλό, ελληνικό λαϊκό γλέντι, με το μαγαζί που συγκεντρώνονταν οι άνθρωποι…
 
Κρ.Π.: Και ενώνονταν…
 
Π.Ζ.: Είναι να ξαναδούμε αυτές τις παλιές ελληνικές ταινίες, να δούμε πώς ήταν αυτά τα μαγαζιά… Που ξαφνικά, τα βλέπω, όπως πρόσφατα το Κοροϊδάκι της Δεσποινίδος, και ξαφνικά συνειδητοποίησα, πόσο ευγένεια και γούστο είχαν.

Αν δει κανείς αυτές τις παλιές ελληνικές ταινίες, συνειδητοποιεί ότι ήταν τόσο ανθρώπινα, όμορφα, και με μια διάθεση να έρθουν οι άνθρωποι μεταξύ τους σε επαφή, όχι να ουρλιάξουν, ή να ουρλιάξουν τα ηχεία από πάνω τους, για να μην μπορούν να πούνε κάτι, μήπως και συμβεί κάτι μεταξύ τους!

Κρ.Π.: Τί άλλο θα ‘πρεπε, πιστεύεις να κάνουμε εμείς οι έλληνες, σήμερα, που σχεδόν καταστρέφεται η χώρα;

Π.Ζ.: Αρχίζω και βλέπω, ότι πρέπει τα πράγματα να έρθουν σε μια άλλη κλίμακα. Δηλαδή, να ξαναδούμε λίγο, πιο απλές καθημερινές λύσεις, έναν τρόπο να συμμετέχουμε σ’ αυτά που συμβαίνουν, γιατί έχω την αίσθηση ότι χάσαμε αυτή τη συμμετοχή, εννοώ, στα πολιτικά γεγονότα, στις εξελίξεις, στις αποφάσεις, βγήκαμε απ’ έξω. Και κάποια στιγμή, γίναμε, όχι μόνο παθητικοί θεατές, αλλά και παθητικοί αποδέκτες.

Νομίζω ότι θέλει μια αφύπνιση και μια κινητοποίηση, και να ξαναπιστέψουμε σε πιο απλές και βασικές λύσεις για το πώς να ζούμε τη ζωή μας.
 
Θυμάμαι πάντα έναν φιλόγολο, που μου είπε ότι μαθαίνουμε στα παιδιά μας χιλιάδες πράγματα, εκτός απ’ το πώς να ζούνε. Δηλαδή, πώς να χαρούνε, πώς να ερωτευτούνε, πώς να μπορέσουν να έρθουν σε μια αληθινή επαφή με τη φύση.

Όλα αυτά, κάνανε να μπει η ζωή λίγο… στη φορμόλη.

Θέλει να αλλάξουμε τα πράγματα εκ θεμελίων. Δεν είναι εύκολο. Περνάμε μια εποχή που είναι σαν να αλλάζουμε δέρμα. Και το δύσκολο δεν είναι να συνειδητοποιήσεις την ξεφτίλα απ’ έξω σου. Το δύσκολο είναι να δεις ότι και συ είσαι ένα κομμάτι αυτής της ξεφτίλας. Ότι και συ έχεις ένα κομμάτι ευθύνης. Μικρής; Μικρής.

Αυτό, λοιπόν, πιστεύω ότι μπορεί κάτι να φέρει. Και θέλω να πιστεύω ότι θα φέρει. Γιατί πάντα, και ιστορικά, έτσι κλείνουν οι κύκλοι. Δεν μπορεί να πάμε κάτω, και όλο και πιο κάτω, και απλώς να είναι κάτι που το συνειδητοποιούμε και δεν κάνουμε τίποτα γι αυτό… Δεν γίνεται.-


Info

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
Μονόλογος του Πέτρου Ζούλια, βασισμένος στο βιβλίο της Ρέας Μανέλη «Η γιαγιά μου η Ευτυχία»

Σκηνοθεσία: Πέτρος Ζούλιας, Ερμηνϊα: Νένα Μεντή, Σκην.-κοστ.: Αν. Αρσένη, Φωτ.: Αν. Μπέλλης

Θέατρο Χώρα, Αμοργού 20, Κυψέλη, τηλ.: 2108673945 (Σκηνή Νέα Χώρα), 2108610714 (Σκηνή Μικρή Χώρα)


Δεν μ’ αγαπάς, μ’ αγαπάς
Ελεύθερη θεατρική απόδοση της αλληλογραφίας της πεζογράφου Μαργαρίτας Λυμπεράκη προς την κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου (αποτελούμενης από 117 γράμματα σταλμένα από το Παρίσι, μεταξύ 1962 και 1974) έτσι όπως τη διέσωσε και εξέδωσε η συγγραφέας και καθηγήτρια ψυχολογίας του Παντείου Παν/μίου, Φωτεινή Τσαλίκογλου.

Διασκευή – σκηνοθεσία: Πέτρος Ζούλιας, Ερμηνείες: Ρένη Πιττακή, Πέγκυ Τρικαλιώτη

Κάθε Τετάρτη 19.00, Πέμπτη 20.00, Παρασκευή 21.00, Σάββατο 21.00, Κυριακή 20.00) στο Θέατρο Βασιλάκου (Προφήτου Δανιήλ 3- 5 Κεραμεικός
τηλ. 210.3470707)