Η πρώτη κινηματογραφική εβδομάδα του Δεκεμβρίου μας φέρνει μόλις δύο νέες ταινίες στις αίθουσες, επιφυλάσσοντας για τις επόμενες εβδομάδες περισσότερες κυκλοφορίες από τις εταιρείες διανομής. Ξεχωρίζει η επιστροφή του Τοντ Χέινς οκτώ χρόνια μετά το «I’m Not There», με το φιλμ «Carol» και πρωταγωνιστρίες την Κέιτ Μπλάνσετ και την Ρούνεϊ Μάρα. Προβάλλεται επίσης και η νέα ταινία του Μανούσου Μανουσάκη, «Ουζερί Τσιτσάνης».

Ads

«Carol» (2015) του Τοντ Χέινς (Ηνωμένο Βασίλειο, Η.Π.Α., Γαλλία)

image

Η ιστορία μας μεταφέρει στη Νέα Υόρκη, στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Η Τερέζ Μπέλιβετ (Ρούνεϊ Μάρα) εργάζεται σ’ ένα πολυκατάστημα του Μανχάταν και ονειρεύεται μια πιο συναρπαστική ζωή, όταν γνωρίζει την Κάρολ Άιρντ (Κέιτ Μπλάνσετ), μία γοητευτική γυναίκα παγιδευμένη σ έναν αποτυχημένο γάμο. Σύντομα, η αθώα πρώτη συνάντησή τους δίνει τη θέση της σε μια βαθύτερη επικοινωνία. Όταν όμως η σχέση της Κάρολ με την Τερέζ αποκαλύπτεται, ο σύζυγος της Κάρολ (Κάιλ Τσάντλερ) αντεπιτίθεται αμφισβητώντας την ικανότητά της ως μητέρας και προσπαθώντας να της στερήσει το δικαίωμα στο να βλέπει το ανήλικο παιδί τους. Καθώς η Κάρολ και η Τερέζ κάνουν την απόδρασή τους, αφήνοντας πίσω τη ζωής τους, μία αντιπαράθεση θα δοκιμάσει την εικόνα των δύο γυναικών για τις ίδιες, καθώς και την αφοσίωσή τους. Η αγάπη τους δοκιμάζεται, καθώς τίθεται αντιμέτωπη με τα ταμπού και τα στερεότυπα της κοινωνίας.

Ads

Η εντυπωσιακή επιστροφή του Τοντ Χέινς οκτώ χρόνια μετά το «I’m Not There», πραγματοποιείται με την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος της Πατρίσια Χάισμιθ, «The Price of Salt». Το φιλμ αναβιώνει με ξεχωριστό στιλ και νοσταλγική ρομαντική διάθεση τη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’50, για να αφηγηθεί μία δυνατή ερωτική ιστορία, που αψηφά όλα τα κοινωνικά ταμπού. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης, μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη μία υπέροχη και συγκινητική ιστορία, με πρωταγωνίστρια την Κέιτ Μπλάνσετ, να μας χαρίζει ίσως την καλύτερη γυναικεία ερμηνεία της τρέχουσας κινηματογραφικής σεζόν. Μαζί της η Μπλάνσετ συμπαρασύρει και την συμπρωταγωνίστρια της, την Αμερικανίδα ηθοποιό Ρούνεϊ Μάρα. Το «Κορίτσι με το Τατουάζ» (The Girl with the Dragon Tattoo – 2011) μεγάλωσε και αξιοποιεί σταδιακά το υποκριτικό της ταλέντο, κερδίζοντας τον Μάιο στις Κάννες το Βραβείο Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας, για το «Carol».

Κυκλοφορούν επίσης:
«Ουζερί Τσιτσάνης» (2015) του Μανούσου Μανουσάκη (Ελλάδα)

image

Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη (εκδ. Πατάκης), η ταινία διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη το 1942-1943. Στην υπό γερμανική κατοχή πόλη, ο Γιώργος και η Εστρέα είναι ερωτευμένοι. Όμως ο έρωτας ανάμεσα σ’ έναν Χριστιανό και μία Εβραία είναι απαγορευμένος. Η περιπετειώδης ιστορία αγάπης, παγιδευμένη σ’ ένα απάνθρωπο ολοκληρωτικό καθεστώς και τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων, βρίσκει καταφύγιο στο ιστορικό Ουζερί Τσιτσάνης. Εκεί, ο Έλληνας συνθέτης διανύει τα πιο δημιουργικά του χρόνια και συνθέτει τα πιο γνωστά του τραγούδια, ανάμεσα στα οποία και την καθοριστική Συννεφιασμένη Κυριακή.

Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί: Ανδρέας Κωνσταντίνου, Χάρης Φραγκούλης, Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη, Βασιλική Τρουφάκου, Ξανθή Γεωργίου, Γιάννης Στάνκογλου, Μαρία Καβουκίδου, Γεράσιμος Σκιαδαρέση, Λάκης Κομνηνός, Αλμπέρτο Εσκενάζυ. Ο σκηνοθέτης Μανούσος Μανουσάκης, σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η Γερμανική κατοχή και μια απαγορευμένη ερωτική σχέση βρίσκονται στο επίκεντρο ενός κινηματογραφικού ρυθμού που τίθεται από τη μουσική που συνθέτει ένας από τους βασικούς χαρακτήρες του έργου: ο εμβληματικός Βασίλης Τσιτσάνης.»

Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Βασίλη Τσιτσάνη (γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1915 και έφυγε στις 18 Ιανουαρίου του 1984) και ο Μανούσος Μανουσάκης μετά από πολλά χρόνια απουσίας από τον κινηματογράφο, επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη με την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του «Ουζερί Τσιτσάνης». Μία εντυπωσιακή παραγωγή, με προσεγμένη αναπαραστάση μίας ταραχώδους εποχής της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, που διαθέτει στο σύνολό της ένα καλό καστ, αλλά που δυστυχώς δεν καταφέρνει να αποβάλει την προβληματική αισθητική της ελληνικής τηλεόρασης, απογοητεύοντας εν τέλει και τον θεατή.