Αν κάποιος δει τις Μέρες του 36 του Αγγελόπουλου, εντυπωσιάζεται από τους περίτεχνους συμβολισμούς του ευρυγώνιου φακού του. Το παλίμψηστον μιας δαιδαλώδους, δύσκολης, διπλής (τι καλά να ήταν απλή η εξουσία κι ο άνθρωπος…), σκάλας που η κάμερα παίρνει από ψηλά, σαν ένα πανοπτικόν μιας φυλακής από την οποία δεν μπορείς εύκολα να ξεφύγεις…

Ads

Φαντάζει σχεδόν “λογικό”, κι επανέρχεται με νέα ορμή σήμερα, αφού όλη η προσπάθεια να καθιερωθεί μια ιστορία δίχως μνήμη, και μια σκέψη που θα εδράζεται στην ασθματική ταχύτητα των μονόδρομων και όχι στην ανάλυση ή στην απαίτηση των εναλλακτικών δρόμων, ίσως να γίνεται για να καθησυχαστεί τελετουργικά ο φόβος του φυγάδα. Αυτού δηλαδή που πρέπει να μάθει να εκτιμά την ασφάλεια του όλο και πιο στενάχωρου κλουβιού του. Του ίδιου πάνω κάτω φυγάδα (κι ας τον ονομάζει διαφορετικά η κάθε εποχή) που κάποτε έκανε την ιστορία να κρατά την ανάσα της, όταν αψηφούσε την δύσκολη σκάλα κι έφευγε πηδώντας απ’ την κουπαστή μπροστά, από πανικό για ό,τι ζούσε, ή από επιλογή για ό,τι προσδοκούσε.

Στην Θεσσαλονίκη του 1936 αυτοί που αποπειράθηκαν να αποδράσουν από τα όρια ενός εκμαυλισμένου κόσμου, από ανάγκη ή από επιλογή, ήταν οι καπνεργάτες κι οι σύμμαχοι τους. Ήδη, ως ταραγμένα απόνερα του μεγάλου, παγκόσμιου κραχ του 1929, αλλά κι ως άμεση τριβή με τα τεράστια τοπικά κύματα της μικρασιατικής καταστροφής που έριξε μεμιάς, λόγω του προσφυγικού κύματος, στο μισό τα μεροκάματα της εποχής (από 140 δρχ μ.ο. σε 75), όλη σχεδόν την άνοιξη του 1936 σαρώνει την Ελλάδα ένα μεγαλειώδες απεργιακό κύμα με κέντρο τη Θεσσαλονίκη. Κύμα που θα αποκρυσταλωθεί στο πρώτο καπνεργατικό συνέδριο το οποίο πραγματοποιείται στην ανυπάκουη πόλη του Βορράτον Απρίλη της ίδιας χρονιάς.

Η απόφαση του Συνεδρίου να διεκδικηθούν, ως σκαπανέας για ένα ευρύτερο κίνημα, οι βασικοί όροι κάθε εργατικού αγώνα της εποχής (καλύτερα μεροκάματα, ανθρώπινα ωράρια κι ασφάλιση) με μαζική απεργία και διεκδίκηση στον “δρόμο”, αποτελεί την (πρώτη, ουσιαστικά οργανωμένη) απόπειρα του ελληνικού, και πολυπολιτισμικού ταυτόχρονα στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, εργατικού κινήματος να αντιπαρατεθεί κατά πρόσωπο με τον σχεδιασμό ενός κράτους που αντιμετώπιζε με ανταγωνιστικό δόλο τους εκτός νυμφώνος πολίτες του κι έτσι έμαθαν γενικότερα κι οι ίδιοι ως σήμερα να το αντιμετωπίζουν. Με τον σχεδιασμό δηλαδή να πέσει στους ήδη εξαντλημένους ώμους τους η αποτυχία του μεγάλου οράματος της εποχής. Όραμα που συνέδεε τότε την χώρα με την Ανατολή, ονομάζοντας την ως “μεγάλη Ελλάδα των 2 ηπείρων και των 5 θαλασσών”.

Ads

Οι μαζικές πορείες και διαδηλώσεις που ξεσπούν στην πόλη σαν τα λυσασμένα κύματα μιας ανέκφραστης μέχρι τότε απελπισίας, θα συνασπίσουν ως αντίπαλο δέος, (κι ως μαχητική ασπίδα μιας, κεντρικά επιλεγμένης και τοπικά διεκπεραιωμένης, ακατέργαστης βαρβαρότητας), τους έφιππους της αστυνομίας με τα αφιονισμένα μουσκέτα της 3 Ε, που θα ρίξουν, πέρα από τις γνωστές μαχαιριές και τους τραμπουκισμούς χρόνων στους “άλλους” της πόλης, για πρώτη φορά ως οργανωμένο ουσιαστικά σώμα σφαίρες ενάντια σε απελπισμένακορμιά εργατών στης 6 του Μάη στην πλατεία Βλάλη.

Το επόμενο διήμερο, όπως ο Γιώργος Αναστασιάδης στο “Παλίμψηστο του Αίματος” σημειώνει, οι συγκρούσεις γενικεύονται και η απεργία απλώνεται σε ακόμη περισσότερους κλάδους. Η 9η Μαίου βρίσκει την Θεσσαλονίκη σε αμήχανο και τρομώδη αναβρασμό, αφού υπάρχουν ήδη πολλοί τραυματίες. Διάσπαρτες πορείες ανθρώπων από όλες τις γειτονιές, θα βρεθούν, σαν μικρές αρτηρίες που δίνουν αίμα κρατώντας έναν αγώνα ζωντανό, στην κεντρική αρτηρία, στην κεντρική λεωφόρο της πόλης.

Θεσσαλονίκη, 10:30 το πρωί, 9 Μαίου του 1936, διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας. Ο 26χρονος αυτοκινητιστής Τάσσος Τούσης, ο πρώτος νεκρός, συναντιέται με την μοίρα του. Και λίγο αργότερα, σαν αδιαπέραστη στο αίνιγμα της μοίρα, η μάνα του θα συναντήσει το άψυχο κορμί του. Ένας ανώνυμος φωτογράφος της εποχής τους κάνει ιστορία, η ίδια παλιά και σπαρακτική ιστορία όπου γης, μοναδική ταυτόχρονα σε κάθε εποχή και κάθε μέρος. Ο Ρίτσος τους κάνει ποίηση, (κι ο Μίκυς μουσική) σκύβοντας στα νάματα της πολιτιστικής παράδοσης αυτής της γης, βουτώντας την πένα του στο αίμα του δεκαπεντασύλλαβου. Ο ίδιος Ρίτσος που μιλούσε για “μυστικές αρτηρίες, για σιωπηλά εφόδια, για κείνο το ανάλαφρο βάρος στις πλάτες”, μιλώντας στην “Προσέγγιση” (στον καταληκτικό σκοπό) για την αμνησίκακη θάλασσα της Μακρονήσου.

Η θάλασσα ναι, μπορεί να είναι αμνησίκακη. Η ιστορία όμως, ακόμη όχι. Όταν είναι ιστορία ανθρώπων. Κι ας έχει βάρος στις πλάτες. Ακριβώς επειδή έχει βάρος στις πλάτες. Υπάρχουν άραγε μυστικές αρτηρίες που μπορούν να αιμοδοτήσουν το εξαντλημένο σώμα μιας ανθρωπότητας που καταρρέει; Έχει νόημα η ιστορική μνήμη, κάποιες αποθησαυρισμένες ημερομηνίες, όταν κάθε επίσημη ιστορία, όλων των χρωμάτων, αποπειράται να κατευνάσει το τρέξιμο;

(Θεσσαλονίκη), Μέρες του 1936: Ο Αγγελόπουλος, σε μια ταινία ιστορική μελέτη για τους αγώνες που οδήγησαν στην δικτατορία του Μεταξά, στην πραγματικότητα μια ταινία για την σκοτεινή μα κι ελπιδοφόρα φύση του ανθρώπου και την απέλπιδα, δαιδαλώδη φύση των θεσμών του, τοποθετεί μπροστά από το εκτελεστικό απόσπασμα τα σκαμένα (ισόποσα από την ελπίδα, την απελπισία, και τον ήλιο) πρόσωπα των από τα όρια κι όχι από την πραγματικότητα ‘φυγάδων’ της εποχής. Ανώνυμοι συνομιλητές και συνομιλήτριες της προσωπικής τους αξιοπρέπειας, μα και της απόλυτα ατομικής κι όμως συλλογικής ανάγκης, που προσπάθησαν να αντιπαρατεθούν στον καιρό τους στα γνωστά εργαλεία του ρετουσαρισμένου μας θανάτου στην πραγματικότητα. Στις χειραγωγήσεις μιας (όχι τοποθετημένης στον ρεαλισμό μα στην ατίμωση) προσαρμογής που για να αποδεχθεί την φρίκη του κόσμου διαχωρίζει την ελπίδα από την πραγματικότητα. Παρουσιάζοντας την πρώτη ως την μεγάλη ακύρωση, κι όχι ως την υπαρκτή ανάσα, της δεύτερης.

Κανείς και καμιά τους δεν δέχθηκε, στην ταινία, να βάλει κορδέλα στα μάτια σ’ένα χωράφι με στάχυα, ενδεικτικό μιας πανάρχαιαης σποράς. Ίσως γιατί, παρά την πίκρα και τον φόβο, είχαν ήδη αποδεχθεί το τίμημα της απόδρασης, είχαν ήδη καταφέρει και κοιτούσαν λίγο πιο πέρα κάνοντας την ιστορία να κρατά την ανάσα της, μέχρι το επόμενο μεγάλο μέσα στον σπαραγμό του ώσπου να γίνει κάποτε επιτέλους αχρείαστο, ραντεβού… Θεσσαλονίκη, Μέρες του 36… 80 χρόνια μετά.