Ήταν 2019 όταν ο κορεάτης σκηνοθέτης Μπονγκ Τζου Χο κερδίζoντας το βραβείο της Χρυσής Σφαίρας για την καλύτερη ξενόγλωσση ταινία με το “Parasite” είχε δηλώσει χαρακτηριστικά αναφερόμενος στο αμερικανικό κοινό «Μόλις ξεπεράσετε το φράγμα των υποτίτλων της μίας ίντσας, θα γνωρίσετε περισσότερες εκπληκτικές ταινίες.»

Ads

Έπειτα, με την ίδια ταινία κατάφερε να κερδίσει το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας και το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, το οποίο συνέβη για πρώτη φορά στο πλαίσιο του θεσμού.

Πλέον, φτάνοντας στο 2023, στις υποψηφιότητες των Όσκαρ βρέθηκαν 5 ταινίες όπου σε μεγάλα χρονικά τους σημεία δεν είχαν για ομιλούμενη γλώσσα τα αγγλικά και η μετάφραση γινόταν μέσω υποτίτλων ή δεν γινόταν καθόλου.

Μέχρι λίγα χρόνια πριν αυτό αποτελούσε αντιεμπορική επιλογή, από το μεγαλύτερο μέρος του αγγλόφωνου κοινού, κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ads

Το Χόλιγουντ προφανώς μέσα στις προσπάθειές του για συμπεριληπτικότητα προσπαθεί να «ξεβολέψει» το αμερικανικό κοινό, προωθώντας ταινίες που πλέον περιέχουν γλωσσικό ρεαλισμό.

Το έχει καταφέρει;

Το «βήμα» των ταινιών Όσκαρ του 2023

Ξεκινώντας από τον μεγάλο νικητή των Όσκαρ, την πολυσυμπαντική ταινία δράσης Everything, Everywhere, All at Once οι γλώσσες οι οποίες ομιλούνται είναι τρεις. Συγκεκριμένα, είναι τα Μανδαρίνικα, τα Κατονέζικα και τα Αγγλικά. 

Η ταινία εκτός από το ότι κατάφερε να αποσπάσει 10 Όσκαρ, μεταξύ αυτών Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Σκηνοθεσίας, έκανε εξαιρετικά νούμερα σε εισπράξεις παγκοσμίως (140,2 εκ. δολάρια)  αλλά και σε Ηνωμένες Πολιτείες και Καναδά (77,2 εκ. δολάρια), που ειδικότερα το κοινό τους έχει «πρόβλημα» με τους υπότιτλους.

Όπως προαναφέρθηκε το “Everything, Everywhere, All at Once” ισορροπεί στην χρήση των γλωσσών και αποδίδει τον γλωσσικό ρεαλισμό ατόμων οι οποίοι έχουν μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπλέον, στην ταινία περιέχεται σκηνή -μία από τις πιο συναισθηματικές της- όπου δεν ακούγεται καθόλου ομιλία και τα λόγια μεταφέρονται μόνο μέσα από υπότιτλους. Αυτό δείχνει σε κάποιο βαθμό ότι δεν «χάνεται τίποτα από την ταινία αν πρέπει να διαβάσεις υπότιτλους.

Επιπλέον, ξανά στις φετινές ταινίες, στο “Tár” του Todd Field μετά από προσωπική επιλογή του σκηνοθέτη σε πολλές εξαιρετικές ερμηνευτικά σκηνές, η πρωταγωνίστρια Κέιτ Μπλάνσετ χρησιμοποιεί μόνο γερμανικά κατά τη διάρκεια των προβών της ορχήστρας, χωρίς να μεταφράζονται καν τα λόγια της με υπότιτλους.

Προφανώς το μη γερμανόφωνο κοινό δεν αντιλαμβάνεται όσα λέει η Λίντια Ταρ εκείνη τη στιγμή και ενθαρρύνεται να επικεντρωθεί στις οπτικές πτυχές της επικοινωνίας του χαρακτήρα, δηλαδή τις εκφράσεις του προσώπου, την σωματική της ερμηνεία και τον τρόπο εκφοράς της από όπου ο θεατής μπορεί να αντιληφθεί τον εγωισμό της να ρέει και την υπεροψία της. Θα μπορούσε αυτό να γίνει σε όλη την ταινία; Προφανώς και όχι αλλά είναι απόδειξη ότι η διαφορετική γλώσσα είναι απλά ένα αμελητέο όριο στην μεταφορά των συναισθημάτων και της ψυχαναλυτικής των χαρακτήρων.

Ακόμη μία φετινή απόδειξη είναι και η επιτυχία του τραγουδιού «Natu Natu» από την ταινία “RRR” που βραβεύτηκε και αυτό με Όσκαρ αλλά και ο ενθουσιασμός που επικράτησε όσο διήρκησε η ζωντανή παρουσίαση του τραγουδιού, δείχνοντας ότι οι στίχοι δεν ήταν αρκετοί για να εμποδίσουν τα υπόλοιπα καλλιτεχνικά μέρη του τραγουδιού όπως ο χορός, η σκηνική παρουσία, η ενδυμασία αλλά και η ίδια η μουσική από το να εντυπωσιάσουν τους θεατές.

Επιπλέον, το Wakanda Forever μία ταινία της Marvel -η οποία σαν εταιρεία προσπαθεί σε μεγάλο βαθμό να προσθέσει στην κινηματογραφική της «πλευρά» χαρακτήρες από διαφορετικούς πολιτισμούς από τις Ηνωμένες Πολιτείες (βλ. Σανγκ Τσι, Καμάλα Καν, Eternal)- περιέχει μία φυλή, αυτή των Atlantis, όπου μιλάει μία γλώσσα που πηγάζει από γλώσσα των Μάγιας και δεν μιλάει καμία άλλη κατά τη διάρκεια της ταινίας.

Γενικότερα, σε ένα οπτικό μέσο, όπως είναι κατά κύριο λόγο ο κινηματογράφος, το όριο των υποτίτλων η αλήθεια είναι ότι θα έπρεπε να έχει ξεπεραστεί εδώ και αρκετά χρόνια. Το “Parasite”, το “Everything, Everywhere, All at Once” αλλά και παλαιότερες ταινίες που σημείωσαν εισπρακτική επιτυχία στις ΗΠΑ το αποδεικνύουν συνεχώς. 

Διεθνείς ταινίες με εισπρακτική επιτυχία στις ΗΠΑ

Η αναγνώριση αυτή από το Χόλιγουντ και την Ακαδημία, ωστόσο, απλά συμβάλει στην προώθηση της ιδέας του γλωσσικού ρεαλισμού, καθώς ανέκαθεν υπήρχαν ξενόγλωσσες ταινίες που σημείωναν παγκόσμια επιτυχία σε εισπράξεις αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά.

Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η περιόδος των ασιατικών ταινιών δράσης όπως το “Crouhing Tiger, Hidden Dragon”, το “Hero”. Οι δύο ταινίες προερχόμενες από την Κίνα σάρωσαν στα ταμεία των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και στην Ευρώπη.

Επιπλέον, το φαινόμενο του “Parasite” το οποίο μετά τις βραβεύσεις του στην επαναπροβολή του σημείωσε εισπρακτική επιτυχία παγκοσμίως.

Μέσα σε αυτές υπάρχουν και ταινίες από την Ευρωπαϊκή ήπειρο όπως η πανέμορφη ταινία του Ρομπέρτο Μπενίνι “Life is Beautiful” και το αριστούργημα του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο “Pan’s Labyrinth”.

Αναλυτικά οι 10 ξενόγλωσσες ταινίες που σάρωσαν τα ταμεία των Ηνωμένων Πολιτειών

1 Crouching Tiger, Hidden Dragon ($128,078,872)
2 Life Is Beautiful ($57,247,384) 
3 Hero ($53,710,019)
4 Parasite ($53,369,749)
5 Instructions Not Included ($44,467,206)
6 Pan’s Labyrinth ($37,634,615)
7 Amélie ($33,225,499)
8 Fearless ($24,633,730)
9 The Postman ($21,848,932)
10 Like Water for Chocolate ($21,665,468)

Έτσι μπορούμε να διακρίνουμε από πολλά πλέον παραδείγματα ότι ο γλωσσικός ρεαλισμός είναι ένα σημαντικό βήμα για τη συμπερίληψη στα μεγαλύτερα στούντιο παραγωγής ταινιών και ιδιαίτερα στο Χόλιγουντ. Επιπλέον, είναι ένα σημαντικό βήμα που κινεί όλο και περισσότερους καλλιτέχνες να δημιουργήσουν στη μητρική τους γλώσσα χωρίς να χρειάζεται να απορρίπτονται οι ιδέες του λόγου περιορισμένης απήχησης και λόγω γλωσσικού εμποδίου. Αυτό αποτελούσε κάποτε και τον λόγο που οι ξενόγλωσσες ταινίες από Ευρώπη και Ασία που σημείωναν επιτυχία γινόντουσαν αμερικανικά remake αποτυχημένα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Μερικά παραδείγματα Oldboy, Let the Right One In, The Intouchables, Insomnia κ.λπ. 

Από αυτά συμπεραίνουμε ότι ο σνομπισμός απέναντι στους υπότιτλους σε μεγάλο βαθμό αποτελεί ένα είδος «κόμπλεξ».