Γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 22 Ιανουαρίου του 1788, στο Λονδίνο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον (George Gordon Byron) αλλά έγινε γνωστός στην Ελλάδα ως Λόρδος Βύρων. Ο πατέρας του Τζον ήταν ένας σπάταλος γόης, που κατέφυγε στη Γαλλία για ν’ αποφύγει τους δανειστές του. Η μητέρα του ήταν ματαιόδοξη, ιδιότροπη, ευερέθιστη και συχνά είχε εξάρσεις παραφροσύνης (ο πατέρας της είχε αυτοκτονήσει). 

Ads

Ασθενική κράση αλλά ψυχική δύναμη

Ο ποιητής ήταν χωλός εκ γενετής, με ασθενική κράση αλλά με απίστευτα αποθέματα ψυχικής δύναμης. Αν και η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς ήταν οικτρή, στις 19 Ιουλίου 1798 με το θάνατο του θείου του, ο Τζορτζ κληρονόμησε μια μεγάλη περιουσία καθώς και τον τίτλο του Λόρδου. Έμαθε από μικρός λατινικά και ελληνικά.

Το 1805 μπήκε στο Κολέγιο στο Χάρρο, αλλά αποχώρησε με πικρία επειδή ένα ελάττωμα στη δεξιά του κνήμη δεν του επέτρεπε να λαμβάνει μέρος σε αθλητικές δραστηριότητες. Από μικρός γνώρισε και ερωτεύτηκε πολλές γυναίκες, και πολλές γυναίκες τον ερωτεύτηκαν. 

Ads

Τον Ιανουάριο του 1807 δημοσίευσε την ποιητική συλλογή Ωραία Οκνηρία, που γνώρισε θριαμβευτική επιτυχία. Το 1808 έφυγε από το Κέιμπριτζ με το δίπλωμα «Μάγκιστερ Άρτιουμ», αλλά αφήνοντας χρέη 10.000 λιρών από χαρτοπαιξία.

Τα ταξίδια του στην Ελλάδα

Τον Απρίλιο του 1808 εγκαταστάθηκε στον πύργο του θείου του, που αποτέλεσε την ιδανική κατοικία για τον ρομαντικό Βύρωνα. Στις 13 Μαρτίου του 1809 κατέλαβε την έδρα του στη Βουλή των Λόρδων. Τον Ιούλιο του 1809 ταξίδεψε στην Πορτογαλία και στη συνέχεια τη Μάλτα. Το φθινόπωρο του 1809 ο ποιητής επισκέφθηκε την Ελλάδα. Στους Δελφούς παρατήρησε ενθουσιασμένος 12 αετούς να πετούν στον ουρανό, γεγονός που το θεώρησε καλό οιωνό: Ο Απόλλων είχε δεχθεί ευμενώς το προσκύνημα του! Επισκέφτηκε την τουρκοκρατούμενη Αθήνα, όπου κι εμπνεύστηκε το ποίημα Κόρη των Αθηνών. Από τότε υπήρξε ένθερμος φιλέλληνας, λάτρεψε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την ελληνική ιστορία και λογοτεχνία,

Το 1812 δημοσίευσε στο Λονδίνο το μεγάλο ποίημα του Child Harold, που γνώρισε θριαμβευτική αποδοχή: «Ξύπνησα ένα πρωί και είδα ότι είχα γίνει διάσημος». Μόνο κατά την πρώτη μέρα της έκδοσης πουλήθηκαν 10.000 αντίτυπα.

Αποτυχημένος γάμος του

Στις 2 Ιανουαρίου 1815 παντρεύτηκε την Άννα Ισαβέλλα Μπίλμπανκ στο Σίχαμ Χολ της κομητείας Ντάραμ. Αρχικά φαινόταν ένας «ευτυχισμένος γάμος» όμως η συνέχεια ήταν απογοητευτική. Αν και απέκτησε μαζί με τη σύζυγό του μια κόρη, λίγο αργότερα, τον Μάρτιο του 1816, χώρισε. Αιτία χωρισμού η κακή συμπεριφορά του ποιητή προς τη σύζυγό του και οι πολυάριθμες εξωσυζυγικές του σχέσεις, ακόμη και με την ετεροθαλή αδελφή του Αυγούστα Λι. 

Μετά το διαζύγιο η αγγλική αριστοκρατία τον αποκήρυξε. Ο ποιητής αυτοεξορίστηκε στην Ιταλία, όπου και μπλέχτηκε σε ερωτικές και άλλες περιπέτειες. Εκεί διακήρυξε ανοικτά τις φιλελεύθερες ιδέες του και εκδήλωσε την επιθυμία να υπερασπιστεί τους καταδυναστευόμενους λαούς και ν’ αγωνιστεί για την ελευθερία. Στην Ιταλία πνίγηκε ο φίλος του Σέλεϊ, σύζυγος της Μαίρη Σέλεϊ, συγγραφέως του γκόθικ μυθιστορήματος Φρανκενστάιν, γεγονός που καταστεναχώρησε τον ποιητή.

Συνέχισε το γράψιμο πυρετωδώς, παρά την κατάσταση της εξασθενημένης υγείας του. Οι επικριτές του τον κατηγόρησαν για την ίδρυση «σατανικής ποιητικής σχολής», στην οποία άνηκαν «άνθρωποι με διεφθαρμένη καρδιά και νοσηρή φαντασία». Το έργο του ενθουσίασε, ενέπνευσε, ξεσήκωσε πάθη και αντιγνωμίες σε όλη την Ευρώπη. Η ποίηση του είναι αυτοβιογραφική και μέσα της διαφαίνεται ένας άνθρωπος Βύρων εκρηκτικός, επαναστάτης, καυστικός, ακατάστατος, παιγνιώδης, ερωτύλος, γενναιόδωρος και τρυφερός.

Επιστροφή στην επαναστατημένη Ελλάδα και θάνατος στο Μεσολόγγι

Φημισμένος για τον ρομαντισμό και τον φιλελληνισμό του, γνωστός για τις απόψεις  κατά των τυραννικών καθεστώτων και υπέρ της απελευθέρωσης των καταπιεσμένων λαών, ο Βύρων ταξίδεψε στην επαναστατημένη Ελλάδα για να συνδράμει το λαό στον αγώνα του. Μέλος του αγγλικού «Φιλελληνικού Κομιτάτου» από το 1823 θέλησε να συνδράμει τον αγώνα των Ελλήνων επαναστατών. 

Οι Έλληνες τον υποδέχτηκαν ως σωτήρα. Μετά από πολλές περιπέτειες κατέληξε τελικά  στις 5 Ιανουαρίου του 1824 στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Η υγεία του κατέρρεε σιγά-σιγά και στις 18 Απριλίου του 1824 άφησε την τελευταία του πνοή από ελονοσία στο Μεσολόγγι σε ηλικία μόλις 36 ετών: «Ο μεγάλος άνθρωπος απέθανεν!», θρήνησαν όλοι οι Έλληνες. Θάφτηκε στο Μεσολόγγι και ανακηρύχθηκε σε εθνικό ήρωα.

Μετά το θάνατο του ξέσπασε στην Ευρώπη ένα κύμα Βυρωνισμού, ενώ ο Γκαίτε θεώρησε την ποίηση του ως «Κοσμικό Ευαγγέλιο, που λυτρώνει τον άνθρωπο από τα γήινα βάρη…».

Ακόμη και σήμερα θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Βρετανούς ποιητές με επιρροή σε όλο τον κόσμο.

ΈΓΡΑΨΕ

«Τα πάθη μου αναπτύχθηκαν πολύ νωρίς –τόσο νωρίς που ελάχιστοι θα με πίστευαν, αν ανέφερα την περίοδο και τα γεγονότα που τη συνόδευαν. Ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους που προκάλεσαν την πρώιμη μελαγχολία των σκέψεων μου -έχοντας προλάβει τη ζωή».

Σκόρπιες Σκέψεις, 1821

«Ειρήνη στους νεκρούς! Το πένθος δεν μπορεί να τους ξυπνήσει. Με ένα στεναγμό σ΄ αυτούς που έφυγαν, ας επιστρέψουμε στις ηλίθιες ενασχολήσεις της ζωής, με τη βεβαιότητα πως κι εμείς θα βρούμε, ανάπαυση…» 

Ο Βύρων στον R.C. Dallas, 1811

«Μέσ’ από το βρώμικο και σκοτεινό δρόμο της ζωής σύρθηκα στα τριάντα τρία. Και τι μου άφησαν αυτά τα χρόνια; Τίποτε – μόνον τριάντα τρία».

«…Όσο για την ποίηση, η δική μου είναι το όνειρο των κοιμισμένων παθών μου. Όταν είναι ξύπνια δεν μπορώ να μιλήσω τη γλώσσα τους, μόνον όταν υπνοβατούν, και τώρα δεν κοιμούνται…». 

Στον John Murray, 1817

«…Λένε πως η αθανασία της ψυχής είναι ένα grand peut-etre παραμένει όμως grand. Όλοι καταφεύγουν σ’ αυτή –τα πιο ηλίθια, ανιαρά, αχρεία ανθρώπινα δίποδα πιστεύουν ακόμη πως είναι αθάνατα». 

Ημερολόγια, 1821

«Τι περίεργο πράγμα ο πολλαπλασιασμός της ζωής! Μια φυσαλίδα Σπόρου που χύνεται στην ποδιά μιας πόρνης –ή στον οργασμό ενός ηδονικού ονείρου– μπορεί (γιατί τίποτε δεν ξέρουμε) να δημιουργήσει έναν Καίσαρα ή έναν Βοναπάρτη: τίποτε αξιόλογο δεν αναφέρεται για τους πατέρες τους, απ’ ότι ξέρω». 

Σκόρπιες Σκέψεις, 1821