Ο Αλέν Ρενέ, ανήκει στους ελάχιστους εκείνους δημιουργούς, που μας έμαθαν πως να βλέπουμε σινεμά, χωρίς να μένουμε μόνο στο πρώτο εκείνο λάγνο επίπεδο της εικόνας, αλλά εντρυφώντας βαθύτερα. Η τελευταία του δημιουργία «Να Αγαπάς, να Πίνεις και να Τραγουδάς», μπορεί να μην φθάνει στο επίπεδο παλαιότερων ταινιών του καλλιτέχνη, αποτελεί όμως ένα αξιοπρεπές έργο, ενός σκηνοθέτη που έγραψε τη δική του σημαντική ιστορία στον χώρο του Σινεμά. Και είναι σκηνοθέτες όπως ο Ρενέ, για τους οποίους αξίζει πραγματικά ο Κινηματογράφος να λογίζεται ως η Έβδομη Τέχνη.

Ads

«Είμαι συνεχώς στο κατόπι της αναζήτησης μιας ειδικής μη αφηγηματικής γλώσσας, που θα εμπεριέχει μουσικότητα» – Αλέν Ρενέ

Ο Αλέν Ρενέ γεννήθηκε στις 3 Ιουνίου του 1922, στη Βαν (Vannes) της Γαλλίας… Αν και δεν ήταν ποτέ «επίσημο» μέλος του Νέου Κύματος, ξεκίνησε τη καριέρα του στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Αντίθετα από τους υπόλοιπους σκηνοθέτες της παρέας των «Cahiers du Cinéma», που ασχολήθηκαν με την κάθαρση των κινηματογραφικών ειδών, ο Ρενέ σημάδεψε με τον φακό του το τραυματικό της μνήμης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και τις καταστροφικές επιπτώσεις αυτού, στο ασυνείδητο του ανθρώπου με το κλασσικό πλέον αριστούργημα, «Χιροσίμα Αγάπη μου».

Διαβάστε επίσης:

Ο Ρενέ ξεκίνησε να δημιουργεί ταινίες ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’40, μόλις αποφοίτησε από την Ανωτάτη σχολή Κινηματογράφου στη Γαλλία, τη θρυλική IDHEC. Γύρισε μια σειρά από μικρού μήκους με πιο ονομαστή την «Γκουέρνικα» (1950) εμπνευσμένη από τον αντίστοιχο πίνακα ζωγραφικής και τον βομβαρδισμό της πόλης από την αεροπορία των ναζί. Ωστόσο, ήταν η μεσαίου μήκους ταινία «Night and fog» (1955) που έστρεψε την προσοχή των ανθρώπων του σινεμά στο πρόσωπό του. Ο νεαρός Ρενέ δείχνει τις δυνατότητές του προσεγγίζοντας έμμεσα, υπαινικτικά και αντί-ηρωικά το Ολοκαύτωμα.

Τα χρόνια που έρχονται ο Ρενέ μελετά με εμβρίθεια το λεξιλόγιο του μοντάζ, διαβάζει μανιωδώς ποίηση και εξελίσσει τεχνικές που ερευνούν την υποκειμενικότητα της μνήμης σε σχέση με τη βία της Ιστορίας. Το «Χιροσίμα Αγάπη μου» είναι αποτέλεσμα της μελέτης αυτής, σε σενάριο της Μαργκερίτ Ντυράς.


Οι συνεργασίες του περιελάμβαναν λογοτέχνες και δοκιμιογράφους του ανθισμένου γαλλικού πνεύματος του ’50, που μαζί με άλλους σκηνοθέτες ανήκαν στο αριστερό ρεύμα, που ονομάζονταν χαρακτηριστικά: La rive gauche. Έτσι ονομάζεται η νότια πλευρά του Σηκουάνα, όπου λεγόταν ως η γειτονιά των διανοουμένων.

Η σκέψη του Ρενέ επηρεάζεται και εμπλουτίζεται από τη ζωγραφική και τις επιστήμες του ανθρώπου. Το έργο του ριζοσπάστη ανθρωπολόγου Μαρσέλ Ντετιέν, που στοχάζεται πάνω στη δημιουργία της γραμματικής της μυθολογίας τον επηρεάζει βαθιά, όπως και οι πίνακες του Ματίς.

Ο σκηνοθέτης ανά περιόδους προκαλούσε τα όρια και τα συμπεράσματα, του τι μπορεί να είναι ο κινηματογράφος, αλλά και πως μπορεί να εξελιχθεί. Ιδιοσυγκρασιακός και τολμηρός, δεν παρέλειπε να κατεδαφίσει μοτίβα της κοινότοπης αναπαράστασης και να εφεύρει καινούργια.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το φιλμ «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ», όπου αναδιατάσσει τον χρόνο όπως ο Μαρσέλ Προυστ και φτάνει στις αβύσσους της δισυπόστατης μνήμης. Μια ασταθής πραγματικότητα διατρέχει την φιλμική επιφάνεια, που μετασχηματίζεται ανάλογα με την εκάστοτε προοπτική των πρωταγωνιστών του.

Ο Αλέν Ρενέ, αν και ηλικιακά συνδέεται με τους σκηνοθέτες, οι οποίοι δέχθηκαν έντονη κριτική από τους αρθρογράφους των Cahiers du Cinema, ωστόσο έρχεται σε ρήξη με το λεγόμενο cinéma du papa (σινεμά του μπαμπά) καθώς χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη μέθοδο κινηματογράφησης, με αποτέλεσμα να συγκαλείται κι αυτός δικαίως στους δημιουργούς του “Νέου Κύματος” (Nouvelle Vague).

Γεγονός το οποίο γίνεται εμφανές τόσο στην ταινία “Hiroshima mon Amour” (Χιροσίμα Αγάπη μου – 1959), όπου μέσα από μια ερωτική ιστορία διαπραγματεύεται την επιρροή που ασκεί η ιστορική μνήμη στη διαμόρφωση της ατομικής και κοινωνικής ταυτότητας, όσο και στις υπόλοιπες ταινίες της περιόδου αυτής. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά: L’ Année Dernière à Marienbad (Πέρυσι, στο Μαρίενμπαντ, 1961), Muriel (Ο Γυρισμός του Αγαπημένου, 1963), La Guerre est Finie (Ο Πόλεμος Τελείωσε, 1966), Loin du Vietnam (Μακριά από το Βιετνάμ, 1967) και Je t’ aime, je t’ aime (Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, 1968).

Ήταν Σάββατο 1 Μαρτίου του 2014, όταν επιβεβαιώθηκε η είδηση ότι ο Αλέν Ρενέ έφυγε από τη ζωή. Λίγες μόλις ημέρες πριν και συγκεκριμένα στις 10 Φεβρουαρίου, η τελευταία του ταινία «Να Αγαπάς, να Πίνεις και να Τραγουδάς» (Life of Riley / Aimer, boire et chanter) πραγματοποιούσε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο 64ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, όπου και τιμήθηκε με την Αργυρή Άρκτο, καθώς και με το Βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών (FIPRESCI), για έναν δημιουργό που υπηρέτησε σεμνά και με αγάπη την Έβδομη Τέχνη…

Χιροσίμα Αγάπη μου / Hiroshima mon amour
Παραγωγή: Γαλλία – Ιαπωνία / 1959 / Ασπρόμαυρη, 90 λεπτά


Μια Γαλλίδα ηθοποιός φτάνει στη Χιροσίμα για τα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ με θέμα την ειρήνη. Περνά τη νύχτα της με έναν Γιαπωνέζο αρχιτέκτονα και περιστασιακό εραστή. Οι μνήμες του πυρηνικού ολέθρου που έπληξε την πόλη, συναντούν τις προσωπικές της αναμνήσεις από τον δικό της γενέθλιο τόπο, το Νεβέρ, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εφηβικού της έρωτα μ’ έναν Γερμανό στρατιώτη που δολοφονήθηκε μπροστά στα μάτια της.

Παρόν και παρελθόν εναλλάσσονται συνεχώς μέσα από την (αν)έφικτη ερωτική επαφή και τη δύσκολη επικοινωνία (δεν μιλούν ο ένας την γλώσσα του άλλου), καθώς και τις περιπλανήσεις τους σε διάφορες τοποθεσίες της Χιροσίμα. Όλα συμβαίνουν στη διάρκεια ενός εικοσιτετραώρου, γιατί η γυναίκα – που δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομά της, όπως ούτε και του Ιάπωνα εραστή της – θα πρέπει να επιστρέψει στη Γαλλία. Θα γυρίσει όμως;

To 1959, με το “Χιροσίμα Αγάπη μου”, σε σενάριο της Μαργκερίτ Ντυράς, πραγματοποιείται το πέρασμα του Αλέν Ρενέ από το ντοκιμαντέρ στη μυθοπλασία. Η ταινία βασίζεται εξ ολοκλήρου πάνω στην ανάκληση της μνήμης, ακολουθώντας τα δαιδαλώδη μονοπάτια της και σε αυτό ακριβώς οφείλεται η μορφική της ανακολουθία και οι αφηγηματικές της παρεκκλίσεις.

Με κλειδί τη λέξη «θυμάμαι», η οποία ανοίγει τις πύλες της μνήμης και του παρελθόντος χρόνου, η ταινία επαναφέρει στο παρόν, μέσα από τη εφήμερη ερωτική συνάντηση της Γαλλίδας με τον Ιάπωνα. Ανασύρονται με τον τρόπο αυτό, επώδυνες αναμνήσεις από την εποχή του πολέμου: από τη δική της τραυματική εμπειρία στο Νεβέρ και από το πυρηνικό ολοκαύτωμα της Χιροσίμα, με τη χρήση επικαίρων της εποχής.

Η αφήγηση εξελίσσεται με λυρισμό μεγάλης έντασης και δραματική δύναμη, η οποία μετακινείται διαρκώς από το ατομικό στο συλλογικό δράμα, σε μια συγκλονιστική οπτικο-ακουστική σύνθεση. Ο έρωτας απελευθερώνει βαθιά κρυμμένες εικόνες και συναισθήματα, φέρνοντας κοντά τους δύο εραστές και ταυτόχρονα αναδεικνύοντας την υπαρξιακή και πολιτισμική απόσταση που τους χωρίζει.

Η ρευστότητα του χρόνου και η υποκειμενικότητα της μνήμης, αποτελούν τον δραματικό άξονα αυτής της αριστουργηματικής ταινίας, καθιστώντας τη θέασή της, μία ανεπανάληπτη κινηματογραφική εμπειρία, μαγνητίζοντας τον θεατή όσες φορές κι αν την παρακολουθήσει. Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι το φιλμ κέρδισε το Βραβείο Fipresci στο Φεστιβάλ των Καννών το 1959.

Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ (Last Year at Marienbad / L’année dernière à Marienbad)
Παραγωγή: Γαλλία / 1961 / Ασπρόμαυρη, 94 λεπτά


Το φιλμ «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ» του Αλέν Ρενέ – βραβευμένο με Χρυσό Λέοντα στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας, το 1963 – αποτελεί το απόλυτο κινηματογραφικό παζλ, για ευφυείς λύτες. Μία ταινία με μεθυστικά χρονικά άλματα και αλλεπάλληλα φλάσμπακς, στον χρόνο αλλά και στο υποσυνείδητο. Μία τέλεια εικονογράφηση της ψυχαναλυτικής διαδικασίας, μεταφερόμενη ιδανικά στην μεγάλη οθόνη.

Σ’ ένα πολυτελές ξενοδοχείο στην εξοχή, ένας άντρας (Χ) χρησιμοποιεί όλα τα θεμιτά μέσα για να πείσει μια παντρεμένη γυναίκα (Α) να φύγει μαζί του. Η γυναίκα μόλις και μετά βίας μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη της την ερωτική ιστορία που είχαν – ή μήπως δεν είχαν – τον προηγούμενο χρόνο στο Μαρίενμπαντ.

Ο σύζυγος ή συνοδός (Μ), παραμένει σταθερά και διακριτικά στο πλευρό της, ρωτώντας κάθε λίγο για την υγεία της, αδιαφορώντας για τα αισθήματά της. Δυσοίωνοι οργανικοί ήχοι επαναλαμβάνονται καθώς το προοπτικό πεδίο της κάμερας ανιχνεύει ανάμεσα στους απέραντους διαδρόμους, ενός μπαρόκ ξενοδοχείου.


Σκορπισμένα πλήθη με βραδινές ενδυμασίες, εγκαταλειμμένα μέσα σ’ έναν αντίλαλο. Ο άντρας προσπαθεί να πείσει την καχυποψία της γυναίκας, ότι έχουν ξαναβρεθεί εδώ ή μήπως όχι. Η μνήμη ξεγλιστρά, η αμφισημία προτίθεται να υποτάξει τον φιλμικό χώρο. Ο άντρας της γυναίκας – ή μήπως είναι κάτι άλλο; – γυροφέρνει με ένα πένθιμο ύφος, ενώ παίζει ένα περίεργο παιχνίδι κρουστών στις γωνίες των χώρων.

Ο Χ επαναλαμβάνει συνεχώς σαν σύνθημα τη λέξη «πέρυσι», μαζί με κάθε συνάντηση του με τη γυναίκα, που κάθε φορά λαμβάνει χώρα σε διαφορετική τοποθεσία, μέσα σε διαφορετικά κουστούμια. Πλάνο το πλάνο, καρέ το καρέ, η απορία παραμένει μετέωρη και το μυστήριο φαίνεται άλυτο. Αλήθεια η περυσινή τους επαφή υφίσταται κι αν ναι, ήταν επιφανειακό ή κάτι πολύ περισσότερο;


Το θρυλικό φιλμ του Αλέν Ρενέ «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ», γυρισμένο στις αρχές του κινήματος της Νουβέλ Βαγκ, μας μεταφέρει σ’ ένα δυστοπικό σύμπαν όπου οι ήρωες μας, Χ και Α, αποτελούν τις μεταβαλλόμενες σταθερές μιας διαφορικής, κινηματογραφικής εξίσωσης. Μίας εξίσωσης, όπου το καλό και το κακό, η εξαπάτηση και η αλήθεια παίζουν κρυφτό πίσω από την αυλαία των θαυμάτων του σπουδαίου Ρενέ.

Το φιλμ είναι προϊόν της σπουδαίας συνεργασίας του σκηνοθέτη μ’ έναν από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του νέου μυθιστορήματος, τον Αλέν-Ρομπ Γκριγιέ. Ενώ στο καστ, συναντάμε τους ηθοποιούς: Ντελφίν Σιρίγκ, Τζιόρτζιο Αλμπερτάτζι, Σασά Πιτέφ κ.α.

«Αγαπώντας, Πίνοντας και Τραγουδώντας» (Aimer, Boire et Chanter / Life of Riley)
Παραγωγή: Γαλλία / 2014 / Έγχρωμη, 108 λεπτά


Στην εξοχή του Γιορκσάιρ η ζωή τριών ζευγαριών αναστατώνεται για λίγους μήνες, λόγω της αινιγματικής συμπεριφοράς του κοινού τους φίλου Τζωρτζ Ράιλι. Ο Δρ. Κόλιν (Ιπολίτ Ζιραρντό – Hippolyte Girardot) αναφέρει κατά λάθος στη γυναίκα του Κάθριν (Σαμπίν Αζεμά – Sabine Azéma), ότι ο ασθενής του Τζορτζ Ράιλι, έχει μονάχα λίγους μήνες ζωής. Όμως δεν γνωρίζει ότι ο Τζορτζ ήταν η πρώτη της αγάπη.

Το ζευγάρι θεωρεί καλή ιδέα να πείσουν τον Τζορτζ να συμμετάσχει στο έργο που ανεβάζουν με την ερασιτεχνική τοπική θεατρική τους ομάδα. Κάτι τέτοιο όμως συνεπάγεται έναν ρόλο που περιλαμβάνει ερωτικές σκηνές με την Ταμάρα (Καρολίν Σιλόλ – Caroline Sihol), σύζυγο του Τζακ (Μισέλ Βιγερμόζ – Michel Vuillermoz), κολλητού φίλου του Κόλιν και πλούσιου επιχειρηματία, αλλά κάπως άστατου συζύγου.


Από την μεριά του, ο Τζακ προσπαθεί να πείσει τη Μόνικα (Σαντρίν Κιμπερλέν – Sandrine Kiberlain), γυναίκα του Τζορτζ που πλέον όμως τον έχει εγκαταλείψει για έναν αγρότη, τον Σιμεόν (Αντρέ Ντισολιέ – André Dussollier), να επιστρέψει στον άνδρα της για να τον υποστηρίξει, τους τελευταίους μήνες της ζωής του.

Αυτοί είναι οι έξι βασικοί χαρακτήρες της ιστορίας μας και κάπως έτσι ο Τζορτζ – που δεν εμφανίζεται ποτέ στο κοινό –  ασκεί μια παράδοξη γοητεία στις τρεις γυναίκες της παρέας, γεγονός που δεν περνά απαρατήρητο από τους συζύγους τους… Εν τέλει ο Τζορτζ Ράιλι ετοιμάζεται για τις διακοπές του στην Τενερίφη, αλλά ποια τελικά από τις τρεις γυναίκες της ιδιόμορφης αυτής συντροφιάς, θα τον συνοδεύσει;

Αγέραστος και αεικίνητος ο Αλέν Ρενέ, συνεχίζει να μας χαρίζει απλόχερα τις κινηματογραφικές του δημιουργίες, μένοντας πάντα σταθερός στις αρχές και στα ιδανικά του. Η τελευταία του δημιουργία, το φιλμ «Να Αγαπάς, να Πίνεις και να Τραγουδάς», βραβεύτηκε στο 64ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, με το Βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών (FIPRESCI), για την καλύτερη ταινία του διαγωνιστικού τμήματος του Φεστιβάλ.


Η ταινία πραγματοποίησε την πρεμιέρα της στη χώρα μας, στο πλαίσιο του 20ού Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας, όπου και είχαμε την ευκαιρία να την απολαύσουμε, ενώ μετά από μερικούς μήνες έλαβε διανομή και για τις Κινηματογραφικές Αίθουσες.

Η ταινία «Να Αγαπάς, να Πίνεις και να Τραγουδάς», αποτελεί μεταφορά του θεατρικού έργου «Η ζωή του Ράιλι» του Βρετανού συγγραφέα Άλαν Έϊκμπερν (Alan Ayckbourn). Το σενάριο εξελίσσεται γύρω από τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη τριών φιλικών ζευγαριών, με τους άντρες να ανακαλύπτουν πως οι γυναίκες τους είχαν σχέση μ’ έναν φίλο τους. Αυτή είναι και η τρίτη κινηματογραφική μεταφορά θεατρικού έργου του Άλαν Έικμπορν, από τον Αλέν Ρενέ. Είχαν προηγηθεί το «Smoking/No Smoking» του 1993 και το «Coeurs» (Private Fears in Public Places) του 2006.


Παράλληλα η χρήση κόμικς, του Γάλλου καλλιτέχνη Blutch και θεατρικών σκηνικών, του Jacques Saulnier συντελούν σ’ ένα παιχνίδι μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Όπως είχε πει και ο ίδιος ο Ρενέ χαρακτηριστικά: «Αυτό που ονειρεύομαι είναι το εξής: ο θεατής μέσα στην αίθουσα να πει «εντάξει έχει γυριστεί θεατρικά» και ξαφνικά να αλλάζει γνώμη «ναι αλλά στο θέατρο δεν μπορείς να το κάνεις αυτό». Και κάπως έτσι να πηγαίνει διαρκώς από το θέατρο στο φιλμ και αντίστροφα ενώ ορισμένες φορές να πέφτει πάνω στα κόμικς του Blutch… Αυτό που θέλω να πετύχω καταργώντας τα όρια ανάμεσα στο σινεμά και το θέατρο είναι να καταλήξω ολοκληρωτικά ελεύθερος. Το λέω για κάθε ταινία μου: αυτό που με ενδιαφέρει είναι η φόρμα κι αν δεν υπάρχει φόρμα δεν υπάρχει συναίσθημα.»

Ένας πραγματικός δάσκαλος της τέχνης του σινεμά, ο Αλέν Ρενέ, συνέδεσε τον όνομά του με το κινηματογραφικό ρεύμα του “Νέου Κύματος” (Nouvelle Vague) και μας χάρισε ανεξίτηλα στον χρόνο φιλμ, όπως το “Χιροσίμα Αγάπη μου” (1959) και το “Πέρυσι στο Μάριενμπαντ” (1961). Αγέραστος και αεικίνητος ο Αλέν Ρενέ, συνέχιζε για πολλά χρόνια να μας προσφέρει απλόχερα τις κινηματογραφικές του δημιουργίες, μένοντας πάντα σταθερός στις αρχές και στα ιδανικά του. Υπηρέτησε τον κινηματογράφο για πάνω από έξι δεκαετίες, καταθέτοντας διαχρονικά αριστουργήματα και έφυγε σε ηλικία 92 ετών, την 1η Μαρτίου του 2014.