Κάποτε έλεγε ότι ξορκίζει το θάνατο στη σκηνή, τώρα δεν ξορκίζει τίποτα. «Ο,τι είναι να συμβεί θα συμβεί». Και συμβαίνουν πολλά που μας ξεπερνούν…

Ads

Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη μιλάει στο tvxs.gr.
 
Ομολογεί πως δεν της αρέσουν οι συνεντεύξεις αν, όμως, το αποφασίσει -πάντα και μόνο με αφορμή μια δουλειά- ο λόγος της έχει αλήθεια και δύναμη, είναι μια κατάθεση ψυχής, όπως αυτή που μας χαρίζει 30 χρόνια τώρα στο θέατρο κυρίως, αλλά και την τηλεόραση στις καλύτερες στιγμές της και τον κινηματογράφο.

Η σημαντικότερη, για πολλούς, ηθοποιός της γενιάς της, μας μιλάει για τον Μπρεχτ, την Όπερα της Πεντάρας – όπου για τρίτη φορά πρωταγωνιστεί (ήταν η Τζένη στην παράσταση του Ζυλ Ντασσέν το 1993 και του Θέμη Μουμουλίδη το 2009 και είναι τώρα η δαιμόνια κυρία Πίτσαμ) – για τον Όργουελ, τον Γιαν Φαμπρ, την Ινδία και την Ειδομένη.

image
 
«Ο Χουβαρδάς μου έδωσε προαγωγή», σχολιάσατε για την αλλαγή ρόλου. Ο χρόνος δεν σας  βαραίνει καθόλου ή τον ξορκίζετε κι αυτόν στη σκηνή;

Ads

Το είπα αστειευόμενη, γιατί από «πόρνη» έγινα «επιχειρηματίας»! Πολύ νεότερη, επίσης, είχα πει το «πάνω στη σκηνή ξορκίζω το θάνατο». Τώρα πια δεν ξορκίζω τίποτε. Ό,τι είναι να συμβεί, θα συμβεί. Αυτή είναι η φυσική ροή των πραγμάτων. Και ο χρόνος είναι ένα κομμάτι αυτής της διαδικασίας. Το θέμα είναι να ζεις τη στιγμή και να εύχεσαι να είσαι υγιής και δημιουργικός σε κάθε ηλικία, χωρίς υστερίες.

Στην εποχή που βιώνουμε ένα μιούζικαλ-πολιτική σάτιρα, τόσο πλούσιο και λαμπερό σκηνικά, μπορεί να αποπροσανατολίζει;

Ένα έργο του Μπρεχτ είναι πάντα γραμμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε ακριβώς να μην αποπροσανατολίζει το κοινό. Ο Μπρεχτ έζησε και δημιούργησε στις πιο άγριες εποχές του εικοστού αιώνα, είναι ο κατεξοχήν πολιτικοποιημένος συγγραφέας και η περίφημη μέθοδος της κριτικής αποστασιοποίησης, πάνω και κάτω από τη σκηνή, ήταν δική του επινόηση, γιατί ήθελε να κρατά σε εγρήγορση τον θεατή. Η εποχή μας έχει μεγάλες ομοιότητες με την εποχή που γράφτηκε το έργο, το 1928, στις παρυφές της τεράστιας επερχόμενης παγκόσμιας κρίσης. Έτσι εξηγείται η απίστευτη επικαιρότητά του. Άλλωστε η παράστασή μας δεν εστιάζει καθόλου στα στοιχεία που αναφέρετε. Η «Όπερα της Πεντάρας» δεν είναι μιούζικαλ αμερικάνικου τύπου.

Είναι ένα δριμύ «κατηγορώ» στο καπιταλιστικό σύστημα, που εκμεταλλεύεται ακόμη και τους πιο αδύναμους κρίκους της κοινωνίας σε κάθε εποχή, δηλαδή τους ανέργους και την ανάγκη τους για δουλειά, όπου εμπόριο μπορούν να γίνουν τα πάντα, ακόμη και η ελεημοσύνη.

Ακριβώς. Και η παράστασή μας κάνει ένα βαθύ πολιτικό σχόλιο πάνω στην εκμετάλλευση των σύγχρονων εργαζόμενων – σκλάβων, την ψυχική και σωματική εξουθένωση τους, την υποβαθμισμένη ποιότητα της ζωής τους, την ανακύκλωση τους σε όλες τις πιθανές και απίθανες εργασίες. Επίσης πάνω στις σχέσεις διαπλοκής ανάμεσα στους πάντες – επιχειρηματίες, εγκληματίες, διεφθαρμένους αστυνομικούς, μικρά και μεγάλα αφεντικά – και στη σύγκρουση μεταξύ τους στο όνομα της επιβίωσης, μέχρι την τελική αλληλοεξόντωση.

Σας τρομάζουν όλα αυτά; Σας φαίνονται προφητικά, όπως το 1984 του Όργουελ;

Με τρομάζει η ήδη αμείλικτη πραγματικότητα. Αυτά που πραγματεύεται το έργο είναι καθημερινό μας βίωμα. Βλέπουμε και ζούμε τις ολέθριες συνέπειες των  μηχανισμών της οικονομίας και της εξουσίας. Κι αυτό που με τρομάζει πιο πολύ είναι το ερώτημα σε τι ακόμα θα οδηγήσουν όλα αυτά. Ο εφιάλτης του Οργουελικού μέλλοντος, όπως είπατε. Άλλωστε στην παράστασή μας ο Μεγάλος Αδελφός είναι πανταχού παρών. Εποπτεύει και παρακολουθεί τα πάντα, απρόσωπος και άκρως επικίνδυνος. Οι ζωές όλων είναι στα χέρια του.

Λέει ο Μπρεχτ:«Αν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι, είσαστε χαμένοι. Φίλος σας είναι η αλλαγή, η αντίφαση σύμμαχός σας. Από το τίποτα πρέπει κάτι να κάνετε, μα οι δυνατοί πρέπει να γίνουν τίποτε. Αυτό που έχετε απαρνηθείτε το και πάρτε αυτό που σας αρνούνται». Μοιάζει σημερινό. Πόσο εφικτό όμως είναι;  Πώς παίρνει κανείς αυτό που του αρνούνται;

Δεν έχω απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα. Η Ιστορία θα δείξει προς τα πού θα κατευθυνθούν τα πράγματα. Σε μικρή κλίμακα φαίνεται ότι η ενότητα, η επιμονή και η προσήλωση στον στόχο μπορούν να κάνουν θαύματα. Πώς, όμως, αυτό αποκτά ιστορικές διαστάσεις, δεν ξέρω.

Διαβάζω παλιότερη δήλωση σας: «Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι πολιτικοί δεν ξέρουν το νόηµα της φράσης του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ “I have a dream”». Αν σας ρωτούσα για το δικό σας όνειρο; Αν σας ζητούσα να συμπληρώσετε  τη φράση;

Έχω ένα όνειρο ότι μια μέρα θα ξυπνήσουμε σε έναν καλύτερο κόσμο, όπου δεν θα υπάρχουν πόλεμοι, μίσος, φανατισμός και τρομοκρατία. Έχω ένα όνειρο ότι μια μέρα θα ζήσουμε σε έναν κόσμο όπου δεν θα υπάρχουν φτωχοί και πλούσιοι, δεν θα υπάρχει ρατσισμός, κλειστά σύνορα, δουλέμποροι και έμποροι όπλων, παιδιά που πεθαίνουν στις θάλασσες και παιδιά που γεννιούνται στη λάσπη. Έχω ένα όνειρο ότι θα ξημερώσει μια μέρα που οι άνθρωποι θα καταλάβουν ότι το δικαίωμα στη ζωή ανήκει εξίσου σε όλους. Έχω ένα όνειρο ότι μια μέρα θα υπάρχει στη γη μόνο η αγάπη, η ελευθερία, η αδελφοσύνη. Έχω ένα όνειρο ότι μια μέρα θα δικαιώσουμε την ύπαρξή μας σ’ αυτόν τον κόσμο.

Πόσο διαφορετική γυρίσατε από το ταξίδι που κάνατε  στην Ινδία;

Πέρασαν κιόλας είκοσι χρόνια από τότε και είναι τόσο έντονο σαν να ήταν χθες. Πήγα ανύποπτη σε ένα ταξίδι τουριστικού ενδιαφέροντος και γύρισα από ένα ταξίδι αυτογνωσίας και αποκάλυψης. Δεν χρειάστηκε να πάω σε κάποιο κέντρο διαλογισμού και αναζήτησης. Οι εμπειρίες που σου προσφέρει αυτή η χώρα παντού, στο δρόμο, στα μάτια των ανθρώπων με τον εσωτερικό τους πλούτο, παρά την εξωτερική τους φτώχεια, ήταν ένα μάθημα ζωής, που ακόμα το κουβαλάω μέσα μου. Οι εικόνες, οι απίστευτες αντιθέσεις, η μαγεία δίπλα στην εξαθλίωση ήταν ταυτόχρονα πολιτισμικό σοκ, αλλά και αφορμή να σκεφτώ πάνω στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τη ζωή ο δυτικός πολιτισμός.

Η Ειδομένη είναι η ντροπή ή η περηφάνια της χώρας μας; Τι συναισθήματα σας δημιουργούν οι πρόσφυγες; Τι σκέψεις η τρομοκρατία; Ο φόβος;

Δεν υπάρχουν λόγια που να μπορούν να εκφράσουν αυτά που νιώθει κανείς βλέποντας αυτές τις εικόνες. Ντρέπεσαι που είσαι άνθρωπος, ντρέπεσαι που βλέπεις  το αληθινό πρόσωπο της «πολιτισμένης» Ευρώπης, γιατί όλη αυτή η φρίκη είναι δημιούργημα μιας σκληρής πολιτικής, που δημιουργεί ή συντηρεί πολέμους και αδιαφορεί για το ανθρώπινο κόστος. Είναι μια τεράστια ανθρωπιστική τραγωδία, καθρέφτης δυστυχώς, όπως είπατε, του κόσμου ολόκληρου – και ταυτόχρονα ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα και για τη χώρα μας, που καλείται να σηκώσει μόνη της ένα δυσβάστακτο βάρος, τη στιγμή που η οικονομία της είναι ήδη σε σημείο  καταστροφής. Φυσικά η ανθρωπιά που δείχνουν πολλοί συμπατριώτες μας είναι σπουδαίο μήνυμα. Όμως υπάρχει επιτακτική ανάγκη για λύσεις σε διεθνές πολιτικό επίπεδο. Όσο για την τρομοκρατία, ναι, νιώθεις ότι ο κόσμος έχει γίνει πια παντού  ένα επικίνδυνο μέρος. Τίποτε δεν είναι όπως πριν. Ζούμε ακραίες ιστορικές καταστάσεις, το τέρας που έχουν γεννήσει οι πολιτικές της δύσης χτυπάει τώρα στα τυφλά και θύματα είναι όπως πάντα οι αθώοι.

Με τη φράση του Γκάντι «ο φόβος έχει κάποια χρησιμότητα, η δειλία καμία» συμφωνείτε;

Ο φόβος ίσως σε βοηθάει να υπολογίσεις καλύτερα τις κινήσεις σου, να πάρεις κάποια μέτρα, να προστατευτείς. Η δειλία, όμως, το μόνο που καταφέρνει είναι να σε κάνει να στέκεσαι αδρανής κι αμέτοχος στην ίδια σου τη ζωή.

Εσείς πως ξορκίζετε τους φόβους;

Όπως σας είπα στην αρχή, τίποτε πια δεν λειτουργεί εξορκιστικά. Απλώς η σκηνή είναι η δουλειά μου. Αυτήν ξέρω, αυτήν κάνω. Και έχει διπλή λειτουργία. Τέχνη και βιοπορισμός.

Κάποτε είχατε πει: «Υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι: Αχ, να τα παρατήσω όλα και να γυρίσω στο χωριό μου να κάνω κάτι με τα λίγα στρέμματα που άφησε πίσω ο πατέρας μου…». Το λέτε ακόμα και πόσο κρατάνε αυτές οι στιγμές;

Τώρα πια καθόλου. Ακόμα κι όταν είπα αυτή τη φράση, ήξερα πόσο ουτοπική είναι. Ήταν μόνο μια προσφυγή στην νοσταλγία της παιδικής μου σχέσης με τη φύση και τη ζωή.

Υπόθεση Γιάν Φαμπρ. Πως κρίνετε την τοποθέτηση του στο Φεστιβάλ Αθηνών, το θόρυβο που δημιουργήθηκε και την παραίτηση του;
 
Ο Γιαν Φαμπρ είναι ένας διεθνώς αναγνωρισμένος καλλιτέχνης, που όμως διέπραξε μια σειρά από λάθη στο σύντομο πέρασμά του από τη θέση του διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών. Πρώτον αποδέχτηκε αυτή τη θέση χωρίς να έχει γνώση του καλλιτεχνικού χάρτη της χώρας. Θα έπρεπε να ζητήσει πρώτα χρόνο για να προλάβει να ενημερωθεί κατάλληλα. Έπειτα δεν είχε την πολιτική ευαισθησία, απαραίτητη σε έναν καλλιτέχνη, να αντιληφθεί πόσο ζωτικής σημασίας είναι για μια μικρή χώρα σε μεγάλη κρίση, ο τομέας του πολιτισμού της ως χώρος δημιουργίας και έκφρασης για τους δικούς της καλλιτέχνες. Και επίσης ανήγγειλε ένα πρόγραμμα με τόσο εγωκεντρικό προσανατολισμό, που μαζί με τον εξοβελισμό των Ελλήνων δημιουργών από την ίδια τους τη χώρα, τον κατέστησε προκλητικό, προσβλητικό και ανεπιθύμητο. Ήταν λογικό, λοιπόν, να υπάρξουν τόσες αντιδράσεις. Τώρα το θέμα είναι να δοθεί μεγάλη προσοχή στο θέμα της οργάνωσης του Φεστιβάλ, ώστε να διατηρηθεί η άνοιξη που γνώρισε τα τελευταία χρόνια και να εμπλουτιστεί ακόμα περισσότερο ο χαρακτήρας του, ως ενός χώρου όπου αναδεικνύονται και συναντιούνται οι σύγχρονες και πιο ενδιαφέρουσες τάσεις της διεθνούς και εγχώριας τέχνης.

Να επιστρέψουμε στον Μπρεχτ. «Αν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι, είσαστε χαμένοι. Φίλος σας είναι η αλλαγή, η αντίφαση σύμμαχός σας. Από το τίποτα πρέπει κάτι να κάνετε, μα οι δυνατοί πρέπει να γίνουν τίποτε. Αυτό που έχετε απαρνηθείτε το και πάρτε αυτό που σας αρνούνται». Σα να το έγραψε σήμερα ο μοιάζει. Πόσο εφικτό όμως είναι; Πώς αλλάζουν τα πράγματα; Πώς παίρνει κανείς αυτό που του αρνούνται;

Δεν έχω απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα. Η Ιστορία θα δείξει προς τα πού θα κατευθυνθούν τα πράγματα. Σε μικρή κλίμακα φαίνεται ότι η ενότητα, η επιμονή και η προσήλωση στον στόχο μπορούν να κάνουν θαύματα. Πώς, όμως, αυτό αποκτά ιστορικές διαστάσεις, δεν ξέρω.

Στην πολιτική πιστεύετε;

Η πολιτική μόνο απογοητεύσεις μας έχει προσφέρει σε παγκόσμιο επίπεδο. Πώς να την πιστέψει κανείς. Τα τεράστια αδιέξοδα που έχουν δημιουργηθεί στην ανθρωπότητα από τους λάθος ή τους σκόπιμους χειρισμούς των πολιτικών και από την εξυπηρέτηση των μεγάλων συμφερόντων που συνήθως κρύβονται από πίσω, δείχνουν την ανάγκη για ένα καινούργιο σύστημα αξιών, που ίσως η μεγάλη κρίση καταφέρει να γεννήσει ως αντίδραση. Αυτό, βέβαια, προς το παρόν φαίνεται πως μόνο ως ευχή μπορεί να το διατυπώσει κανείς.

Είστε φύση αισιόδοξη;

Δυστυχώς η πορεία των πραγμάτων δεν μου επιτρέπει να είμαι αισιόδοξη κι ας ήταν αυτή συνήθως η τάση μου. Λίγη αισιοδοξία μπορώ μόνο να αντλήσω από την αγάπη, κι από την ανθρωπιά που δείχνουν οι πιο ευαίσθητοι συμπολίτες μας.

Μετά την «Όπερα» πού θα σας δούμε;

Αυτή τη στιγμή δεν έχει γίνει ακόμα καμιά επίσημη ανακοίνωση για το πρόγραμμα του Φεστιβάλ. Περιμένουμε τις εξελίξεις. Αν εγκριθεί η «Ορέστεια» σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά, θα είμαι στον θίασό της ως Κλυταιμνήστρα και ως μέλος του χορού των «Ευμενίδων».

Αλήθεια, γιατί δεν σας αρέσουν οι συνεντεύξεις;

Γιατί ό,τι έχω να πω το λέω καλύτερα μέσα από τη δουλειά μου. Γιατί η υπερέκθεση γίνεται εξουθενωτική και τρομακτική. Γιατί νιώθεις πως όταν τα πράγματα γύρω σου είναι τόσο ισχυρά και οδυνηρά, δεν ξέρεις τι να πεις.

image

«Η Όπερα της πεντάρας»
 
Σε ένα μεγάλο, ενιαίο χώρο μαζικής εργασίας,  συνυπάρχουν,συμβιώνουν και συγκρούονται μέχρις εσχάτων, όλες οι διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων: ζητιάνοι, πόρνες, μικροεγκληματίες, αστυνομικοί, μικρά και μεγάλα αφεντικά, αλλά και το υπέρτατο, αόρατο αφεντικό, πάνω από όλα και όλους. 

Το εμβληματικό έργο των Μπέρτολτ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ, διασκευή του έργου του Τζων Γκαίυ, «H Όπερα του ζητιάνου» (1728),  που  γράφτηκε το 1928, παραμονές του μεγάλου οικονομικού κραχ και έκανε πρεμιέρα την ίδια χρονιά στο Βερολίνο, παρουσιάζεται στο θέατρο Παλλάς σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, με  ζωντανή 12μελή ορχήστρα και πρωταγωνιστές τους: Χρήστο Λούλη (Μακχήθ), Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (Κυρία Πήτσαμ), Άγγελο Παπαδημητρίου (Κύριος Πήτσαμ), Λυδία Φωτοπούλου (Τζέννυ), Νίκο Καραθάνο (Αφηγητής, Αστυνόμος Μπράουν), Νάντια Κοντογεώργη (Πόλλυ), Κίκα Γεωργίου (Λούσυ).

image

Παίζουν: Αντίνοος Αλμπάνης, Μιχάλης Αφολαγιάν, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Ελίζα Γεροντάκη, Έφη Γούση,  Μαριάννα Καβαλλιεράτου, Βασίλης Κουκαλάνι, Ελένη Μπούκλη, Βασίλης Μυλωνάς, Νέστορας Κοψιδάς, Μαρία Νίκα, Γιώργος Τζαβάρας
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Ενορχηστρωτική επιμέλεια – Διεύθυνση ορχήστρας: Θοδωρής Οικονόμου

image
 
Ημέρες & Ώρες Παραστάσεων (μέχρι τη Κυριακή 17 Απριλίου):
Τετάρτη & Κυριακή 19:30
Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο 20:30
 
Διάρκεια Παράστασης:
150’ (με διάλειμμα) 
Θέατρο Παλλάς: Βουκουρεστίου 5, City Link
Εισιτήρια από 10 ευρώ

image
 
Κρατήσεις – αγορά εισιτηρίων:
Στο τηλέφωνο 211 1000 365 & www.ticket365.gr