[…] Ο ρατσιστικός τρόπος σκέψης καθίσταται ιδιαίτερα επικίνδυνος όταν  συναρθρώνεται με την πολιτική. Γι’ αυτό, η καταπολέμηση της ρατσιστικής φασιστικής νοοτροπίας δεν αφορά μόνον τα πιθανά θύματα. Ο ρατσισμός, αν δεν αντιμετωπιστεί σθεναρά, απειλεί να δυναμιτίσει τα θεμέλια ολόκληρης της κοινωνίας, οδηγώντας τους υποτιθέμενους ανώτερους στον πολιτικό ολοκληρωτισμό, την ιδεολογική σύγχυση, τη βία και τον κοινωνικό όλεθρο». Στο δημόσιο διάλογο σχετικά με το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας ενόψει της οικονομικής κρίσης και του μεταναστευτικού προβλήματος, τίθεται έμμεσα και το θέμα της ελληνικότητας […]

Ads

Η ιδεολογία του εθνικισμού (nationalism, Nationalismus) είναι προϊόν της ευρωπαϊκής ιστορίας και αφορά πρωτίστως τις σχέσεις μεταξύ κρατών και λαών, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από την εποχή του μερκαντιλισμού(16ος-18ος αιώνας), της εμποροκρατίας, και μετέπειτα. Σταθμό στην εξέλιξη του ευρωπαϊκού εθνικισμού αποτελεί η Γαλλική Επανάσταση του 1789, η οποία και άνοιξε το δρόμο για τον μετασχηματισμό των απολυταρχικών κρατών σε εθνικά κράτη[2].

            Η σχέση μεταξύ εθνικισμού και ρατσισμού δεν είναι δυνατόν να γίνει κατανοητή σε βάθος χωρίς την ανάλυση των βασικών στοιχείων που συνθέτουν την ιδεολογία του εθνικισμού, αρχής γενομένης από την έννοια του «έθνους» και του εθνικού κράτους[3].

Το «έθνος» (nation) αποτελεί, ως γνωστόν, έννοια-κλειδί για την κατανόηση της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας[4]. Βασικά χαρακτηριστικά του έθνους είναι η πολιτιστική και γλωσσική ομοιογένεια καθώς και το συναίσθημα της ιδιαιτερότητας σε σχέση με τα άλλα έθνη.

Ads

Η έννοια του έθνους προηγείται της εμφάνισης του εθνικού κράτους, που αποτελεί την πολιτική συγκεκριμενοποίηση της ιδέας του έθνους[5].

Ως πολιτικός θεσμός, το εθνικό κράτος έχει την ιδιότητα να ξεχωρίζει τους ανθρώπους σε μέλη της εθνικής κοινότητας και σε ξένους, γι΄αυτό και εγγενές στοιχείο του είναι η τάση για εθνικές εκκαθαρίσεις, προκειμένου να διαφυλαχτεί έτσι η εσωτερική ομοιογένεια ενάντια σε κάθε προσπάθεια αλλοίωσης της εθνικής ταυτότητας.

Αν και αλληλοκαθορίζονται ιδεολογικά, το έθνος δεν είναι ταυτόσημο με το εθνικό κράτος. Ενώ το Έθνος είναι «ιδιαίτερος τύπος κοινωνικού δεσμού και κοινωνικής ταυτότητας», το έθνος-κράτος αποτελεί «μεταπαραδοσιακή μορφή κράτους που θεμελιώνει τη νομιμοποίησή του στο εθνικό φρόνημα των πολιτών»[6].

            Αρχικά, η εθνική ιδέα λειτούργησε ως πόλος συσπείρωσης των δυνάμεων της ανερχόμενης αστικής τάξης στην αντιπαράθεσή της με τα απολυταρχικά καθεστώτα. Με την επικράτησή της, ωστόσο, ταύτισε τον εαυτό της με το έθνος και πιο συγκεκριμένα με το εθνικό κράτος, μετατρέποντάς το έτσι σε μηχανισμό άσκησης αλλά και νομιμοποίησης της ταξικής της εξουσίας.

Μέσω της ταύτισής της με το έθνος και κατ΄ επέκταση με το εθνικό κράτος, η αστική τάξη κατάφερε να επιβάλει σε ολόκληρο το λαό το δικό της σύστημα αξιών, ιδιαίτερα μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος, αναγορεύοντας έτσι τον εαυτό της σε θεματοφύλακα του εθνικού συμφέροντος[7].

            Οι μεταβολές που σημειώθηκαν στην Ευρώπη μετά τα Γαλλική Επανάσταση φέρουν ανεξίτηλη τη σφραγίδα του εθνικισμού. Σύμφωνα με τον ορισμό του Ernest Gellner «ο εθνικισμός είναι μια θεωρία πολιτικής νομιμότητας, η οποία απαιτεί τα εθνικά όρια να μην διαφέρουν από τα πολιτικά και, το κυριότερο, τα όποια εθνικά όρια στο εσωτερικό ενός δεδομένου κράτους, να μην χωρίζουν τους κρατούντες από τους υπολοίπους»[8].

Το στοιχείο λοιπόν που εξασφαλίζει την εσωτερική συνοχή του εθνικισμού είναι η συνείδηση των μελών του έθνους ότι ανήκουν σε μια ολότητα με κοινή παράδοση, κοινό πολιτισμό και κοινή εδαφική έκταση, προϊόν ιστορικών διαδικασιών. Έτσι, ο εθνικισμός καλλιεργεί την απόρριψη των μειονοτικών πληθυσμών στο εσωτερικό της χώρας, όταν αδυνατεί να τους ενσωματώσει πολιτιστικά στο όνομα της εθνικής ομοιογενοποίησης.

Στρέφεται εναντίον των άλλων εθνών, όταν τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης το επιβάλλουν, είναι δε, όπως άλλωστε και ο ρατσισμός, αντίθετος με την οικουμενικότητα της ανθρώπινης υπόστασης.

Ως πολιτικό δόγμα, ο εθνικισμός κλήθηκε ιστορικά να γεφυρώσει το κενό που δημιουργήθηκε με την άρση της δυναστικής ιδέας, επέδρασε δε καταλυτικά στις σχέσεις μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών κρατών σε μια περίοδο έντονων ανταγωνισμών, συγκεκριμένα από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα μέχρι και τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου[9].

Σε αντίθεση με την κατηγορία της «φυλής», γράφει ο Etienne Balibar, που εμφανίστηκε «για να εκφραστεί και να σταθεροποιηθεί η αντινομία κέντρο-περιφέρεια,  η κατηγορία ΄έθνος΄ υπήρξε αρχικά ένα μέσο για να εκφραστεί ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα κράτη»[10].

            Μολονότι η εμφάνιση του εθνικισμού προϋποθέτει την ύπαρξη κράτους, αυτό δεν σημαίνει ότι εκδηλώνεται αναγκαστικά «σε όλα ανεξαιρέτως τα κράτη»[11].

Ως ιδεολογία ο εθνικισμός προκύπτει από την αλληλεπίδραση ιστορικών, γεωγραφικών, γλωσσικών και πολιτιστικών παραγόντων, οι οποίοι, επιδρώντας στη συνείδηση των μελών μιας ομάδας, βιώνονται συναισθηματικά ως κοινή καταγωγή και παράδοση, διαφορετική από την καταγωγή και τις παραδόσεις άλλων ομάδων[12].

Η εθνική ταυτότητα έχει τις ρίζες της τόσο στην πραγματικότητα όσο και στη φαντασία. Αναπτύσσεται στη «συγκεκριμένη κοινότητα που είναι εμπειρικά αντιληπτή και την ίδια ώρα στη φαντασιακή κοινότητα που αναπαράγεται ως παρελθόν στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων»[13].

            Ο εθνικισμός, όπως άλλωστε και το ρεύμα του ρομαντισμού που εκδηλώθηκε την ίδια περίπου εποχή (1790-1840) στους κόλπους των διανοουμένων της ανερχόμενης αστικής τάξης, αντλεί τη νομιμοποίησή του κυρίως από το παρελθόν.

Κοινό γνώρισμα του εθνικισμού και του ρομαντισμού είναι η ενεστοποίηση του παρελθόντος, ενέργεια ιδιαίτερα σημαντική  τόσο για την κατανόηση του παρόντος όσο και για το σχεδιασμό του μέλλοντος[14].

Ο εθνικισμός ανασύρει με επιλεκτικό τρόπο τα στοιχεία που συγκροτούν το παρελθόν ενός λαού για να τα μετασχηματίσει σε ψευδή μεν αλλά ενεργό συνείδηση, ικανή να στραφεί εναντίον κάθε άλλης ομάδας που δεν ανήκει στην εθνική κοινότητα. Διαφορετικά δεν εξηγείται η συμπεριφορά των απλών ανθρώπων όταν στο όνομα των εθνικών συμφερόντων δηλώνουν έτοιμοι να θυσιαστούν, ενώ δυσκολεύονται να συμμετάσχουν σε μαζικούς κοινωνικούς αγώνες προκειμένου να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους.

            Οι κυρίαρχες τάξεις όπου γης συνηθίζουν να χρησιμοποιούν την εθνικιστική ιδεολογία ως μέσο πολιτικής νομιμοποίησης του πολέμου, καλλιεργώντας στους απλούς  ανθρώπους τη συνείδηση ότι η ανυπακοή προς το κράτος θα σήμαινε προδοσία του έθνους.

Με βάση αυτή τη λογική, η ευρωπαϊκή ήπειρος μετατράπηκε, ως γνωστόν, πολλές φορές σε σφαγείο των λαών, στο όνομα των συμφερόντων των εθνικών αστικών τάξεων.

Όπως το αστικό κράτος χρειάζεται τον εθνικισμό για τη νομιμοποίησή του στη συνείδηση των πολιτών, έτσι και ο  εθνικισμός έχει ανάγκη  από τους μηχανισμούς του κράτους προκειμένου να εκπληρώσει την αποστολή του ως μέσο ιδεολογικής επιβολής και πειθάρχησης των εξουσιαζόμενων.

            Ποιά είναι όμως η σχέση μεταξύ εθνικισμού και ρατσισμού  και πως εκδηλώνεται;

Ενώ ο εθνικισμός αποτελεί πάνω απ’ όλα ιδεολογία πολιτιστικής κατηγοριοποίησης των λαών, ο ρατσισμός ταξινομεί τους ανθρώπους σε ανώτερες και κατώτερες «φυλές» χρησιμοποιώντας βιολογικά και φαινοτυπικά κριτήρια.

Αν και διαφέρουν μεταξύ τους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα θεωρητικά προτάγματα, ο εθνικισμός και ο ρατσισμός συναρθρώνονται στο επίπεδο της ιδεολογίας, στο βαθμό που τα σύνορα μεταξύ τους είναι πολλές φορές ιδιαίτερα ρευστά.

Η ταύτιση εθνικισμού και ρατσισμού που επιχειρείται από ορισμένους, είναι παραπλανητική και δυσκολεύει τη σωστή κατανόηση τόσο του ενός όσο και του άλλου.

Ο εθνικισμός εμπεριέχει οιονεί την προοπτική του ρατσισμού, όμως κάθε εθνικισμός δεν οδηγεί αναπόδραστα στο ρατσισμό. Αν και ο ρατσισμός, αναφέρει ο Etienne Balibar, «δεν εκδηλώνεται σε όλους τους εθνικισμούς ή σε όλες τις στιγμές της ιστορίας τους, αντιπροσωπεύει ωστόσο πάντοτε μια αναγκαία για τη συγκρότησή τους τάση»[15].

            Η μετατροπή του εθνικιστικού σε ρατσιστικό λόγο συντελείται συνήθως σε περιόδους έξαρσης του εθνικισμού, όταν τα άτομα, υπό την επήρεια της εθνικιστικής προπαγάνδας, νιώθουν να απειλείται άμεσα η εθνική τους υπόσταση[16].

Με άλλα λόγια, ο ρατσισμός δεν αποτελεί την άλλη «έκφραση» του εθνικισμού. αλλά «εσωτερικό του συμπλήρωμα»[17].

Όταν τα φυλετικά κριτήρια παίζουν καθοριστικό ρόλο στον «εθνικό προσδιορισμό», όπως π.χ. στην περίπτωση του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος της Γερμανίας, τότε, όπως εύστοχα έχει επισημανθεί, «από το υπόστρωμα μιας δήθεν αυτογνωσίας ξεπηδά το φάντασμα ενός εθνικιστικού δαρβινισμού»[18].

Όταν η ταύτιση των ανθρώπων με το έθνος προσλαμβάνει το χαρακτήρα της δυναμικής αναμέτρησης με τους «Άλλους», όπως συμβαίνει συνήθως σε περιόδους έξαρσης των εθνικισμών, τότε η ρατσιστικοποίηση της «εθνικής συνείδησης» είναι σχεδόν αναπόφευκτη.

Η ταύτιση έθνους και «φυλής» αποτελεί την πεμπτουσία του επιθετικού εθνικισμού, χαρακτηριστικό γνώρισμα του οποίου είναι η ρατσιστική προδιάθεση. Αποκαλυπτική ως προς αυτό  είναι η άποψη των οπαδών της φυλετικής ιδέας.

Έθνος, γράφει ο Κ. Πλεύρης, «καλούμεν την ενσυνείδητον φυλήν» Και επεξηγεί: «Από την στιγμήν κατά την οποίαν μια φυλή αποκτήσει συνείδησιν της ιδίας της υπάρξεως αυτομάτως μετατρέπεται εις έθνος. Υποδομή λοιπόν του έθνους είναι η φυλή, χωρίς αυτήν είναι αδιανόητος η σύλληψις της εννοίας και της ιδέας του έθνους…

Ο εθνικισμός αρνείται τας διαφόρους παραποιήσεις της ιδέας του έθνους, κατά τας οποίας  ουσιαστικά γνωρίσματα του έθνους είναι η κοινή ιστορία, τα έθιμα, η γλώσσα, η θρησκεία κλπ.. Το έθνος, κατά την κοσμοθεωρία του εθνικισμού, έχει ως μοναδικήν βάσιν την φυλήν, επί της βάσεως δε ταύτης κατ΄αναγκαιότητα στηρίζονται τα εποικοδομήματα της γλώσσης, θρησκείας, εθίμων, ιστορίας κλπ..»[19].

Στην  «καθ΄ ημάς Ανατολή» δεν ευδοκίμησε ο βιολογικός ρατσισμός που θέλει την ανθρωπότητα διαιρημένη σε φυλετικά «ανώτερους» και «κατώτερους» λαούς. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν υπήρξαν στην πορεία του λαού μας, κατά καιρούς, φαινόμενα οιονεί κυρίως ρατσισμού. Είναι γνωστό το σύνδρομο της πολιτιστικής υπεροχής των Ελλήνων στην  Αρχαία Ελλάδα, καθώς θεωρούσαν όλους τους μη Έλληνες «βαρβάρους».

Η στάση αυτή, βέβαια, δεν χαρακτηρίζει το σύνολο της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, καθότι υπήρξε και ο αντίλογος. Στοχαστές όπως ο ιστορικός Ηρόδοτος, οι Σοφιστές , ο Αθηναίος ρήτορας Ισοκράτης αλλά και αυτός ο Μέγας Αλέξανδρος αντιτάχθηκαν στην έννοια του «βαρβάρου». Ο Αλέξανδρος μάλιστα, εφαρμόζοντας πολιτική ανάμειξης των λαών, συνέβαλε στην κατάργηση των φυσικών και ιδεολογικών φραγμών που χωρίζουν τους Έλληνες από τους «βαρβάρους», προωθώντας ετσι πρακτικά την ιδέα της Οικουμένης[20].

Είναι αλήθεια πως ο πολιτιστικός «εθνοκεντρισμός» των αρχαίων Ελλήνων δεν εμπεριείχε το στοιχείο της φυλετικής διάκρισης σε βάρος των άλλων λαών, δεν υποδήλωνε δηλαδή την ύπαρξη ρατσιστικής ιδεολογίας, αφού τα κριτήρια διαφοροποίησής τους ως προς τους ‘Άλλους’ δεν ήταν φυλετικά. Αποκαλούσαν τους Πέρσες, τους Σκύθες και γενικά τους ξένους «βαρβάρους» για πολιτικούς κυρίως λόγους. Στα δεσποτικά καθεστώτα των άλλων χωρών, όπου ή έννοια της ελευθερίας ήταν άγνωστη, οι Αθηναίοι  αντιπαρέθεταν με περηφάνεια  το δικό τους δημοκρατικό πολίτευμα.

Μέσα από την αντίθεσή τους με το ξένο διατηρούσαν στη συνείδησή τους ζωντανή την αίσθηση της δικής τους ελευθερίας. Αν και οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τους εαυτούς τους πολιτιστικά ανώτερους, δεν συνέδεσαν ποτέ τη στάση τους αυτή με την επιθυμία αποκλεισμού ή εξόντωσης των άλλων. «Στην Αρχαία Ελλάδα», αναφέρει ο ιστορικός Ernest Gellner, «όσο σοβινιστές και αν ήταν με τον τρόπο τους οι Έλληνες, δεν φαίνεται να υπήρξε κανένα σύνθημα αντίστοιχο του «ein Reich, ein Volk, ein Führer» (Μια Αυτοκρατορία, ένας Λαός, ένας Αρχηγός) των Ναζί στη Γερμανία[21].

Η μόνη διάκριση μεταξύ των ανθρώπων που γνώριζε η αρχαία ελληνική κοινωνία, ήταν αυτή μεταξύ ελεύθερων και δούλων. Το  καθεστώς του δούλου, ωστόσο, δεν είχε καμιά σχέση με την  καταγωγή, το χρώμα του δέρματος ή την κατασκευή του σώματος.

Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και εντεύθεν και με εξαίρεση ίσως ορισμένες περιπτώσεις αντισημιτισμού, τα αίτια του οποίου ήταν μάλλον οικονομικού χαρακτήρα, η απόρριψη του «Άλλου» στην Ελλάδα εμφανίζεται ιστορικά συνήθως με τη μορφή του άκρατου εθνικισμού και αναφέρεται κυρίως στους όμορους λαούς  σε περιόδους έντονης ιδεολογικής αντιπαράθεσης ή και πολεμικής αναμέτρησης.

Πράγματι, στη χώρα μας, μέχρι πριν τρεις περίπου δεκαετίες ακόμη και αυτή η έννοια του ρατσισμού ήταν σχεδόν άγνωστη στο ευρύ κοινό. Η ανεκτικότητα της ελληνικής κοινωνίας δοκιμάζεται τελευταία έντονα, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες αλλοδαποί, κυρίως οικονομικοί πρόσφυγες συρρέουν στη χώρα αναζητώντας εργασία.

Μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ΄80, η ξενοφοβία δεν υφίστατο σχεδόν καθόλου, αφού οι τροχιές των Ελλήνων εργαζόμενων και των μεταναστών που ζούσαν στη χώρα σπάνια συναντιόνταν, μια και η ανεργία κυμαίνονταν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα και οι θέσεις εργασίας δεν αποτελούσαν ακόμη αντικείμενο έντονο ανταγωνισμού μεταξύ ντόπιων και ξένων. ‘Οσο ο αριθμός  των μεταναστών ήταν περιορισμένος, η κοινωνική τους περιθωριοποίηση  δεν ήταν  τόσο εμφανής, όπως συμβαίνει  σήμερα, γι’ αυτό και η ελληνική κοινωνία αντιμετώπιζε την παρουσία τους σχετικά αδιάφορα.

Με τη μαζική είσοδο οικονομικών μεταναστών και πολιτικών προσφύγων, η Ελλάδα μετατράπηκε από χώρα προέλευσης σε χώρα υποδοχής μεταναστών, γεγονός που επέδρασε καταλυτικά στη συμπεριφορά των Ελλήνων απέναντι στους ξένους, πράγμα που δείχνει πως η ανυπαρξία ξενοφοβίας και ρατσιστικών φαινομένων στο παρελθόν δεν οφείλονταν, όπως ορισμένοι αρέσκονται να πιστεύουν, στον εγγενή αντιρατσισμό των Ελλήνων, αλλά στην έλλειψη εξωτερικών ερεθισμάτων.

Όσο οι ξένοι επισκέπτονταν την Ελλάδα με την ιδιότητα του τουρίστα, προερχόμενοι στη συντριπτική τους πλειονότητα από τις ευημερούσες χώρες της Δύσης, όχι μόνον ήταν ευπρόσδεκτοι, αλλά και αποτελούσαν αντικείμενο θαυμασμού, καθώς οι περισσότεροι Έλληνες ζούσαν ακόμη κάτω από συνθήκες φτώχειας, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεωρούσαν τους Ευρωπαίους πολιτιστικά «ανώτερους» και ήθελαν να τους μιμηθούν.

Η σχέση των Ελλήνων με τους ξένους άλλαξε άρδην με την άφιξη των μεταναστών από τις χώρες του πάλαι ποτέ «υπαρκτού σοσιαλισμού», με αποκορύφωμα τους  μετανάστες από την Αφρική και Ασία, τους αποκαλούμενους και  «λαθρομετανάστες». Ο Ρατσισμός απειλεί πλέον και την ελληνική κοινωνία, όπως δείχνει η εντυπωσιακή άνοδος της «Χρυσής Αυγής».

Ο ρατσιστικός τρόπος σκέψης καθίσταται ιδιαίτερα επικίνδυνος όταν  συναρθρώνεται με την πολιτική. Γι’ αυτό, η καταπολέμηση της ρατσιστικής φασιστικής νοοτροπίας δεν αφορά μόνον τα πιθανά θύματα. Ο ρατσισμός, αν δεν αντιμετωπιστεί σθεναρά, απειλεί να δυναμιτίσει τα θεμέλια ολόκληρης της κοινωνίας, οδηγώντας τους «υποτιθέμενους ανώτερους στον πολιτικό ολοκληρωτισμό, την ιδεολογική σύγχυση, τη βία και τον κοινωνικό όλεθρο»[22].

Στο δημόσιο διάλογο σχετικά με το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας ενόψει της οικονομικής κρίσης και του μεταναστευτικού προβλήματος, τίθεται έμμεσα και το θέμα της ελληνικότητας[23].

Καταρχήν ο όρος «ελληνικότητα» υποδηλώνει την ύπαρξη διαχρονικής ομοιογενούς οντότητας, η οποία και διαφοροποιεί, με βιωματικό τρόπο, τον Έλληνα άνθρωπο από όλους τους άλλους λαούς.  Ως έννοια η ελληνικότητα  εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 19ου αιώνα σε μια περίοδο αναζήτησης της ιστορικής συνείδησης των Ελλήνων και αποτέλεσε έκτοτε, κατά καιρούς, αντικείμενο έντονων συζητήσεων και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των διαννοουμένων της χώρας μας.

Στο Μεσοπόλεμο, οι συζητήσεις σχετικά με την ελληνικότητα αφορούσαν κυρίως το χώρο της λογοτεχνίας και της τέχνης, καθώς γνωστοί δημιουργοί της εποχής εκείνης, θέλησαν με το έργο τους να αναδείξουν την ιδιαιτερότητα του Έλληνα ανθρώπου, όπως αυτός διαμορφώθηκε στη μακραίωνη ιστορική του πορεία, να προβάλουν δηλαδή το άλλο, το «αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας», όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Οδυσσέας Ελύτης, απαλλαγμένο από τις φιλελληνικές και ανθελληνικές παραμορφώσεις της Δύσης. 

Για τους  προοδευτικούς Έλληνες διανοούμενους του Μεσοπολέμου, ελληνικότητα σήμαινε, πάνω απ΄ όλα, επαναπροσδιορισμό της σχέσης μεταξύ συνείδησης και ταυτότητας, ιστορίας και καθημερινότητας, φύσης, αισθητικής και τρόπου ζωής.

Το ζήτημα της ελληνικότητας ήρθε και πάλι στο προσκήνιο της επικαιρότητας, μετά τη Μεταπολίτευση, ενόψει της ενσωμάτωσης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και με στόχο τον επαναπροσδιορισμό της νεοελληνικής ταυτότητας και του ρόλου που θα κληθούμε να διαδραματίσουμε ως λαός στη διαμόρφωση του οικονομικού, κοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού μέλλοντος της Ευρώπης.

Με την παραδοσιακή σημασία του όρου η «ελληνικότητα» αποτελεί συνονθύλευμα ιδεολογημάτων που αποσκοπούν στη συγκρότηση κοινής συνείδησης των Ελλήνων, ανεξάρτητα από τη θέση τους στην ταξική σύνθεση της κοινωνίας. Απαλλαγμένη, ωστόσο, από τα μυθοπλαστικά της στοιχεία, η ελληνικότητα ως βίωμα και τρόπος ζωής θα μπορούσε κάλλιστα να λειτουργήσει συσπειρωτικά, με στόχο την εξυπηρέτηση των καλώς εννοούμενων συμφερόντων του λαού μας στα πλαίσια ενός ραγδαία εξελισσόμενου κόσμου. 

Αν ελληνικότητα σημαίνει προώθηση των διαδικασιών συγκρότησης και ισχυροποίησης της νεοελληνικής ταυτότητας, προκειμένου ο λαός μας να συμμετάσχει ενεργά στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, τότε τα πολιτικά κόμματα της χώρας πόρω απέχουν από μια τέτοια προοπτική, καθώς αδυνατούν να ανταποκριθούν στα αιτήματα της εποχής, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον τους σχεδόν αποκλειστικά και μόνον στη νομή και διαχείριση της εξουσίας.

Ήδη από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και μετά το θάνατο του πρώτου κυβερνήτη της χώρας Ιωάννη Καποδίστρια, στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν τρία διαφορετικά κόμματα και συγκεκριμένα το Γαλλικό, το Αγγλικό και το Ρωσικό Κόμμα, εξέλιξη που είχε σαν αποτέλεσμα τον κοινωνικό και πολιτικό διαμελισμό του λαού μας, στην υπηρεσία αλλότριων συμφερόντων.

Αλλά και αργότερα, με λίγες ίσως εξαιρέσεις στη βενιζελική περίοδο διακυβέρνησης της χώρας, κριτήριο στην πολιτική ζωή του τόπου δεν ήταν η εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ελληνισμού, αλλά η υπακοή στα κελεύσματα ξένων δυνάμεων, οι οποίες, εκμεταλλευόμενες τις δυσκολίες του λαού μας στη διαχείριση της πράγματι ένδοξης ιστορικής και πολιτιστικής του κληρονομιάς, προωθούσαν με συστηματικό τρόπο το διχασμό.

Δεν πρόφθασε η Ελλάδα να απελευθερωθεί, και τα πολιτικά κόμματα, παρά τις  θυσίες του λαού μας, υπακούοντας στους εκάστοτε ιδεολογικούς και πολιτικούς πάτρονές τους, οδήγησαν τη χώρα στο χείλος του γκρεμού.  Μεταπολεμικά και με φόντο τις τραυματικές εμπειρίες του Εμφυλίου Πολέμου, τα αστικά κόμματα καλλιέργησαν με συστηματικό τρόπο το γνωστό δόγμα του «ανήκομεν εις τη Δύσιν», γεγονός που προκάλεσε μύρια τόσα δεινά στο λαό μας και ενίσχυσε τη συμπλεγματική μας συμπεριφορά απέναντι στους παντός είδους ξένους.

Την ίδια ραγιάδικη στάση επέδειξαν οι κυβερνήσεις της χώρας μας στην περίπτωση της εξόντωσης του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, το 1955, της κατοχής της Κύπρου, το 1974,  εξυπηρετώντας πρωτίστως τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και ειδικότερα της Αμερικής, γεγονός που επιβεβαιώνει περίτρανα την έλλειψη ελληνικής συνείδησης, όταν πρόκειται να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της κυρίαρχης οικονομικής ολιγαρχίας.

Η επίκληση της ελληνικότητας στην πολιτική ζωή της χώρας μας λειτούργησε συχνά ως προπέτασμα καπνού, για την απόκρυψη των πραγματικών αιτίων των εκάστοτε ταπεινώσεων  που έπλητταν, κάθε φορά, καίρια την περηφάνια και συνακόλουθα την αυτοσυνείδηση του λαού μας.

Τα πολιτικά κόμματα θα μπορούσαν κάλλιστα να συμβάλουν στη συγκρότηση μιας απαλλαγμένης από εθνικιστικές στρεβλώσεις και πολιτιστικούς εγωκεντρισμούς ελληνικότητας, αποδεκτής από τον ελληνικό λαό, που θα τον βοηθήσει να βρεί τη θέση του στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, όχι εναντίον αλλά μαζί με τους άλλους λαούς.

Βασική προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ενός εκπαιδευτικού συστήματος που θα στηρίζεται στην έννοια της παιδείας με την ευρύτερη σημασία του όρου και θα αναδεικνύει όλα εκείνα τα πνευματικά, πολιτιστικά και αγωνιστικά στοιχεία που αποτελούν την πολυτιμότερη κληρονομιά του λαού μας.

Όταν η ελληνικότητα παύει να είναι ιδεολογία και βιώνεται ως καθημερινότητα από τον Έλληνα άνθρωπο, τότε μπορούμε ως λαός να είμαστε υπερήφανοι για την όποια  προσφορά μας στο ανθρώπινο γένος.-

Το παρόν άρθρο “Εθνικισμός, ρατσισμός και ελληνικότητα” δημοσιεύεται βάση του δημoσίου διάλογου στο tvxs.gr με πάνω από 260 άρθρα και συνεντεύξεις στα πλαίσια της έρευνας για τις αιτίες και τις λύσεις της κρίσης, που διεξάγεται ακτιβιστικά από την Κρυσταλία Πατούλη (από το 2010 έως σήμερα), με τη συμμετοχή 177 προσώπων των γραμμάτων των επιστημών και των τεχνών, τα αποτελέσματα της οποίας σύντομα θα κυκλοφορήσουν σε βιβλίο από τις εκδόσεις Κέδρος, το οποίο προλογίζουν ο Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου και ο Στέλιος Κούλογλου.

[1] Ο Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Νομικής
του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

[2] Σχετικά με τον εθνικισμό, βλ. ενδεικτικά Εlli Κedourie, Nationalism, Blackwell, Oxford UK/Cambridge USA 1993, B. Anderson, Imagined Communities. Reflecktions on the Origing and Spread of Nationalism, Verso, London/New York 1991, E. Hobsbawm, Nations and Nationalism since 1780. Programme, Myth, Reality, Cambridge University Press, New York 1992, Ernst Gellner, Nations and Nationalism, Blackwell, Oxford, UK& Cambridge USA 1992 (ελληνική έκδοση : Έθνη και εθνικισμός, μετάφραση Δώρας Λαφαζάνη, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1993), Π. Ε, Λέκκας, Η εθνικιστική ιδεολογία. Πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, Ε.Μ.Ν.Ε.-Μνήμων, Αθήνα 1992 και Ν. Δεμερτζής, Ο λόγος του Εθνικισμού. Αμφίσημο σημασιολογικά πεδίο και σύγχρονες τάσεις, Α.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1996.

[3] Για τη σχέση εθνικισμού και ρατσισμού βλ. διεξοδικότερα  Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου, Ο ευρωπαϊκός ρατσισμός. Εισαγωγή στο φυλετικό μίσος. Ιστορική, κοινωνιολογική και πολιτική μελέτη, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000, σελ. 245 κ.ε..

[4] Στην ελληνική γλώσσα η λέξη «έθνος» είναι ήδη γνωστή από την αρχαιότητα. Ανάλογα με τη θεματική στην οποία αναφέρεται, έχει πολλές σημασίες, από τις οποίες ωστόσο καμία δεν αντιστοιχεί στη σημερινή σημασία του όρου. Το ίδιο ισχύει και για τη λέξη “nation” στις λατινογενείς γλώσσες (προέρχεται από το λατινικό “nascere” που σημαίνει «γεννιέμαι»). Σε ό,τι αφορά την έννοια του εθνικισμού γίνεται διάκριση μεταξύ «πρωτογενών» και «δευτερογενών» εθνικισμών. Πρωτογενείς αποκαλούνται οι εθνικισμοί που εμφανίστηκαν στα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου αιώνα στη δυτική Ευρώπη, ενώ δευτερογενείς ονομάζονται οι εθνικισμοί που εκδηλώθηκαν το 19ο αιώνα στην ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια καθώς και οι «νεότεροι εθνικισμοί» στις χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου τον 20ο αιώνα, βλ. Π. Λέκκας, ό.π., σελ. 75-79 και Ν. Δεμερτζής, ό.π., σελ. 127-130. Άλλοι πάλι κάνουν διάκριση μεταξύ «πολιτικού» και «πολιτιστικού» ή «δυτικού» και «ανατολικού» εθνικισμού ανάλογα με το περιεχόμενο και το χώρο στον οποίο εμφανίζεται, βλ. σχετικά  τη συνοπτική εργασία του Π.Θεοδωρίδη, «Μερικές εννοιολογικές διευκρινήσεις για την ερμηνεία του εθνικισμού», στο Σερραϊκά Ανάλεκτα, Σέρρες 1994, σελ. 279-284.

[5] Αξίζει να σημειωθεί ότι την εποχή της συγκρότησης των εθνικών κρατών στη δυτική Ευρώπη, οι θεωρητικοί της φυλετικής ιδέας, όπως π.χ. ο Γάλλος Gobineau αλλά και η ίδια η αριστοκρατία τοποθετούσαν την κοινή φυλετική καταγωγή πάνω από το έθνος, το οποίο και θεωρούσαν έννοια επιλήψιμη, καθώς, όπως ισχυρίζονταν, αποτελεί προϊόν επιμειξίας.

[6] Βλ. Νικος Δεμερτζής, ό.π.,σελ. 212.

[7] Βλ. F. Neumann, Behemoth. Struktur und Praxis desNationalismus 1933-1944, Fischer Verlag, Frankfurt am Main 1984. Αν και δεν αρνείται την ιστορική σχέση μεταξύ αστικής τάξης και εθνικισμού, ιδιαίτερα στην περίπτωση των πρωτογενών εθνικισμών της δυτικής Ευρώπης, ο Παντελής Λέκκας στη μελέτη του για τον «υπερταξικό χαρακτήρα» του εθνικισμού εκφράζει την άποψη ότι « η εμφάνιση και η ανάπτυξη της εθνικιστική  ιδεολογίας δεν προϋποθέτει την ενεργητική συμμετοχή ή ακόμη την ύπαρξη αστικής τάξης», χρησιμοποιεί δε ως παράδειγμα τους δευτερογενείς εθνικισμούς στην ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια καθώς και στους νεότερους εθνικισμούς στο λεγόμενο Τρίτο Κόσμο. Οι περιπτώσεις αυτές ωστόσο όχι μόνον δεν αναιρούν, αλλά, αντίθετα, επιβεβαιώνουν τον κανόνα, ότι ακόμη και όταν πρωταγωνιστικό ρόλο στη συγκρότηση του έθνους διαδραματίζουν κοινωνικές τάξεις όπως ο παραδοσιακός κλήρος και η αριστοκρατία, η γραφειοκρατία, ο στρατός κλπ., πίσω από αυτές κρύβεται πάντα η δυναμική της εκκολαπτόμενης αστικής τάξης, Βλ. Π.Ε.Λέκκας, «Ο υπερταξικός χαρακτήρας του εθνικιστικού λόγου», στο : Μνήμων, 16(1994), σελ. 96.

[8] Βλ. Ε.Gellner, ό.π., σελ. 1

[9] Βλ.F. Neumann,ό.π., σελ. 136.

 [10] Βλ. E. Balibar-I. Wallerstein, Φυλή, ‘Εθνος, Τάξη. Οι διφορούμενες ταυτότητες, μετάφραση Άγγελου Ελεφάντη/Ελένης Καλαφάτη, Ο Πολίτης, Αθήνα 1991, σελ. 126.

[11] E. Gellner, ό.π΄., σελ. 5.

[12] Βλ. E. M. Burns, Ευρωπαϊκή Ιστορία. Εισαγωγή στην ιστορία και τον πολιτισμό της νεώτερης Ευρώπης, τόμος Β΄, εκδ. Παρατηρητής Θεσσαλονίκη χ.χ., σελ. 117.

[13] Στο ιδιο, σελ. 120.

[14] Στο ίδιο.

[15] Ε. Balibar/I. Wallerstein, ό.π., σελ. 78

[16] Βλ.Etienne Balibar, «Ρατσισμός και εθνικισμός», στο :Ο Πολίτης,  τεύχος 88-80(1988), σελ. 61.

[17]  Βλ. Etienne Balibar, Τα όρια της Δημοκρατίας, εκδ. Ο Πολίτης, Αθήνα 1993, σελ. 66.

[18] Βλ. Αιμ. Μεταξόπουλος, ‘Εθνος, κράτος, εθνότητα. Σχόλια σε μια «δυτική μυθολογία», στο : Θεωρία και Κοινωνία, Επιθεώρηση των Επιστημών του Ανθρώπου, τεύχος 6(1992), σελ.103.

[19] Bλ. Κ. Πλεύρης, Η κοσμοθεωρία του εθνικισμού, Νέα Θέσις, Αθ

[20] Βλ. Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου,  Το φαινόμενο του ρατσισμού : Ευρωπαϊκή και ελληνική εμπειρία. Προϋποθέσεις για την πολιτιστική ενοποίηση της Ευρώπης, στο : Αναλόγιον, Τριμηνιαία Έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων  και Κοζάνης, τεύχος 1, Φθινόπωρο 2001, σελ. 106 κ.ε..

[21] E. Gellner, ό.π΄, σελ. 14.

[22] Βλ. Άννα Φραγκουδάκ0η, «Ρατσισμός και εκπαίδευση», στο : Μετανάστες, ρατσισμός και ξενοφοβία. Ελληνική και ευρωπαϊκή εμπειρία διακρίσεων, Α. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1998, σελ. 142.

[23] Βλ. Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου, «Ελληνικότητα και πολιτικά κόμματα», στο του ίδιου, Στον αστερισμό της αβεβαιότητας, εκδ. Θερμαϊκός, Θεσσαλον