Η υπόθεση: Επιστρέφοντας από το Παρίσι μετά από πολυετή απουσία, η Λιούμποφ Αντρέιγεβνα ξαναβρίσκει τα οικογενειακά της κτήματα, το βυσσινόκηπο που της θυμίζει τα ευτυχισμένα παιδιά της χρόνια. Αν και οικονομικά κατεστραμμένη, αρνείται και να σκεφτεί ακόμα την πώλησή του, που όμως είναι αναπόφευκτη.

Ads

 
Σαρλ Ζιολ (Charles Giol, CG): Ο «βυσσινόκηπος» εξιστορεί το τέλος μιας εποχής και τις εν εξελίξει κοινωνικοοικονομικές ανατροπές στη ρωσική ύπαιθρο των αρχών του 20ού αιώνα. Κι όμως, ο Τσέχοφ (Че́хов) παραμένει απολύτως ουδέτερος: δεν καταδικάζει ούτε την απληστία του νεόπλουτου πρώην αγρότη, ούτε την τυφλή νοσταλγία των παλιών κυρίων του βυσσινόκηπου. Ακόμα και οι αδυναμίες των χαρακτήρων προσεγγίζονται με ανθρωπιά.
 
Αλέν Φρανσόν (Alain Françon, AF): Πράγματι, το θέατρο του Τσέχοφ δεν κρίνει ποτέ τους χαρακτήρες, ούτε τα τεκταινόμενα. Περιγράφει τον κόσμο ως έχει. Προκρίνει μια κλινική προσέγγισή -ας μην ξεχνάμε ποτέ πως ο Τσέχοφ υπήρξε ιατρός- ενός κόσμου που παρακμάζει, στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτού της ρωσικής υπαίθρου το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, που μετά την κατάργηση της δουλοπαροικίας προσαρμόζεται κακήν κακώς στο μοντερνισμό, στον καπιταλισμό.
 
CGΌπως οι υπόλοιποι χαρακτήρες, η Λιούμποφ, η κληρονόμος του βυσσινόκηπου, είναι πολύ αμφιλεγόμενο πρόσωπο: είναι ονειροπόλα, εντελώς αποκομμένη από την πραγματικότητα, αλλά ταυτόχρονα ευαίσθητη και παθιασμένη. Αυτή η πολυπλοκότητα των χαρακτήρων δεν είναι ένα από τα πιο μοντέρνα, καινοτόμα χαρακτηριστικά του θεάτρου του Τσέχοφ;
 
ΑF: Χωρίς αμφιβολία, αν και κατά τη γνώμη μου ο Τσέχοφ πάει πολύ μακρύτερα από την απλή αμφιλογία. Σύμφωνα με ένα παλιό στερεότυπο, αυτή η χαρακτηριστική μη προβλεψιμότητα των χαρακτήρων του αντανακλά την ήρεμη ψυχοπάθεια των Ρώσων, την περίφημη «ρωσική ψυχή»… Πρόκειται περί ανοησιών. Η αλήθεια είναι πως τα πρόσωπα του Τσέχοφ δεν έχουν κέντρο βάρους. Τα γνωρίζουμε μόνο από λεπτομέρειες, από ιστορίες του παρελθόντος τους, από ανέκδοτα, αναμνήσεις… Στο «βυσσινόκηπο» φερ’ ειπείν, ο χαρακτήρας της Σαρλότα είναι εντελώς απροσπέλαστος. Είναι εντελώς αδύνατο να κατανοήσουμε τι γυρεύει στη σκηνή. Μας δίδεται μόνο μια απροσδιόριστη αίσθηση πως είναι Γερμανίδα. Αλλά όταν στην τρίτη πράξη αρχίζει να κάνει μαγικά κόλπα και ταχυδακτυλουργίες, σχεδόν μαγικά επίσης το πράγμα «κολλάει» και ταιριάζει τέλεια στο ρυθμό της παράστασης.
 
Οι ηθοποιοί φυσικά συναντούν μεγάλες δυσκολίες να ερμηνεύουν χαρακτήρες που δεν έχουν σχεδόν καμία υπόσταση. Δεν έχουν καμία «ψυχολογία» με την οποία να δουλέψουν. Καλούνται να προσπαθήσουν να παίξουν κάτι το φευγαλέο, λες και το πρόσωπο που υποδύονται δεν έχει παρελθόν, ούτε μέλλον. Η αμνησία συστήνεται. Όσο για τον σκηνοθέτη, οφείλει να αποφύγει κάθε ερμηνευτική υπερβολή. Επί σοβιετικού καθεστώτος λόγου χάριν, ο χαρακτήρας του Τροφίμοφ, του λιγάκι βραδύνου φοιτητή που είναι ερωτευμένος με την ‘Ανια, την κόρη της Λιούμποφ, αποδιδόταν πάντοτε ως φλογερός μαρξιστής, λόγω του ότι μιλάει πολύ για την πολιτική.Μετατρεπόταν έτσι σε έναν επαναστάτη, σε ένα είδος πρώιμου σοβιετικού ήρωα. Πράγμα που φυσικά αποτελεί κραυγαλέα προδοσία του πνεύματος του Τσέχοφ, που απέχει παρασάγγας από την επιδειξιμανία του Γκόρκι (Го́рький) ο οποίος μερικά χρόνια αργότερα θα γεμίσει τη σκηνή με εργάτες και επαναστάτες.

Ο συγγραφέαςΑντόν Τσέχοφ (1860-1904) Καταγόμενος από μια μετρημένη οικογένεια εμπόρων, σπουδάζει ιατρική στη Μόσχα. Εκεί ξεκινάει να γράφει εύθυμα διηγήματα. Από τη δεκαετία του 1890 και μετά, αφιερώνεται στο θέατρο: «ο γλάρος» (1896), «ο θείος Βάνιας» (1897), «τρεις αδελφές» (1901) γίνονται μεγάλες επιτυχίες. Πεθαίνει από καρδιακή προσβολή το 1904, λίγους μήνες μετά την πρεμιέρα του «βυσσινόκηπου».

CGΚάτι που είναι επίσης αξιοσημείωτο στο «βυσσινόκηπο» είναι πως δεν υπάρχει καμία ιεράρχηση των χαρακτήρων του έργου, παρά το μεγάλο τους αριθμό και την ποικιλία των χαρακτηριστικών τους.
 
AF: Πράγματι. Αυτή εξάλλου είναι μια πολύ καλή μέθοδος αποστασιοποίησης: μπορούμε να πούμε πως οι πάντες πρωταγωνιστούν. Παλιά αφεντικά, νέοι ιδιοκτήτες, υπηρέτες, κανείς δεν χρησιμεύει εδώ ως διακοσμητικό στοιχείο, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στο κλασικό θέατρο. Έτσι μπορούμε να παρακολουθήσουμε την αφήγηση του έργου μέσα από το βλέμμα όλων των χαρακτήρων, πράγμα που πολλαπλασιάζει τις δυνατές αναγνώσεις του έργου. Αυτό έχει ως συνέπεια στα έργα τουΤσέχοφ και ιδίως στο «βυσσινόκηπο» να μην υπάρχει καν μια κύρια πλοκή. Υπάρχει μια πλειάδα πλοκών, που είναι όλες εξίσου σημαντικές: η σχέση της Λιούμποφ, της ιδιοκτήτριας της έκτασης και του Λοπάχιν, του απογόνου των δουλοπαροίκων που ετοιμάζεται να την αγοράσει· η σχέση της Λιούμποφ με τον αδερφό της, τον αδύναμο αλλά αξιαγάπητο Γκάεφ· η σχέση του Γκάεφ με τον παλιό του υπηρέτη Φιρςπου ενσαρκώνει το παρελθόν και αρνείται πεισματικά τη χειραφέτησή του κ.ο.κ. Το θέατρο του Τσέχοφ είναι πρωτίστως αποκεντρωμένο, καλειδοσκοπικό.
 
CGΗ δική σας σκηνοθεσία του «βυσσινόκηπου» το 2009 στο «θέατρο κολίν» εντυπωσίαζε με τη ζωηράδα της, την αρπακτικότητά της. Μας δινόταν σχεδόν η εντύπωση πως βλέπαμε κωμωδία, αν και τα γεγονότα που διαδραματίζονταν στην σκηνή δεν είναι καθόλου αστεία…
 
AF: Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ποτέ πως ο Τσέχοφ ξεκίνησε τη λογοτεχνική του παρουσία ως ευθυμογράφος κι ήταν πεπεισμένος πως έγραφε κωμωδίες! Η πρώτη παράσταση που είδα στη ζωή μου, σε ηλικία 20 ετών, ήταν «ο θείος Βάνιας». Τον μίσησα πραγματικά. Εκείνη την περιοχή, μια μακρά σκηνοθετική γαλλική παράδοση ήθελε τα έργα του Τσέχοφ να παίζονται εξαιρετικά αργά· υποτίθεται πως έπρεπε να υπογραμμιστεί πόσο πλήττουν οι χαρακτήρες, σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη στερεότυπα για τη Ρωσία. Πρόκειται για την χονδροειδέστερη παρεξήγηση του Τσέχοφπου μπορεί να γίνει. Κατόρθωσα να προσεγγίσω καλύτερα και να εκτιμήσω την δραματουργία τουΤσέχοφ διαβάζοντας τις νουβέλες του. Διότι, όπως είναι λογικό, τα θεατρικά του έργα αποτελούν προέκταση των ευθυμογραφιών του, από τα οποία απουσιάζει κάθε τραγικό στοιχείο. Πρόκειται για κοινωνικά σχόλια, διαυγή μεν αλλά και γεμάτα ανθρωπιά, ζωή και κωμικό σφρίγος, έστω κι αν δεν είναι «αστεία» με τη συνήθη έννοια του όρου.

Ads

Ξέρετε ότι…Όπως όλα τα θεατρικά κείμενα της τελευταίας περιόδου της ζωής του Τσέχοφ, «ο βυσσινόκηπος» ανέβηκε από τον σκηνοθέτη Κονσταντίν Στανισλάφσκι (Constantin Stanislavski) στο «θέατρο τέχνης» της Μόσχας. Η πρεμιέρα δυσαρεστεί τον Τσέχοφ, για τον οποίο ο «βυσσινόκηπος» ήταν ξεκάθαρα μια κωμωδία, ενώ ο Στανισλάφσκι την παρουσίασε ως δράμα.

CGΟπότε κατά τη γνώμη σας ο Τσέχοφ θα πρέπει να παίζεται σε γρήγορους ρυθμούς…
 
AF: Aν θέλουμε τουλάχιστο να σεβαστούμε το ρυθμό της πρόζας του, που φεύγει προς όλες τις κατευθύνσεις καθώς οι χαρακτήρες διακόπτουν ασταμάτητα ο ένας τον άλλο, οφείλουμε πράγματι να επιχειρήσουμε μια γρήγορη σκηνοθεσία των έργων του Τσέχοφ, πράγμα που δεν είναι καθόλου εύκολο. Οι «διάλογοί» του μόνο διάλογοι δεν είναι, τουλάχιστο όχι όπως τους έχουμε συνηθίσει: έχουμε εδώ μάλλον μια διαδοχή φράσεων, που συχνά δεν έχουν καμία λογική διασύνδεση μεταξύ τους. Όταν δύο πρόσωπα μιλάνε το ένα στο άλλο, η συνομιλία τους ξεκινάει μεν σαν διάλογος, αλλά πολύ συχνά το έναν ατέλειωτο μονόλογο, ξεχνώντας το άλλο…
 
Το θέατρο του Τσέχοφ είναι κοντολογίς κατ’ εξοχήν «χορωδιακό». Κάθε χαρακτήρας έχει τις φράσεις του κι έχουν όλοι δικαίωμα στο λόγο, οι υπηρέτες εξίσου με τα αφεντικά τους. Από την άποψη αυτή, μου αρέσει πολύ η έκφραση του Γερμανού σκηνοθέτη Πέτερ Στάιν (Peter Stein) που χαρακτήρισε το θέατρο του Τσέχοφ «δημοκρατική χορωδία».
 
Ο Alain Françon είναι σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας

Προοδευτική Πολιτική