Το ερώτημα αν ο άνθρωπος γενικά γεννιέται εγωιστής ή διαμορφώνεται κοινωνικά σαν τέτοιος, απασχολεί σε μεγάλο βαθμό το σύγχρονο κίνημα του κοινοτισμού. 

Ads

Όπως το έχει διατυπώσει ο Χάρης Ναξάκης[2]:  Τι είμαστε τελικά; Εγωιστές ή αλτρουιστές; Μέρος της φύσης και έρμαια των ενστίκτων μας ή εξωφυσικοί; Ατομιστές ή κοινωνιοκεντρικοί; Είμαστε μια άγραφη πλάκα που τη διαμορφώνει η ταξική κοινωνία;

Το 1976, ο Αυστριακός δημοσιογράφος και συγγραφέας τηλεοπτικών σεναρίων Josef Kirschner, έγραψε ένα εγχειρίδιο με τίτλο: «Η τέχνη του να είσαι εγωιστής»[3]. Είχε μεγάλη επιτυχία. Ισχυριζόταν τότε ότι η κοινωνία ήταν άρρωστη γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν συμβιβασμένοι και είχαν χάσει τη δυνατότητα να χαράζει ο καθένας  τον δικό του δρόμο.

Και πρότεινε: αντί να επιδιώκουμε την αγάπη των άλλων, τον έπαινό τους ή την αναγνώρισή τους, θα ήταν καλύτερα να απελευθερωθούμε και να μη δίνουμε σημασία στη γνώμη των άλλων ανθρώπων. «Καλύτερα ένας επιτυχημένος εγωιστής, παρά ένας μειλίχιος προσαρμοσμένος». Και πραγματικά η συμβουλή του έγινε κυρίαρχη για τα επόμενα 30-35 χρόνια.

Ads

Το αποτέλεσμα; Με την αξίωση του μέσου ατόμου «να είναι διαφορετικός από τους άλλους», κατέληξε στην ουσία να είναι ίδιος με την πλειοψηφία. Κατάφερε να ομογενοποιηθεί με τους άλλους, αλλά σαν καταναλωτής. Σαν ατομικός καταναλωτής μεν, αλλά που καταναλώνει μαζικά τα ίδια προϊόντα με τους άλλους-υποταγμένος στη κάθε πρόσκαιρη μόδα- χωρίς να είναι ικανοποιημένος.

Και με μεγάλο κόστος μάλιστα: να νοιώθει μοναξιά, να αγνοείται από τους άλλους, να πονάει από την έλλειψη συμπόνιας, συμπάθειας, εξυπηρέτησης, ντροπής, μετριοφροσύνης, κ.λπ. Του λείπουν όλα αυτά που ο Kirschner τα θεωρούσε ως αδυναμίες του ατόμου και έπρεπε να τα αποβάλει για να «πετύχει» και να γίνει «κάποιος».

Ο εγωισμός όμως και η αποδοχή του τα τελευταία χρόνια, σαν κυρίαρχο χαρακτηριστικό του ανθρώπου και μέθοδο διάκρισης, λειτούργησε μόνο για κάποιους λίγους. Για τους «από πάνω»!

Η κρίση μετά το 2007-08 έκανε καθαρό και ορατό στη πλειοψηφία των «από κάτω» ότι ο εγωισμός, το ίδιο-συμφέρον και η βουλιμία αυτών των λίγων στάθηκε η αιτία για την οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και οικολογική κατάρρευση των κοινωνιών και του πλανήτη. Και αυτό το παραδέχονται και πολλοί εκφραστές του υπάρχοντος συστήματος αξιών, είτε οικονομολόγοι, είτε πολιτικοί.

Αρχίζουν και μιλούν πια για την ανάγκη μιας «νέας ηθικής» για το ξεπέρασμα της συνολικής κρίσης του καπιταλισμού. Στα ΜΜΕ, στις συζητήσεις που γίνονται στην τηλεόραση κ.λπ. Έχουν αντιληφθεί ότι η μέχρι τώρα συνταγή του νεοφιλελεύθερου συστήματος προς το άτομο: «να είσαι εγωιστής», «να μην ενδιαφέρεσαι για τους άλλους», «να είσαι πετυχημένος», «να εκμεταλλεύεσαι τις αδυναμίες του άλλου, για να είσαι ο καλύτερος», «κατανάλωνε, και αν δεν έχεις δεν πειράζει, μπορείς να δανειστείς» κ.λπ., έχει γίνει μπούμερανκ για το ίδιο το σύστημα.

Είναι μια παγίδα που έστησε ο καπιταλισμός στον εαυτό του και κινδυνεύει τώρα να πέσει μέσα, γιατί οι κατεξοχήν «πετυχημένοι» της προηγούμενης 35ετίας -οι τραπεζίτες, χρηματιστές, επενδυτές κ.λπ., γενικά η χρηματοπιστωτική ελίτ, που εκμεταλλεύθηκε καλύτερα την ηθική που είχε επικρατήσει αυτό το διάστημα- ξεπέρασαν τα όρια και έγιναν οι καθοριστικοί «παίκτες» των συστημικών εξελίξεων.

Δεν τους κοστίζει τίποτε βέβαια να μιλάνε τώρα για την ανάγκη «να μην είσαι εγωιστής», γιατί έχει απομυθοποιηθεί η δυνατότητα του μέσου ατόμου να γίνει «κάποιος», π.χ. «ένας πετυχημένος επιχειρηματίας», αφού όχι μόνο δεν είναι δυνατή πια η μικροεπιχειρηματικότητα, αλλά πτωχεύουν ακόμα και οι «επιτυχημένοι» επιχειρηματίες της πραγματικής οικονομίας.

Στην περίοδο που έρχεται, είναι φανερό ότι κάποιοι «πεφωτισμένοι» του σημερινού κυρίαρχου συστήματος αξιών, «ψάχνονται» για αλλαγή της κρατούσας συνταγής. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να κάνουν το ίδιο και οι νέοι «από κάτω», δηλαδή τα στρώματα της μεσαίας τάξης, που μέχρι τώρα διατηρούσαν την ελπίδα της επιτυχίας και της κοινωνικής ανέλιξης προς τη κορυφή της κοινωνικής και οικονομικής πυραμίδας.

Στην περίοδο όπου «ανάπτυξη» του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 2-3% -που υπήρχε στην προηγούμενη περίοδο- δεν είναι πια δυνατή, δηλαδή δεν είναι πια δυνατή η «αύξηση της πίτας» ώστε να αντιστοιχεί μεγαλύτερο κομμάτι για τον καθένα, στην περίοδο κοινωνικών συγκρούσεων και περιφερειακών πολέμων, κλιματικής αλλαγής, επακόλουθης διατροφικής κρίσης και οικολογικής καταστροφής, είναι πραγματικά αναγκαίο να αναπτύξουμε –όλοι οι «από κάτω» αυτού του κόσμου-ένα νέο αξιακό σύστημα, μια νέα ηθική, ένα νέο πολιτιστικό πρότυπο. Ένα πρότυπο με βάση το οποίο θα αλλάξει ο κυρίαρχος μέχρι τώρα ανθρωπολογικός τύπος του καπιταλισμού. Βασικά να αναπτύξουμε την «τέχνη του να μην είμαστε εγωιστές».

Αυτή μας η επιδίωξη στηρίζεται μήπως στην άποψη ότι βασικά διαμορφωνόμαστε σαν όντα εγωιστικά από την κοινωνία και όχι από τη βιολογία μας; Θα χρειασθεί να δώσουμε πειστική απάντηση σε  αυτό το δίλημμα.

Σύμφωνα με τον Ναξάκη:

«Δυο είναι οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά και από τις οποίες προκύπτουν το φιλελεύθερο και το εξισωτικό πρόταγμα. Το πρώτο προϋποθέτει ένα ον που δεν είναι από τη φύση του ικανό να πράττει το καλό και γι’αυτό η φυσική του ιδιοτέλεια πρέπει να δαμαστεί από μια εξωτερική δύναμη (τύραννος ή πεφωτισμένος ηγεμόνας) ή να εξισορροπηθούν τα πάθη μέσω ενός συστήματος αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης ή να αυτορυθμιστούν μέσω της οικονομίας της αγοράς. Το δεύτερο στηρίζεται στην παραδοχή μιας φύσης καλοσυνάτης ή άγραφης πλάκας.

Γιατί βέβαια αν οι άνθρωποι είναι έμφυτα μόνο καλοί ή ένα άδειο χαρτί, τότε το κακό, η ιδιοτέλεια, είναι εξωτερικά γνωρίσματα της ανθρώπινης φύσης, πολιτισμικά διαμορφωμένα και άρα θα εξαλειφθούν όταν σε μια άλλη κοινωνία αρθούν οι αιτίες που τα δημιούργησαν…Αν η ανθρώπινη ιδιοτέλεια οφείλεται μόνο στην κοινωνική δομή τότε γιατί οι άνθρωποι είναι τόσο επιρρεπείς σ’ αυτήν;

Αν η ζωή είναι μόνο μια ανταγωνιστική πάλη, η προσπάθεια ενός όντος για επιβίωση, τότε γιατί υπάρχουν γύρω μας τόσες εκδηλώσεις συνεργασίας και αλληλοβοήθειας;»

Πραγματικά μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε και πολλά μέσα από ποιους βιολογικούς μηχανισμούς εκδηλώνεται η βιολογική ανάγκη για συνεργασία, αλληλεγγύη, κοινοτική καθημερινή ζωή. Δεν ξέρουμε αρκετά –σαν «κοινός νους»- για την «ηθική φύση» του ανθρώπου.

  • Ποια είναι η σχέση της ατομικής μας ηθικής με την αυτοκατανόηση του εαυτού μας, σαν πρόσωπο;
  • Πότε συμπεριφερόμαστε ηθικά και πότε όχι; Γιατί δεν είμαστε τόσο «καλοί», όσο θα θέλαμε;
  • Τι θα μπορούσαμε να αλλάξουμε στην κοινωνία μας, ώστε να γίνουμε όλοι «καλύτεροι»[4];

Επειδή δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να συμφωνήσουν στο ίδιο περιεχόμενο της έννοιας του καλού, θα πρέπει να αναζητήσουμε τα στοιχεία εκείνα στα οποία συμφωνούν οι περισσότεροι.

Και είναι εκπληκτικό για το πόσο πολλοί άνθρωποι συμφωνούν ότι είναι καλό, π.χ.: η ειλικρίνεια, η αναζήτηση της αλήθειας, η φιλία, η εμπιστοσύνη, η αλληλοεκτίμηση, η αλληλοφροντίδα, η συμπόνια και αλληλοσυμπάθεια, η ανάγκη για συγνώμη και συγχώρηση, η ευγένεια, ο αλληλοσεβασμός, το θάρρος και το κουράγιο.

Όμως αυτό δεν είναι αρκετό. Πολλές φορές αυτά τα στοιχεία μπορούν να αποδειχθούν σαν «κακό» για τον εαυτό κάποιου. Για παράδειγμα η ειλικρίνεια κάποιου μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική για αυτόν, κάτω από κάποιες επικρατούσες συνθήκες. 

Για να αναλύσουμε και να καταλάβουμε καλύτερα τι είναι καλό για όλους, θα χρειασθεί να κατανοήσουμε καλύτερα τι είναι καλό για τη ζωή γενικά και στη συνέχεια για την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής, για την «ευζωία», όπως την αποκαλούμε.

Αυτό περιλαμβάνει και την καλύτερη κατανόηση της βιολογίας μας και από ποια σκοπιά θα τη δούμε: από τη πλευρά ενός ανατόμου ή από την πλευρά ενός καλλιτέχνη;

  • Με την πρώτη οπτική αντιμετωπίζουν σήμερα τη φύση μας οι νευρολόγοι ερευνητές του εγκεφάλου, οι  εξελικτικοί βιολόγοι, οι οικονομολόγοι της συμπεριφοράς και οι κοινωνικοί ψυχολόγοι.
  • Με τη δεύτερη την αντιμετωπίζει π.χ. ένας ζωγράφος που αποτυπώνει στον καμβά του την «ομορφιά της φτώχειας» ή την «ουσία της ανθρώπινης ή της μάνας φύσης».

Και οι δύο ματιές -στην πραγματικότητα υπάρχουν και περισσότερες- εξαρτώνται από τον «παρατηρητή», όπως λέει η σύγχρονη φυσική, αλλά και οι ηθικοφιλόσοφοι.

Διαφορετικά αντιμετωπίζανε την ανθρώπινη φύση κατά την περίοδο π.χ. της φεουδαρχίας(όπου η ανθρώπινη «συνείδηση» ήταν έργο του θεού και το τι ήταν καλό και κακό καθοριζόταν από τη θρησκεία), διαφορετικά κατά την περίοδο του διαφωτισμού(όπου το καλό και το κακό καθοριζόταν από την ανθρώπινη λογική και τον πραγματισμό) και διαφορετικά σήμερα(όπου η «συνείδηση» σύμφωνα με τις «θετικές επιστήμες» δεν είναι αποτέλεσμα ούτε του θεού, ούτε της λογικής, αλλά ενός συνόλου πρωταρχικών βιολογικών και κοινωνικών ενστίκτων).

Σήμερα, από ότι φαίνεται, οι πιο κατάλληλοι για την έρευνα της ανθρώπινης συνείδησης και της πραγματικότητας της ηθικής του ανθρώπου είναι οι βιολόγοι της εξέλιξης. Από το 1975 ήδη ο εξελικτικός βιολόγος E. O. Wilson απαίτησε η μελέτη της ηθικής να φύγει από τα χέρια των φιλοσόφων και να περάσει στους βιολόγους.

Να γίνει δηλαδή «βιολογικοποίηση» της ηθικής. Αυτοί μας λένε σήμερα –μαζί με τους αρχαιοανθρωπολόγους- ότι πολιτισμός υπήρχε και πριν από τη Βαβυλώνα, κοινότητες, οικισμοί και πόλεις με αυτοδιοίκηση και πριν την αρχαία Ελλάδα, εμπόριο και πριν το κράτος, ανταλλαγές πριν το χρήμα, ηθική υπήρχε και πριν την εκκλησία, κοινωνικά συμβόλαια πριν τον Χόμπ και τον Ρουσώ, ευτυχία και ευημερία πριν τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως επίσης ιδιωτικό συμφέρον και απληστία πριν τον Άνταμ Σμίθ και τον καπιταλισμό.

Όλα αυτά που αναφέραμε και πολλά άλλα αποτελούν εκφράσεις της ανθρώπινης φύσης από τα βάθη της  πλειστοκαίνου και των κυνηγών-συλλεκτών εποχής. Υπάρχει σίγουρα βιολογική καταβολή από το ζωικό βασίλειο που καταγόμαστε ότι «αξίζει να είμαστε καλοί».

Αλλά όπως υπάρχει στην ίδια τη φύση μας η επιδίωξη της συνεργασίας με τους άλλους, το ίδιο συνυπάρχει -την ίδια στιγμή-  η προκατατάληψη ή η δυσπιστία προς τους άλλους. Όσο λαχταρούμε την αγάπη, την αρμονική σχέση και ειρήνη μεταξύ μας, άλλο τόσο καταλαμβανόμαστε συχνά από αισθήματα μίσους και επιθετικότητας.

Δεν υπάρχει σήμερα αμφιβολία ότι όσο η ηθική του ανθρώπου κατάγεται από τη ζωική μας φύση, άλλο τόσο εξελίχθηκε στην πορεία των κοινωνιών που διαμορφωνόταν οι νέες γενιές του. Το λάθος που είχε ξεκινήσει ήδη από την εποχή του Δαρβίνου με την Καταγωγή των Ειδών(1859) και τους όρους που χρησιμοποίησε αγώνας για την ύπαρξη και επιβίωση του ισχυρότερου.

Τους ασαφείς αυτούς όρους χρησιμοποίησαν μετέπειτα κάποιοι κοινωνιολόγοι για να διατυπώσουν τη θεωρία του κοινωνικού Δαρβινισμού και ότι όπως στη φύση έτσι και στην κοινωνία είναι φυσικό φαινόμενο να επικρατεί ο ισχυτότερος, ο εξυπνότερος κ.λπ. Την ίδια εποχή όμως ο Κροπότκιν π.χ., ο οποίος αποδεχόταν την ανάλυση της καταγωγής των ειδών του Δαρβίνου, κατάγγειλε την εκμετάλλευση αυτών των «σκοτεινών» όρων του από την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής που τους μετέφραζε «στον αγώνα όλων εναντίον όλων», όπως το έκανε ο Χομπς.

Αναρωτιόταν ο Κροπότκιν: γιατί να μεταφράζεται ο αγώνας για την ύπαρξη σε αγώνα όλων εναντίον όλων και όχι στο αναντίρρητο γεγονός ότι ο αγώνας για επιβίωση του ατόμου έχει καλύτερα αποτελέσματα και αυξάνει τις πιθανότητες επιβίωσης όταν υπάρχει αλληλοβοήθεια μεταξύ των ατόμων στην οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα;

Οι παρατηρήσεις του στα χωριά της Σιβηρίας όπου έζησε κάποια χρόνια, αποδείχνανε ότι στις δύσκολες συνθήκες του σιβηρικού χειμώνα οι κάτοικοι μπορούσαν και επιβίωναν συνεργαζόμενοι στενά και έξυπνα μεταξύ τους. Κατ` αυτόν λοιπόν αγώνας για επιβίωση σήμαινε αγώνας στα πλαίσια δυσμενών φυσικών συνθηκών επιβίωσης. Και αυτός ο αγώνας κερδιζόταν όχι στρεφόμενος ο ένας εναντίον του άλλου, αλλά αντίθετα συνεργαζόμενος με τους άλλους. 

Σήμερα κάποιοι βιολόγοι και ιδίως οι γενετιστές κάνουν το ίδιο λάθος(;), χωρίς να ερευνήσουν σε βάθος όλα αυτά, καταλήγουν γρήγορα στο αξίωμα της «ιδιοτέλειας». Ότι δηλαδή ο κινητήρας της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου που είναι η επιδίωξη από τον καθένα να αποκτήσει πλεονέκτημα έναντι των άλλων, είναι κληρονομημένο από πάντα στο ανθρώπινο DNA.

Αυτό το αξίωμα που θέλει να διαθέτει επιστημονοφάνεια, είχε τις κοινωνικές επιπτώσεις που αναφέραμε με τη συνταγή «της τέχνης του να είσαι εγωιστής». Με αυτήν την έννοια η επιστημονική διατύπωση του αξιώματος αυτού δεν ήταν «ουδέτερη» κοινωνικά. Ευνόησε την επικρατούσα κοινωνική τάξη η οποία ήταν στην υπηρεσία της οικονομικής και πολιτικής ελίτ.

Και σήμερα υπάρχουν βιολόγοι που κριτικάρουν το αξίωμα της ιδιοτέλειας ως κινητήρα της ανθρώπινης δραστηριότητας, με νέες μελέτες.  Είτε με τους πιθήκους, είτε με μικρά παιδιά.

Για παράδειγμα στα πειράματα με παιδιά 18 μηνών στο Max-Planck-Institut της Λειψίας, αποδείχθηκε ότι τα παιδιά βοηθούν ανιδιοτελώς, ανεξάρτητα ανταμοιβής, ακόμα και όταν υπάρχουν δυσκολίες[5]. Επίσης σημαντικές μελέτες στις ΗΠΑ, στο εργαστήριο του Πορτογάλου νευροεπιστήμονα Antonio Damasio, κατάφεραν να αποσαφηνίσουν τις νευροβιολογικές προϋποθέσεις της συναισθηματικής συμπεριφοράς μας.

Μελετώντας κλινικές περιπτώσεις ατόμων με βλάβη στον προσθιομετωπιαίο φλοιό, που βρίσκεται στο πρόσθιο τμήμα του εγκεφάλου, το ερώτημα που έπρεπε να απαντηθεί ήταν: πώς γίνεται τα ίδια άτομα, τα οποία πριν υποστούν κάποια βλάβη σε αυτή την περιοχή ήταν αξιαγάπητα και κοινωνικότατα, να μεταμορφώνονται σε βίαια και αντικοινωνικά «τέρατα», παντελώς ανίκανα να βιώσουν ενδιαφέρον, αγάπη και στοργή ή να σχεδιάσουν ή να πράξουν οτιδήποτε στο άμεσο μέλλον;

Η έρευνα οδήγησε στον εντοπισμό ενός σημαντικού εγκεφαλικού κυκλώματος, μιας νευρικής οδού επικοινωνίας που συνδέει την έλλογη σκέψη με το συναίσθημα μέσω της σύνδεσης των ανώτερων κέντρων του μετωπιαίου φλοιού με την αμυγδαλή, μια αρχέγονη δομή που ρυθμίζει τις απαντήσεις του εγκεφάλου στις συναισθηματικές καταστάσεις. Η αναβάθμιση της σημασίας των συναισθημάτων δεν προέκυψε  μόνο από τη μελέτη νευρολογικών παθήσεων αλλά και από ψυχολογικές έρευνες σε φυσιολογικά άτομα.

Το 1990 οι Αμερικανοί ψυχολόγοι Ρ. Salovey και J. Mayer χρησιμοποιούν τον όρο «συναισθηματική νοημοσύνη», για την ικανότητά μας να αναγνωρίζουμε και να χρησιμοποιούμε τα συναισθήματα των άλλων ή τα δικά μας για να καθοδηγούμε τις σκέψεις και τις πράξεις μας.

Ο Daniel Goleman για να συνοψίσει τις γνώσεις μας σχετικά με τις νευροβιολογικές, τις ψυχολογικές και τις κοινωνικές προϋποθέσεις της ανθρώπινης νοημοσύνης, κυκλοφόρησε το 2006 το βιβλίο του με τίτλο «Social Intelligence: The New Science of Social Relationships («Κοινωνική νοημοσύνη: Η νέα επιστήμη των ανθρώπινων σχέσεων»).

Η ανθρώπινη νοημοσύνη γίνεται πια αντιληπτή όχι σαν ατομικό-υποκειμενικό φαινόμενο αλλά και ως συλλογικό-κοινωνικό φαινόμενο. Στο τελευταίο του βιβλίο «Οικολογική Νοημοσύνη: πώς η ριζική διαφάνεια μεταμορφώνει την αγορά», ο D. Goleman προσπαθεί να αναδείξει μια νέα διάσταση του ανθρώπινου νου, την οικολογική[6].

Αλλά οι έρευνες για τις νευρολογικές και βιολογικές διεργασίες σε σχέση με τη κοινωνική συμπεριφορά μας βρίσκονται ακόμη σε νηπιακό στάδιο. Υπάρχει επίσης κατά μερικούς επιστήμονες και η «σωματική νοημοσύνη».

«Η σωματική νοημοσύνη αποτελεί συνισταμένη τριών σημαντικών στοιχείων:

  • των ενστίκτων και των αυτόματων αντιδράσεων που ενυπάρχουν σε όλα τα όντα και έχουν πάντα ως στόχο την επιβεβαίωση,
  • των συναισθημάτων, που- όπως πιστεύουν οι βιολόγοι- έχουν αναπτυχθεί στο πέρασμα των χιλιετιών και μεταδίδονται με τη μορφή της γενετικής πληροφορίας από μία γενιά στην άλλη,
  • και τέλος, των αποθηκευμένων γνώσεων και εμπειριών, που έχουμε αποκτήσει καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής μας.

Η συνδρομή αυτών των στοιχείων του σώματος και του πνεύματος, την οποία συχνά νιώθουμε να έρχεται ανεπαίσθητα στο συνειδητό βαθιά από μέσα μας, είναι ένας ιδιαίτερα βαρυσήμαντος κριτής, που μας συμπαραστέκεται αμέριστα σε πολλές καταστάσεις της ζωής μας.

Αυτή η σύμπραξη σώματος και πνεύματος αποτελεί ένα είδος “ολοκληρωμένης νοημοσύνης” του ανθρώπου, την οποία όμως χρησιμοποιούμε ελάχιστα, επειδή βασιζόμαστε, κατά προτίμηση στη λογική. Επομένως η σωματική νοημοσύνη πρέπει να έρχεται ως αρωγός της λογικής, για να μπορεί κανείς να έχει μακροπρόθεσμα μια πιο ισορροπημένη και υγιή ζωή»[7]

Με όλα τα παραπάνω θέλουμε να πούμε ότι υπάρχουν σήμερα επιστήμονες που ισχυρίζονται ότι η τάση για συνεργασία είναι βαθειά ριζωμένη μέσα μας. Το συναίσθημα του «συμπάσχειν» με τον άλλον π.χ. έχει βιολογικές ρίζες, όπως ακριβώς και το συναίσθημα που μας καταλαμβάνει όταν δεν αντιμετωπιζόμαστε δίκαια από τους άλλους.

Ο άνθρωπος είναι ένα ον ξεχωριστό από τα άλλα, γιατί νοιώθει την ανάγκη βαθειά μέσα του να δικαιολογεί τις πράξεις του στον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό σημαίνει ότι είναι υποχρεωμένος από τον εαυτό του να ψάχνει για τις αιτίες των πράξεών του.

Στην ουσία η κληρονομημένη ηθική του καθορίζεται όχι μόνο από τα γονίδια ή το αξίωμα της ιδιοτέλειας, αλλά και από τον «λόγο» με την έννοια ότι κάνει χρήση της νόησής του ψάχνοντας για τις αιτίες και δίνοντας λόγο («λόγο διδόναι») στον εαυτό του.  

Παρόλα αυτά πολλά έχουν πάρει αρνητική εξέλιξη σε αυτόν τον κόσμο, που όλοι υποτίθεται ότι θέλουμε να τον κάνουμε καλύτερο. Και αυτό συμβαίνει γιατί η έρευνα που κάνουμε σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για τις αιτίες των πράξεών μας, δεν σημαίνει ότι από μόνη της μας κάνει καλύτερους.

Έχουμε ταυτόχρονα την τάση να βρίσκουμε αιτίες που δικαιολογούν τις πράξεις μας[8] και σπάνια αποδεχόμαστε το γεγονός να μην έχουμε εμείς δίκιο. Μπορεί λοιπόν να υπάρχει και αντίφαση μεταξύ του προγραμματισμού μας να επιδιώκουμε το «καλό» και της υλοποίησης του ηθικού μας προγράμματος.  

Σε κάθε περίπτωση το γεγονός είναι ότι μέχρι τώρα δεν έχει ξεκαθαρισθεί πλήρως το δίλημμα αν ο άνθρωπος γεννιέται ή φτιάχνεται εγωιστής. Η κληρονομημένη μας τάση για ηθική συμπεριφορά και επιδίωξη της συλλογικότητας συχνά μας οδηγεί στον σωστό δρόμο, αλλά μερικές φορές μπορεί να μας οδηγεί και σε λάθος.

Από την άλλη η νόησή μας δεν μας βγάζει απαραίτητα και πάντα στον δρόμο της «αρετής»( και όχι της «κακίας»). Υπάρχει απόσταση μεταξύ της βιολογικής έκφρασης του ενστίκτου για συλλογικότητα και του τρόπου σκέψης του καθένα πάνω στην ανάγκη για συλλογικότητα.

Μπορεί πολλοί να θέλουν να εκμεταλλευθούν τις μεγαλύτερες δυνατότητες της συλλογικότητας για «ιδίους σκοπούς». Για αυτό είναι απαραίτητη και η δράση της συλλογικότητας και της κοινότητας στη διαμόρφωση της ατομικής ηθικής μας. Αυτή θα πρέπει να συνίσταται στη προσπάθεια να μικρύνει η απόσταση μεταξύ του «κοινού θέλω» και του «κοινού πράττειν», ώστε ταυτόχρονα να επιτυγχάνεται το ίδιο και με το «προσωπικό θέλω» και το «προσωπικό πράττειν» των συμμετεχόντων στη συλλογικότητα. Μέσα από τη δημιουργία κατάλληλων συλλογικών θεσμών και δομών.

Θεσμών τέτοιων που θα ευνοούν την έκφραση της «καλής» πλευράς των συμμετεχόντων και θα δυσκολεύουν ταυτόχρονα την έκφραση της «κακής» τους πλευράς. Θα ευνοούν την συνεργατικότητα και αλληλεγγύη και θα δυσκολεύουν την ιδιοτέλεια και τον εγωισμό. Θα αναπτύσσουν το κοινοτικό πνεύμα και θα κάνουν να υποχωρεί το ωφελιμιστικό.

Γιατί σήμερα με τον εγωισμό και την ιδιοτέλεια κυρίαρχη αξία, δεν μπορούμε να επανέλθουμε στο κοινοτικό πνεύμα χωρίς να αρχίσουμε με την ανάπτυξη της τέχνης μας να διαπαιδαγωγούμαστε ώστε να μην γινόμαστε εγωιστές.

(Άρθρο τουΓιώργου Κολέμπα: “Η βιολογία των “κοινών” και “η τέχνη του να μην είσαι εγωιστής”[1], με βάση το δημόσιο διάλογο στο tvxs.gr, στα πλαίσια της Έρευνας για την Κρίση της Κρυσταλίας Πατούλη, για το τί να κάνουμε;).

[1] Ο τίτλος βιβλίου του Richard David Precht (Die Kunst kein Egoist zu sein), εκδόσεις Goldman,2012.

[2] Στο «Ο άνθρωπος αρπαχτικό: το δίλημμα του φυλακισμένου», στο: https://www.topikopoiisi.com/1/post/2014/01/00846.html

[3] Josef KirschnerQ Die Kunst ein Egoist zu sein, Droemer-Knaur, 1976

[4] Τα εισαγωγικά στην έννοια του Καλού, γιατί δεν έχουμε έναν αντικειμενικό ορισμό του Καλού

[5] Στο https://www.eva.mpg.de/psycho/study-videos_de.php : Warneken, Hare, Melis, Hanus, & Tomasello (2007) PLoS Biology).  Ή στο βιβλίο του φιλοσόφου Richard David Precht : Η τέχνη να μην είσαι εγωιστής(Die Kunst kein Egoist zu sein). Ή στο https://die-erfinder.3mdeutschland.de/innovationskultur/der-gummibarchen-effekt-monetare-anreize-sind-fuer-mitarbeiter-nicht-alles , όπου αναφέρεται στο σύνδρομο της καραμέλας. [6] Βασιζόμενος σε νευροψυχολογικά εξηγητικά σχήματα και ερευνώντας τη στάση ζωής των κατοίκων κάποιων απομονωμένων θιβετιανών οικισμών, προτείνει την ανάπτυξη της «οικολογικής νοημοσύνης», που όλοι διαθέτουμε από τη φύση μας

[7] Απόσπασμα από το βιβλίο “Η νοημοσύνη του σώματος” του dr Med. Gabi Müller

[8] Αν δικαιολογούμε π.χ. τις πράξεις μας με το επιχείρημα του Μπρεχτ «πρώτα το φαϊ και μετά η ηθική», δεν σημαίνει ότι έχουμε δίκιο. Γιατί τότε πως θα δικαιολογήσουμε το γεγονός ότι σήμερα στη χώρα του τη Γερμανία με την μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών-όπου δεν πεινά σχεδόν κανένας- δεν βλέπουμε κάποια αξιόλογη ηθική βελτίωση; Αντίθετα έχει γίνει κυρίαρχος για πολλά χρόνια τώρα ο νεοφιλελευθερισμός της ανταγωνιστικότητας και της επιβολής της λιτότητας στους άλλους, αλλά όχι της εγκράτειας του εαυτού. Αν κάποιος «εξωγήινος» ουδέτερος π.χ. παρακολουθούσε τα γερμανικά ΜΜΕ, θα διαπίστωνε ότι υπάρχει μια καθημερινή προπαγάνδα δισεκατομμυρίων που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να προωθεί και να δικαιολογεί την ατομική κατανάλωση, τον εγωισμό και την ιδιοτέλεια.

image

Διαβάστε επίσης στο tvxs.gr, άλλα άρθρα του Γιώργου Κολέμπα: