Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις του περσινού χειμώνα επέστρεψε στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Ο λόγος για την παράσταση του έργου «Ο Αδαής και  ο Παράφρων» του Τόμας Μπέρνχαρντ από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα.

Ads

Ένας πατέρας τυφλός και αλκοολικός (Χρήστος Μαλάκης) του οποίου οι προσδοκίες δοκιμάζουν μέχρι τον βαθμό εξάντλησης την κόρη του, διάσημη ντίβα της όπερας,  μια κόρη  – μαριονέτα στο υψηλότερο σκαλί της επιτυχίας με κλονισμένο νευρικό σύστημα (Ανθή Ευστρατιάδου), ένας ιατροδικαστής που παρεμβαίνει για να υπογραμμίσει την οσμή του θανάτου αναλύοντας με λεπτομέρεια τη διαδικασία της νεκροτομίας ξεκινώντας από τον εγκέφαλο (Γιάννος Περλέγκας)  είναι οι βασικοί ήρωες της φιλοσοφικής κωμωδίας του Μπέρνχαρντ.

Ο Γιάννος Περλέγκας  επιχείρησε το πολύ φιλόδοξο εγχείρημα να σκηνοθετήσει και να ερμηνεύσει έναν ρόλο απαιτητικής ταχύτητας, αυτόν του ιατροδικαστή, στοίχημα το οποίο αν και τον εξάντλησε όπως παραδέχεται ο ίδιος, του βγήκε και με το παραπάνω αφού τόσο η αισθητική αρτιότητα της παράστασης όσο και οι καθοδήγηση στις ερμηνείες φανερώνουν πως αν μη τι άλλο έχει διεισδύσει ουσιαστικά στην ουσία του κειμένου. 

Ο σκηνοθέτης φωτίζει με ιδιαίτερο τρόπο τους συμβολισμούς του συγγραφέα τοποθετώντας τους ήρωες σε έναν λαβύρινθο δημιουργημένο από ορθογώνια κουτιά, επιλέγοντας το λευκό της μαριονέτας για την όψη τους και την αποσπασματική της κίνηση καθ’όλη τη διάρκεια του έργου. Ανθρώποι μαριονέτες που προσπαθούν να ξεφύγουν από το υπαρξιακό τους άγχος, προσκρούοντας σε γόρδιους δεσμούς, σε κοινωνικές επιταγές σε ιδιότητες – φυλακές που δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο. Παρά το χιούμορ του κειμένου, ο θεατής εμποτίζεται με το άγχος των ηρώων και ταυτίζεται με τους αρχετυπικούς ρόλους των ηρώων, ενώ δέχεται ταυτόχρονα ηχηρά χαστούκια από τα σχόλια του συγγραφέα πάνω στη φρενίτιδα του σύγχρονου πολιτισμού, του πολιτισμού της τελειομανίας και της απόλυτης εξειδίκευσης.

Ads

«Οι Ακαδημίες είναι επανδρωμένες με ακαδημαϊκούς εκμεταλλευτές / κατά το πλείστον έχουν διαβρωθεί από τον τσαρλατανισμό / κάθε δεύτερος καθηγητής φωνητικής είναι τσαρλατάνος», λέει ο ιατροδικαστής ενώ χαρακτηρίζει  τον κόσμο της κουλτούρας, ως… «αυτό το βουνό από σκατά πάνω στο οποίο ευδοκιμούν οι θεατρόφιλοι και οι φιλόμουσοι».

Όμως ούτε η επιστήμη γλιτώνει από τα νύχια του Μπέρνχαρντ, αφού όχι μόνο αδυνατεί να δώσει λύσεις αλλά παραμένει στάσιμη για χρόνια.

Η Ανθή Ευστρατιάδου ως Βασίλισσα της Νύχτας, ο Γιάννος Περλέγκας ως Ιατροδικαστής και ο Χρήστος Μαλάκης ως Πατέρας κάνουν αγώνα δρόμου στη σκηνή καταφέρνοντας να κρατήσουν τις αυστηρές γραμμές της σκηνοθεσίας ισορροπώντας ταυτόχρονα στις διακυμάνσεις του ύφους του κειμένου. Ενδεχομένως για την Ανθή Ευστρατιάδου ο συγκεκριμένος ρόλος να είναι ο καλύτερος για την έως τώρα πορεία της.  Ο απολαυστικός Γιάννης Καπελέρης ενσαρκώνει με δεξιοτεχνία και  χιούμορ τους δύο δεύτερους ρόλους του έργου.

«Μπορεί το έργο να μιλάει ουσιαστικά για τον επώδυνο δρόμο του καλλιτέχνη προς την επιτυχία ωστόσο είναι ένα σχόλιο που έχει ευθεία αναφορά στο σημερινό αξιακό σύστημα της τελειομανίας και υπερεξειδίκευσης», λέει στο tvxs.gr ο Γιάννος Περλέγκας.

«Μοιάζει στον κόσμο να αφορά τον κόσμο του θεάτρου. Αυτό είναι ένα πρόσχημα. Πιάνει τρεις μεγάλους τομείς των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών: Την ενασχόληση με την τέχνη, την ενασχόληση με την επιστήμη και την ιδιότητα του γονέα. Η εξειδίκευση δεν αφορά τη ντίβα μόνο, αλλά και την επιστήμη που δεν μπορεί να καλύψει τις ανθρώπινες ανάγκες, δεν είναι τυχαίο που βάζει έναν επιστήμονα που ασχολείται με το θάνατο. Επίσης είναι ένας συμβολισμός που ο πατέρας είναι τυφλός, δεν βλέπει το παιδί του, δεν βλέπει της ανάγκες της κόρης του. Ο πατέρας δεν έχει όνομα είναι ο πατέρας, ούτε η κόρη , είναι η βασίλισσα της νύχτας. Δεν έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους αλλά με μαριονέτες οι οποίες μηχανικά επαναλαμβάνουν μοτίβα που τους απομακρύνουν από την ανθρώπινη ιδιότητά τους. Ο ιατροδικαστής έρχεται να επιβεβαιώσει τον θάνατό τους. Ο πατέρας και η κόρη ακολουθώντας εμμονικά τις ιδιότητές τους αλληλοεξοντώνονται».

Παρατηρούμε στην παράσταση το υπαρξιακό άγχος των ηρώων να τους οδηγεί σε ένα απόλυτο υπαρξιακό αδιέξοδο. Ο συγγραφέας δεν φαίνεται να τους οδηγεί προς μία έξοδο, μία λύτρωση.

«Αυτό ακριβώς είναι που θέλει να κάνει ο Μπέρνχαρντ», εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Όντας τόσο καθηλωμένοι στις ιδιότητές τους, ενώ νιώθουν την ανάγκη να αλλάξουν κάτι, δεν μπορούν να το αλλάξουν. Εδώ μοιάζει με τον Τσέχοφ που περιέγραφε επίσης ανθρώπους στο μεταίχμιο, στην αλλαγή της εποχής οι οποίοι νιώθουν πως πρέπει να αλλάξουν κάτι , διαγιγνώσκουν τα προβλήματα τους αλλά δεν μπορούν να βγουν από αυτά. Υπό αυτή την έννοια θεωρώ τον Μπερνχαρντ προφητικό συγγραφέα και όχι τόσο απαισιόδοξο όσο φαίνεται. Ακριβώς επειδή περιγράφει αυτή την οδυνηρή ομφαλοσκόπηση γύρω από τη ζωή μας. Γνωρίζοντας τον εκφασισμό της εποχής περιγράφει δραματικά μια κατάσταση για να μας προτείνει μια νέα χειραφέτηση».

Οι απόλυτα καθαρές γραμμές στους ρόλους βοήθησαν ή παίδεψαν τελικά τον σκηνοθέτη;

«Παιδεύτηκα γιατί έκανα ένα απάνθρωπο πράγμα να παίζω και να σκηνοθετώ. Δεν διανοούμαι να το ξανακάνω . Κουβάλησα το 80 τις εκατό της πρόζας οπότε δυσκολεύτηκα. Σκηνοθετικά ακολούθησα τον συγγραφέα. Έχω μαριονέτες που κινούνται αφύσικα κι αυτό είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Αυτές οι κούκλες εκφέρουν τον φιλοσοφικό λόγο. Φιλοσοφικός λόγος υπό μορφή φιλοσοφικής κωμωδίας», όπως λέει.

Πληροφορίες

Πειραιώς 206, Ταύρος, 210 3418550
8-11/9, 13-17/9, Πεμ. – Κυρ., Τρ. – Σαβ., 9.00μ.μ.,
Εισ.: €8-10
Οι παραστάσεις στις 8,13,14 και 15 Σεπτεμβρίου θα παιχτούν με αγγλικούς υπέρτιτλους