Η Νουβέλ Βαγκ, το σημαντικότατο αυτό ρεύμα κινηματογράφησης, ξεκίνησε από μία δημιουργική παρέα, οι οποίοι πιστεύουν ότι μια ταινία είναι και πρέπει να αντιμετωπίζεται, ως μορφή τέχνης. Ο σκηνοθέτης – δημιουργός (auteur) είναι εκείνος που βάζει τη δική του προσωπική σφραγίδα σε κάθε του έργο αναπτύσσοντας την αντίστοιχη αισθητική και ιδεολογία του. Του Γιώργου Ρούσσου.
 
Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος μας, είχαμε την ευκαιρία να δούμε τα βασικά χαρακτηριστικά που φέρνει στον τρόπο κινηματογράφησhς, η Νουβέλ Βαγκ, αλλά και να ρίξουμε μία πιο ενδελεχή ματιά, στο έργο ενός από τους πρωτεργάτες του κινήματος, τον σπουδαίο κινηματογραφιστή, Ζαν Λικ Γκοντάρ.
 
«Tο Σινεμά του αύριο δε θα γίνει από υπαλλήλους της κάμερας, αλλά από καλλιτέχνες για τους οποίους το γύρισμα θα είναι μια περιπέτεια εκπληκτική και παθιασμένη… Tο σινεμά του αύριο, θα είναι μία ερωτική πράξη.»
 
Φρανσουά Τρυφώ (1957)

image
 
Επιστρέφουμε λοιπόν στο τέλος της δεκαετίας του ’50, όταν ο Φρανσουά Τρυφώ, μας παραδίδει την πρώτη του ταινία, ο λόγος για τα αριστουργηματικά «Τετρακόσια Χτυπήματα» (Les Quatre Cents Coups).
 
Η πρώτη αυτή ταινία του Francois Truffaut, διαθέτει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ουσιαστικά στα «Τετρακόσια Χτυπήματα» παρακολουθούμε ένα νεαρό αγόρι που μέσα από τις συνεχείς συγκρούσεις με το περιβάλλον του, προσπαθεί να εισέλθει στον κόσμο των μεγάλων.
 
Εγκαινιάζεται λοιπόν εδώ ένας νέος ήρωας, ο Antoine Doinel, το κινηματογραφικό alter ego του σκηνοθέτη, που μαζί του θα ταξιδέψουμε σε ακόμα τέσσερις ταινίες του και που υποδύεται με επιτυχία, ο χαρισματικός Jean Pierre Leaud.
 
Αναφερόμαστε βέβαια στις ταινίες: L’ Amour a Vingt Ans (Ο Έρωτας στα Είκοσι, 1962), Baisers Voles (Κλεμμένα Φιλιά, 1968), Domicile Conjugal (Παράνομο Κρεβάτι, 1970) και L’ Amour En Fuite (Η Αγάπη το Βάζει στα Πόδια, 1979).

image
 
Ο «αιώνιος έφηβος» Francois Truffaut, είναι αυτός που θα θέσει τις βάσεις για τη θεωρία του «auteur», σύμφωνα με την οποία ο σκηνοθέτης είναι ο πρωτεύων δημιουργός μιας ταινίας. Σ’ αυτήν την περίοδο, ανήκουν και οι ταινίες του: Tirez sur le Pianiste (1960), το ρομαντικό ερωτικό τρίγωνο, Jules et Jim (1961), La Peau Douce (Αμαρτωλές Σχέσεις, 1964), το εκπληκτικό Fahrenheit 451 (1966) και το La Marriee Etait en Noir (Η Νύφη Φορούσε Μαύρα, 1967).
 
Σε καμιά περίπτωση όμως οι σκηνοθέτες της Nouvelle Vague δεν βρέθηκαν στο απυρόβλητο, από κοινό ή κριτικούς. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι το γεγονός πως ο Truffaut βρέθηκε σε δύσκολη θέση μπροστά στην κριτική που του ασκήθηκε, όταν στράφηκε σε μια «ύποπτη» για την Αριστερά κινηματογραφοφιλία, με το φιλμ “Η Νύφη Φορούσε Μαύρα” (1967). Αλλά κυρίως όταν βραβεύτηκε με Όσκαρ, για την “Αμερικάνικη Νύχτα” το 1973. Μια ταινία – ωδή, πάνω στην αγάπη του δημιουργού, για τον κινηματογράφο.
 
Ένας από τους πιο παρεξηγημένους, αν και πολύ παραγωγικός σκηνοθέτης της περιόδου αυτής, είναι ο Claude Chabrol. Μέλος κι αυτός της ομάδας που αρθρογραφεί στο περιοδικό “Cahiers du Cinema” θα δημοσιεύσει το 1957 μαζί με τον Eric Rohmer μια αρκετά εμπεριστατωμένη μελέτη σχετικά με τον Alfred Hitchcock, έναν σκηνοθέτη όπου μαζί με τον Fritz Lang, θα αναφερθεί συχνά πυκνά και στις ταινίες του. 

image
 
Η πρώτη του ταινία, είναι το  Le Beau Serge (ο Ωραίος Σέργιος, 1958) που ουσιαστικά αποτελεί τον προάγγελο της Nouvelle Vague. Ωστόσο ήδη με τη δεύτερη ταινία του, Les Cousins (Τα Ξαδέρφια, 1959) θα προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων και παρεξηγήσεων σε σημείο που μερίδα του τύπου να την χαρακτηρίσει ως φασιστική.
 
Η ένταση θα κορυφωθεί το 1960 με την προβολή της ταινίας Les Bonnes Femmes (Επιπόλαιες Γυναίκες) η οποία θα τύχει της περιφρόνησης μερίδας της κριτικής και του κοινού. Μετά από μια σειρά δημιουργιών με θέμα κυρίως την κατασκοπευτική σάτιρα, ο Claude Chabrol θα επανέλθει δριμύτερος το 1967 με το Les Biches (Οι Ελαφίνες), ενώ ταινίες όπως το A Femme Infidele (Η Άπιστη Γυναίκα, 1968) και το Le Boucher (Ο Χασάπης, 1969) θα σηματοδοτήσουν μια νέα φάση της πορείας του, καταξιώνοντας τον, ως έναν πολύ σημαντικό καλλιτέχνη της περιόδου αυτής.
 
Η Agnes Varda αν και μας παρουσιάζεται για πρώτη φορά το 1961 με την κλασσική ταινία, Cleo de 5 a 7 (Δύο ώρες απ’ τη ζωή μιας γυναίκας), ωστόσο έχει επικρατήσει να αποκαλείται χαριτολογώντας ως η “γιαγιά του νέου κύματος”. Αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι από το 1954 έχει σκηνοθετήσει ταινίες μικρού και μεσαίου μήκους, αν και η μεγάλη της αγάπη είναι τα ντοκιμαντέρ.

image
 
Γεγονός το οποίο την επηρέασε και στις ταινίες με την χρήση, για παράδειγμα, της κάμερας στο χέρι, μια καινοτομία που χαρακτηρίζει τους σκηνοθέτες της Nouvelle Vague, προσδίδοντας έτσι μια μοναδική αίσθηση ρεαλισμού. Στις ταινίες της, αυτής της περιόδου, συγκαταλέγονται οι: Le Bonheur (Η Ευτυχία, 1965), Les Creatures (Παιχνίδι με τον Διάβολο, 1966), Loin du Vietnam (Μακριά από το Βιετνάμ, 1967) και Lions Love (1969).
 
Ο Alain Resnais, αν και ηλικιακά συνδέεται με τους σκηνοθέτες, οι οποίοι δέχθηκαν έντονη κριτική από τους αρθρογράφους των Cahiers du Cinema, ωστόσο έρχεται σε ρήξη με το λεγόμενο cinema du papa (σινεμά του μπαμπά) καθώς χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη μέθοδο κινηματογράφησης, με αποτέλεσμα να συγκαλείται κι αυτός στους δημιουργούς της Nouvelle Vague.

image
 
Γεγονός το οποίο γίνεται εμφανές τόσο στην ταινία Hiroshima mon Amour (Χιροσίμα Αγάπη μου, 1959), όπου μέσα από μια ερωτική ιστορία διαπραγματεύεται την επιρροή που ασκεί η ιστορική μνήμη στη διαμόρφωση της ατομικής και κοινωνικής ταυτότητας, όσο και στις υπόλοιπες ταινίες της περιόδου αυτής όπως: L’ Annee Derniere a Marienbad (Πέρυσι, στο Μαρίενμπαντ, 1961), Muriel (Ο Γυρισμός του Αγαπημένου, 1963), La Guerre est Finie (Ο Πόλεμος Τελείωσε, 1966), Loin du Vietnam (Μακριά από το Βιετνάμ, 1967) και Je t’ aime, je t’ aime (Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, 1968).
 
Ο Jacques Demy, ξεκινώντας κι αυτός από τον χώρο του ντοκιμαντέρ αλλά και του κινούμενου σχεδίου, θα ασχοληθεί στη συνέχεια με τον κινηματογράφο παρουσιάζοντας και εκεί το πολύπλευρο ταλέντο του, με ταινίες όπως: Lola (1961), Les sept peche capiteaux (Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, 1962), La baie des anges (Το λιμάνι των αγγέλων, 1963), Les parapluies de cherbourg (Οι ομπρέλες του Χερβούργου, 1964), Les demoisselles de Rochefort (Τα κορίτσια του Ροσφόρ, 1967) και The model shop (Το φωτομοντέλο, 1969).
 
Από τους αρχικούς συμμετέχοντες στην ομάδα των Cahiers du Cinema υπήρξε και ο Jacques Rivette. Ο οποίος αν και ξεκίνησε ως βοηθός του Jean Renoir, κατάφερε στη συνέχεια να παρουσιάσει, σε αρκετά αραιά διαστήματα είναι η αλήθεια, κάποια δικά του δημιουργήματα, όπως: Paris nous appartient (1960), Suzanne Simonin, La religieuse de diderot (Ο έρωτας μιας μοναχής, 1966) και lL amour fou (1968).
 
Τέλος, δεν θα μπορούσαμε να κλείσουμε το Αφιέρωμα αυτό στη Nouvelle Vague, χωρίς να αναφερθούμε στον Eric Rohmer. Από το 1950 αρχίζει να σκηνοθετεί ταινίες μικρού μήκους και το 1959 υπογράφει την πρώτη μεγάλου μήκους προσπάθεια του με τίτλο, Le signe du Lion (Στον αστερισμό του Λέοντα, 1959).

image
 
Στις ταινίες του που θα ακολουθήσουν: La carriere de suzanne (1963), Paris vu par (1965), La collectionneuse (Άλμπουμ εραστών, 1967) και ιδιαίτερα στο Ma nuit chez maude (Μια νύχτα με τη Μωντ, 1969) παρακολουθούμε μια διεισδυτική ανάλυση, σε συνδυασμό με μια ελαφριά ειρωνεία, σχετικά με την ερωτική συμπεριφορά των ηρώων του και τις προσπάθειες τους να την ελέγξουν.
 
Είναι εμφανές λοιπόν ότι τα τελευταία χρόνια η Nouvelle Vague, έχει κι αυτή με τη σειρά της υπερβολικά εξηγηθεί και παρεξηγηθεί. Ο κινηματογράφος μετά το διάστημα της νεοκυματικής δόξας κάθε άλλο παρά θα πρέπει να υποτιμάται. Κι αυτό διότι μεταξύ άλλων, απέδειξε ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς υπέρογκους προϋπολογισμούς, μετατρέποντας τον έτσι σε πομπό, αλλά και δέκτη της κοινωνικής μας πραγματικότητας.