Στο πλαίσιο του 44ου IFFR, είχαμε τη χαρά να συναντήσουμε την Μαργαρίτα Μαντά που συμμετείχε στο φεστιβάλ με την ευρωπαϊκή πρεμιέρα της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας της, «Για Πάντα». Ανάμεσα στις ταινίες και τα σχετικά δρώμενα του φεστιβάλ, βρήκαμε το χρόνο να μιλήσουμε μαζί της σχετικά με την νέα ταινία της, αλλά και με την κατάσταση στον πολιτισμό και την Ελλάδα του σήμερα.



Ads

Από την Πέμπτη 29 Ιανουαρίου, το «Για Πάντα» προβάλλεται και στην Αθήνα, αποκλειστικά στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Ιερά Οδός 48, Μετρό Κεραμεικός).

Βλέποντας τη δουλειά σου σαν δείγμα πολιτισμού στο σήμερα, που φανήκαμε και ώριμοι επιτέλους να πάρουμε σαν χώρα αυτή τη στροφή προς τα αριστερά, πόσο δύσκολο ζεις εσύ το γεγονός του να εργάζεται κάποιος στον πολιτισμό σήμερα; Έχεις κάποιες σκέψεις να μοιραστείς μαζί μας; Κάποιες ελπίδες ίσως;

Είναι γνωστό σε όλους μας ότι εδώ και 40-45 χρόνια όλες οι κυβερνήσεις που πέρασαν από αυτή την έρημη χώρα μόνο παιδεία και πολιτισμό δεν προέταξαν, αντιθέτως ναρκοθέτησαν και την παιδεία και τον πολιτισμό. Και δε μιλάω μόνο για το σινεμά, μιλάω για τα πάντα.

Ads

Το ότι είμαστε μια χώρα φτωχή και ιδιαίτερα τώρα, σε μια περίοδο πολύ στριμωγμένη οικονομικά, δεν σημαίνει ότι θα ναρκοθετούμε τον πολιτισμό. Μπορείς να φροντίσεις την παιδεία και τον πολιτισμό, μακάρι φυσικά να υπήρχαν περισσότερα χρήματα, γιατί χρειάζονται χρήματα, αλλά αν πραγματικά σε ενδιαφέρει η χώρα σου να έχει παιδεία και πολιτισμό, μπορείς και με ολίγα χρήματα να το κάνεις. Δεν το έκαναν τόσα χρόνια γιατί δεν τους ενδιέφερε, μπορεί και να το θεωρούσαν επικίνδυνο. Η παιδεία και ο πολιτισμός δημιουργούν ανθρώπους που σκέφτονται. Και οι άνθρωποι που σκέφτονται δεν λειτουργούν σαν πρόβατα, λειτουργούν σαν πολίτες που ελέγχουν την εξουσία.

Χθές, βγήκε στην Ελλάδα μια κυβέρνηση που αποτελείται από ανθρώπους οι οποίοι μιλούν την ελληνική γλώσσα σαν γλώσσα και όχι σαν εγχειρίδιο κομματικών τσιτάτων. Από ανθρώπους που έχουν εργαστεί στη ζωή τους, που δεν μπήκαν στην πολιτική κληρονομικώ οικογενειακώ δικαίω.

Άνθρωποι όπως ο κύριος  Ξυδάκης στον Πολιτισμό και ο κύριος Μπαλτάς στην Παιδεία, είναι επιλογές που εμένα μου δίνουν ελπίδα. Περιμένω να δω. Περιμένω να δω αν η νέα αυτή κυβέρνηση θα είναι όντως άλλη από τις παλιές, αν θα φανεί ικανή να βγάλει τη χώρα από μια γενική παθογένεια πολλών ετών, να εργαστεί για την χώρα και όχι για την δική της εξουσία. 

Πόσο δύσκολο είναι να επιβιώνει όποιος παράγει πολιτισμό στην Ελλάδα;

Εξαιρετικά δύσκολο. Η ελληνική πολιτεία θεωρεί αυτονόητο ότι όσοι παράγουμε τέχνη δεν χρειάζεται να πληρωνόμαστε γι’αυτό. Οι σκηνοθέτες, οι ηθοποιοί, θεωρούμαστε χομπίστες από την ελληνική πολιτεία. Θεωρείται αυτονόητο από την ελληνική πολιτεία ότι μπορούμε να παράγουμε σινεμά με το τίποτα, με την προσφορά των φίλων, των συνεργατών και των οικογενειών μας, με προσωπική δουλειά μηνών και ετών χωρίς ανταμοιβή. Και να παράγουμε με αυτό τον τρόπο ένα σινεμά που γνωρίζει την Ελλάδα σε όλο τον κόσμο.

Ελπίζω, η νέα πραγματικότητα να πιστεύει πως οι άνθρωποι που παράγουν πολιτισμό, όχι μόνο στο σινεμά, παντού στον πολιτισμό, είναι καλλιτέχνες αλλά είναι και επαγγελματίες που πρέπει να επιβιώνουν απο το επάγγελμά τους, όπως όλοι οι επαγγελματίες.

Σε μια πιο γενική προσέγγιση για την κοινωνία, όχι μόνο στον τομέα του πολιτισμού ίσως, βλέποντας και την ταινία σου, που είναι βαθιά κοινωνική, προβάλλει το γεγονός ότι έχουμε καλύψει το ποτάμι που ρέει και είναι πηγή ζωής, φέροντας νερό, με το άγονο, το στείρο μπετό. Βλέπεις τον Έλληνα αυτή τη στιγμή, αν θες να ανοίξεις αυτό το μεγάλο θέμα, να έχει μια τάση να ξανακάνει το τσιμέντο νερό; Εχεις ελπίδα πάνω σε αυτό;

Ο Έλληνας έχει ένα τεράστιο έλλειμμα παιδείας κι όταν λέω παιδείας δεν εννοώ πανεπιστημιακής μόρφωσης, εννοώ ουσιαστικής παιδείας. ΄Εχει ένα τεράστιο έλλειμμα κοινωνικής και συλλογικής συναίσθησης. Έχει ένα υπέρμετρο εγώ. Κι από την άλλη μεριά, έχει έναν συναισθηματισμό κι έναν παρορμητισμό που μεγαλουργεί συχνά.

Τα πράγματα δεν αλλάζουν από τη μία μέρα στην άλλη. ΄Οταν γενιές ολόκληρες σε αυτή τη χώρα έχουν μεγαλώσει μέσα σε μια κατάσταση που θεοποιούσε το λαμόγιο, σαν τρόπο ζωής και σαν τρόπο ύπαρξης, αυτές οι γενιές έχουν καταστραφεί. Το θέμα είναι να αρχίσει να δημιουργείται μια κατάσταση παιδείας και πολιτισμού που από εδώ και πέρα, για τις γενιές που θα ‘ρθουν, θα  θα κάνει τον Έλληνα να μάθει ότι δεν ζεί μόνος του στον πλανήτη,  ότι έχει δικαιώματα αλλά έχει και υποχρεώσεις απέναντι σε μια κοινωνία, οτι οφείλει να σέβεται τον άλλο όπως θέλει να σέβονται οι άλλοι τον ίδιο και διάφορα, τέτοια στοιχειώδη πράγματα.

Αν θέλουμε, αν θέλει ο λαός αυτός να είναι κάτι άλλο, μπορεί να είναι και το αποδεικνύει όταν ζεί και εργάζεται στο εξωτερικό. Για κάποιο λόγο, όταν ζεί στο εσωτερικό, δυσκολεύεται να δεχτεί και την ύπαρξη των άλλων πλην του εαυτού του.

Ειναι ο Έλληνας φίλος με τη σιωπή;

Δε νομίζω. Νομίζω ότι τη φοβάται λίγο τη σιωπή, την προσωπική του σιωπή, ο Έλληνας γενικά. Εντάξει, είμαστε ένας μεσογειακός λαός, έτσι? Κι αυτό μου αρέσει, κι εγώ σε αυτό το λαό ανήκω, δεν έχω έρθει από άλλο πλανήτη. «Ακούω τη σιωπή μου» σημαίνει αφουγκράζομαι τον εαυτό μου, κάνω αυτοκριτική, κοιτάω πώς μπορώ να γίνω καλύτερος άνθρωπος, πρώτα για μένα άρα και για τους άλλους, προσπαθώ να σκέφτομαι κι όχι να αντιδρώ με αντανακλαστικά του συρμού… Νομίζω πως δεν συνηθίζει να συνδιαλέγεται πραγματικά με τον εαυτό του ο ΄Ελληνας. 

Καλά, είναι ένα κομμάτι που γενικά ο σύγχρονος άνθρωπος δυσκολεύεται, νομίζω.

Ναι, δε νομίζω ότι είναι θέμα μόνο του Έλληνα. Νομίζω ότι γενικά οι άνθρωποι φοβόμαστε να συνομιλήσουμε ουσιαστικά, πραγματικά με τον εαυτό μας και να ακούσουμε τη σιωπή μας, άρα και τη σιωπή των άλλων.

Ως προς τη σχέση των πρωταγωνιστών σου με το χρόνο, είναι κάπως νωχελικοί;

Όπως έχω πει ήδη, ήθελα να κάνω μία ελεγεία πάνω στη σιωπή, και για την ακρίβεια πάνω στο χώρο και το χρόνο που ορίζει η σιωπή. Δεν θεωρώ ότι η ΄Αννα και ο Κώστας, οι ήρωες της ταινίας μου, ζουν νωχελικά. Δεν είναι τεμπέληδες. Είναι δύο απόλυτα μοναχικοί άνθρωποι κι όταν είσαι μόνος σου, ο χρόνος διευρύνεται. Όταν έχεις να ασχοληθείς μόνο με εσένα και τη δουλειά σου και δεν έχεις καμιά άλλη κοινωνική δραστηριότητα, καμία προσωπική ζωή, ο χρόνος διευρύνεται. Άρα αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν ζουν νωχελικά, απλώς ζουν ένα είδος διεσταλμένου μοναχικού χρόνου. Αυτό θα έλεγα.

Αντιπροσωπεύουν οι ήρωές σου ένα συγκεκριμένο μοντέλο κάποιου Αθηναίου ή μέσου Έλληνα;

Όχι, καθόλου. Η ταινία μου είναι εστιασμένη στην Αθήνα γιατί είναι η πόλη μου, την αγαπώ και με πονάει το γεγονός ότι οι κάτοικοί της δεν την αγαπούν. Ούτε οι αρχές της ούτε οι κάτοικοί της αγαπούν την Αθήνα. Με πονάει το γεγονός ότι είναι μια πόλη πολύ μόνη της, πα’όλη την πολυκοσμία και τη βουή της. Κάνω ταινίες με τα υλικά που ξέρω, τον τόπο μου και την πόλη μου. Οι ήρωές μου είναι απλά δύο άνθρωποι. Θα μπορούσαν να είναι δύο άνθρωποι οπουδήποτε στον κόσμο. 
Και η Αθήνα που δείχνω στην ταινία είναι μια άχρονη πόλη. Μπορεί να είναι σήμερα, μπορεί να είναι σε 5 χρόνια, μπορεί να είναι πριν 10 χρόνια.

Με δεδομένο ότι είσαι έμπειρη στο χώρο του κιν/φου κι έχεις περάσει δύο δεκαετίες στο πλευρό του Θ.Αγγελόπουλου, πού βλέπεις να πηγαίνει ο ελληνικός κινηματογράφος; Υπάρχουν σήμερα συνεχιστές του σε αυτό το χώρο;

Ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω πολύ καλά την ερώτηση και επίτρεψέ μου να σου πω πολύ φιλικά, ότι τη βρίσκω και λίγο χωρίς νόημα. Τι θα πει συνεχιστές? Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, όπως κάθε σκηνοθέτης, σημαντικότερος ή λιγότερο σημαντικός, έκανε το έργο που είχε να κάνει ο ίδιος, με τη δική του ταυτότητα, με τις δικές του θεματικές, με τον τρόπο που ο ίδιος ήθελε να κάνει σινεμά. 

Τι θα πεί συνεχιστής; Γιατί πρέπει να υπάρχει συνεχιστής κάποιου σκηνοθέτη; Γιατί πρέπει να υπάρχει συνεχιστής του Wenders, συνεχιστής του Αγγελόπουλου ή του Antonioni; O κάθε δημιουργός είναι αυτόνομος. Ο κάθε σκηνοθέτης θα κάνει το σινεμά που ο ίδιος θέλει να κάνει. Δε γίνεσαι δημιουργός, σκηνοθέτης για να  συνεχίσεις το έργο κάποιου άλλου. Δεν είναι αλυσίδα super-market που την παραλαμβάνεις από τον μπαμπά σου και θα την συνεχίσεις το σινεμά, η τέχνη γενικότερα. Οπότε την ερώτηση αυτή περί συνεχιστών του Θ. Αγγελόπουλου όπως και συνεχιστών του οποιουδήποτε σκηνοθέτη τη βρίσκω λίγο άνευ νοήματος.

Από ‘κει και πέρα, το ελληνικό σινεμά είναι γνωστό τοις πάσι ότι την τελευταία εξαετία, επταετία, επιτέλους βγήκε από μια ομφαλοσκόπηση πάρα πολλών ετών, που το εγκλώβιζε στην απόλυτη ελληνική μιζέρια, χωρίς καμία παρουσία στο εξωτερικό, χωρίς καμία επικοινωνία με το διεθνές κινηματογραφικό γίγνεσθαι. Και επιτέλους αυτό το πράγμα έπαψε, μέσα από μια γενιά νέων  σκηνοθετών και παραγωγών, που είχαν επαφή με τον κόσμο, που θέλανε να δούνε πώς λειτουργεί το κιν/φικό γίγνεσθαι σ’ όλο τον πλανήτη. Δημιουργήθηκαν ταινίες, οι περισσότερες με ελάχιστα μέσα και χωρίς την αρωγή της πολιτείας, οι οποίες κατέκτησαν τα ξένα φεστιβάλ και συνεχίζουν να το κάνουν και, μόνοι μας, εννοώ ουσιαστικά ερήμην της πολιτείας, κάνουμε ένα σινεμά που όλο και περισσότερο γίνεται γνωστό και κατακτά τη διεθνή κοινότητα.
Από εκεί και πέρα, στο εσωτερικό της χώρας, ενώ όλοι χαίρονται που οι ελληνικές ταινίες πάνε τόσο καλά έξω, όταν οι ίδιες αυτές ταινίες έρχονται μέσα και βγαίνουν στις αίθουσες, οι Έλληνες θεατές δεν πάνε να τις δούνε στο σινεμά. Είναι άλλη μια μεγάλη απορία στην οποία δεν έχω απάντηση.

Ευχαριστούμε, με το τελευταίο σου σχόλιο σαν να έκλεισε κι ένας κύκλος από εκεί που αρχίσαμε.

Κι εγώ ευχαριστώ πολύ. Η ταινία «Για πάντα» έχει ως τώρα συμμετάσχει στο Διεθνές Φεστιβάλ Καΐρου όπου και πήρε Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας, τον περασμένο Νοέμβριο. Τώρα συμμετέχει εδώ, στο Διεθνές Φεστιβάλ του Ρότερνταμ, στο πρόγραμμα Bright Future και αύριο, Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015, βγαίνει στην αίθουσα, αποκλειστικά και μόνο στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, στην Αθήνα. Ελπίζω να συναντηθεί με τους θεατές.