Προτού επινοηθούν οι όροι που καθόρισαν και προσδιόρισαν τη σεξουαλικότητα, η ιδιωτική ζωή στη βικτοριανή εποχή, είχε μια άλλη, μυστική και εν πολλοίς ανομολόγητη πλευρά, πέρα από τα σεμνότυφα, σκληρά στερεότυπα. 

Ads

Ακόμη και με τα στάνταρντς των γνωστότερων οικογενειών της Βικτοριανής Αγγλίας, οι Bensons καταγράφονται ως μία ιδιάζουσα περίπτωση.

Οπως γράφει το theatlantic.com, ο πατριάρχης της οικογένειας Edward Benson, είχε ταράξει την εκκλησιαστική ιεραρχία, προκαλώντας τον ανώτερο κλήρο με τις σκληρές αρχές του και τους ιερείς με τον μεταρρυθμιστικό του ζήλο. Η Βασίλισσα Βικτορία τον διόρισε αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι, εν ολίγοις επικεφαλής της Αγγλικανικής Εκκλησίας, το 1883.

Η σύζυγος του, Minnie, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ήταν το ιδανικό έτερον ήμισυ. Τρυφερή όταν εκείνος ήταν αυστηρός, υπήρξε μία εξαιρετική οικοδέσποινα, αλλά γεγονός ιδιαίτερης σημασίας, συναγωνιζόταν στη θρησκευτική αφοσίωση τον σύζυγο της. Όπως έλεγε ωστόσο, μία τολμηρή φίλη της, η Minnie ήταν «καλή όπως ο Θεός και έξυπνη όπως ο Διάβολος».

Ads

Και οι πέντε απόγονοι του Edward και της Minnie Benson διακρίθηκαν στη δημόσια ζωή. Ο Arthur Benson υπηρέτησε ως δάσκαλος στο κολέγιο Magdalene του Πανεπιστήμιου του Cambridge, έγραψε τους στίχους στον ύμνο του Edward Elgar, «Land of Hope and Glory» και ανέλαβε (για την ακρίβεια, του ανατέθηκε) το λεπτό καθήκον της συν-επεξεργασίας των προς δημοσίευση επιστολών της Βασίλισσας Βικτωρίας.

Ο αδελφός του Fred ήταν συγγραφέας και δη, μπεστ σέλερ, γνωστός μέχρι σήμερα για τη σειρά σατιρικών μυθιστορημάτων «Lucia» με θέμα τις διασκεδάσεις των ευγενών της αγγλικής επαρχίας.

image

Η αδερφή τους Margaret ήταν αιγυπτιολόγος, η πρώτη γυναίκα που ηγήθηκε βρετανικής αρχαιολογικής ανασκαφής και προχώρησε σε δημοσιεύσεις για τα ευρήματά της. Ακόμα και το «μαύρο πρόβατο», ο Βενιαμίν της οικογένειας, Hugh, ο οποίος ασπάστηκε τον Ρωμαιοκαθολικισμό, ήταν ένας προικισμένος ομιλητής που μαγνήτιζε τους ακροατές του και, όπως και οι αδελφοί του, συγγραφέας ανούσιων βιβλίων μεν, που έκαναν υψηλές πωλήσεις δε.

Θεωρητικά επρόκειτο για μία υποδειγματική οικογένεια σύμφωνη προς τα ήθη και τα μέτρα της εποχής. Αλλά, όπως έγραφε και ο Ντίκενς, εάν μπορούσε κανείς να τραβήξει τη στέγη και να δει τί πραγματικά συνέβαινε στο σπίτι των Bensons, θα καταλάβαινε ότι η αλήθεια ήταν πολύ διαφορετική. Είναι 1853. Ο Edward είναι 23 χρονών, ένας ωραίος νέος άνδρας με μια καριέρα που μοιάζει ήδη πολλά υποσχόμενη. Έχει μόλις σφραγίσει τον αρραβώνα του μαζί της με ένα φιλί.

Σαράντα χρόνια μετά -ανασηκώνοντας πάλι τη στέγη- βρίσκουμε τη Minnie στο συζυγικό κρεβάτι με τη Lucy Tait, κόρη του πρώην αρχιεπισκόπου, η οποία είχε εγκατασταθεί στους Bensons κατόπιν πρόσκλησης του Edward.

Τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Edward, η Minnie και η Lucy μετακόμισαν στο Σάσεξ, όπου ζούσε ήδη η κόρη της Margaret με μία στενή της φίλη. Όσο για τους τρεις γιους, ουδείς παντρεύτηκε, ενώ οι σύγχρονοι τους αντιμετώπισαν με ιδιαίτερη κατανόηση τα ρομαντικά συναισθήματα τους για τους άνδρες. Οι Bensons ήταν όντως μια πολύ περίεργη οικογένεια, όπως έγραφε ο καθηγητής του Cambridge, Simon Goldhill.

Πώς ήταν η ζωή προτού επινοηθούν οι όροι που καθόρισαν και προσδιόρισαν τη σύγχρονη σεξουαλικότητα; Πώς ήταν οι άνθρωποι της Βικτοριανής περιόδου έξω από τη «φυλακή» που όριζαν τα σεμνότυφα, σκληρά και εν τέλει γεμάτα κατήφεια στερεότυπα; Το θέμα απασχολεί εδώ και δεκαετίες τους μελετητές, όμως υπάρχει κάτι ακόμη πιο σημαντικό από τα αυστηρά ήθη και αυτό είναι η ασάφεια.

Είναι πλέον γνωστό ότι οι αυστηρά καθορισμένες «κατηγορίες» ομοφυλόφιλοι – ετεροφυλόφιλοι επινοήθηκαν σχετικά πρόσφατα: Έκαναν πρώτη φορά την εμφάνιση τους στις αρχές του 20ού αιώνα, μοιάζοντας με δύο μεγάλες φωτεινές διαχωριστικές γραμμές.

Τη βικτοριανή εποχή όμως, τα όρια ήταν ρευστά.

Το ρομαντικό ενδιαφέρον μίας γυναίκας για μία άλλη γυναίκα θεωρούνταν μία εξαιρετική προετοιμασία για τον γάμο. Παρότι το σεξ μεταξύ ανδρών ήταν ποινικό αδίκημα -όσον αφορά τη Βρετανία, οι λεσβιακές σχέσεις ήταν αόρατες πριν από τη θέσπιση του παραπάνω νόμου- η σεξουαλική επιθυμία μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου δεν αποτελούσε στοιχείο ομοφυλοφιλίας.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950, ένας άνδρας μπορούσε να κάνει σεξ με έναν άλλον άνδρα χωρίς να θεωρεί τον εαυτό «μη φυσιολογικό», υπό την προϋπόθεση ότι δεν φορούσε γυναικεία ρούχα ή, δεν υιοθετούσε θηλυπρεπή στοιχεία στη συμπεριφορά του.

Από όλα όσα συνέβησαν στην περίφημη οικογένεια των Benson, το πιο δύσκολο μέρος για τα δεδομένα της δικής μας εποχής αφορά το ρομάντσο του Edward και της Minnie. Ήταν μόλις 11 χρονών όταν ο Edward αποφάσισε να την κάνει γυναίκα του. Και μόνο χάρη στην επιμονή της μητέρας της συμφώνησε να καθυστερήσει τον γάμο μέχρις ότου η Minnie κλείσει τα 18. Ο Edward είχε διαλέξει ένα παιδί – νύφη, πιστεύοντας ότι θα είχε τη δυνατότητα να διαμορφώσει τον χαρακτήρα της προκειμένου αργότερα να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του. Από την πλευρά της, η Minnie δήλωνε πρόθυμη να τον ευχαριστήσει.

image

Αυταρχικός, κυκλοθυμικός, σκλάβος των τύπων και της λεπτομέρειας, ο Edward ήταν ένα πρόσωπο – παρωδία πατριάρχη. Τα παιδιά του τον φοβούνταν. Η Minnie ανεχόταν το bullying του Edward, στήριζε τις φιλοδοξίες του και διασκέδαζε τις ορδές των επισκεπτών που κατέφθαναν στο γραφείο του.  Ωστόσο, ο γάμος του αρχιεπισκόπου δεν περιοριζόταν μόνο στη συζυγική ανοχή.
Οι στενές φιλίες της Minnie με άλλες κυρίες κατέληγαν πολύ συχνά σε ειδύλλια. Όπως στην περίπτωση της Miss Hall που την παρότρυνε να παρατείνει το ταξίδι τους στη Γερμανία, μακριά από το σύζυγό της για έξι ολόκληρους μήνες.

Όπως προκύπτει από τις επιστολές που αντάλλασσαν, ανάλογο ήταν και το ύφος, η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στη μεταξύ τους επικοινωνία. «Αγαπημένη μου καρδιά, αληθινή μου αγάπη» ήταν μερικές από τις προσφωνήσεις. 

Ο Edward κατανοούσε και ως έναν βαθμό αποδεχόταν, τις επιθυμίες της συζύγου του για άλλες γυναίκες. Το θέμα είχε συζητηθεί από το ζευγάρι, δεν είχε κρατηθεί κρυφό. Εξού και ο Έντουαρντ κάποια στιγμή κάλεσε τη Lucy Tait, 15 χρόνια νεότερη από τη σύζυγό του, να ζήσει με την οικογένεια Benson. Εκτιμώντας τη γενναιοδωρία του Edward, την «πληρότητα και τη δύναμη της συζυγικής αγάπης», η Minnie εργάστηκε για να συμβιβάσει τις σεξουαλικές με τις πνευματικές της επιθυμίες.

Όπως γράφει ο Goldhill οι περιπλοκές του γάμου των Benson προκάλεσαν άγχος και στις δύο πλευρές και άφησαν στα παιδιά τους μια σύγχυση ως προς τα συναισθήματα που έτρεφαν μεταξύ τους οι σύζυγοι. Ωστόσο, ο Goldhill  δεν περιορίζεται σε μία αναχρονιστικού τύπου διάγνωση. Δεν τους χαρακτηρίζει ως οικογένεια καταπιεσμένων ομοφυλόφιλων. Αντίθετα, καταγράφει τις δοκιμασίες και τις αμφιβολίες που προκύπτουν μέσα σε μία απόλυτα συμβατική ζωή.

image

«Ίσως κάποιος νομίσει ότι μπορεί να έχει μια καλή εικόνα της ζωής μου διαβάζοντας τις σελίδες αυτές, αλλά δεν ισχύει» έγραφε ο Arthur στο ημερολόγιο του. Παρόλο που αναφέρεται στις απολαύσεις των φιλικών σχέσεων μεταξύ αγοριών και παραδέχεται ότι χαζεύει τα σώματα στο κολυμβητήριο, κατακεραυνώνει τη σφοδρή επιθυμία. «Ήταν δυνατόν» αναρωτιόταν να έχει «την ψυχή μιας γυναίκας στο σώμα ενός άνδρα;» Ο όρος «ομοφυλοφιλία» δεν χρησιμοποιούνταν μέχρι το 1924, έναν χρόνο προτού πεθάνει. Μάλιστα, όταν τον χρησιμοποίησε, στο πλαίσιο μιας θεωρητικής συζήτησης με τον αδελφό του Fred, έγραψε «the homo sexual question», δηλώνοντας έτσι την άγνοια του. Παρά το γεγονός ότι ο Fred έζησε για να δει τον κόσμο να αλλάζει μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο -ήταν ο τελευταίος της οικογένειας που έφυγε από τη ζωή, το 1940- κατά έναν περίεργο τρόπο επέμεινε στη βικτοριανή κληρονομιά του.

Χαρακτηριστική των αντιλήψεων του ήταν η άποψη του για τον γάμο της μητέρας του: «Εάν ο γάμος της ήταν λάθος, τότε ποιός γάμος από τότε που υπάρχει ο κόσμος θεωρείται επιτυχής;»

Γράφοντας το 1930, ο Fred σκεφτόταν ότι «οι πολυσυζητημένες επιφυλάξεις και τα μυστικά της βικτοριανής εποχής» άξιζαν τουλάχιστον μία υπεράσπιση σε μια εποχή που γινόταν ολοένα και πιο εξομολογητική.

image

Την ίδια χρονιά, η συγγραφέας Βιρτζίνια Γουλφ που είχε σύζυγο και ερωμένη, θρηνούσε το τέλος της σεξουαλικής ασάφειας. Αντίθετα με τον Fred Benson και παρότι δεν αντιμετώπιζε συναισθηματικά τη βικτοριανή ανατροφή της, καθώς ο διαχωρισμός ομοφυλοφίλων – ετεροφυλοφίλων είχε εδραιωθεί, μπορούσε να δει τί είχε χαθεί.