Στην Ελλάδα τον γνωρίζουμε κυρίως μέσα από το γραμμένο μετά την δολοφονία του Λίνκολν:

Ads

«Καπετάνιε! Καπετάνιε! Ω Καπετάνιε μου!/Το φοβερό μας το ταξίδι έχει τελειώσει. Το πλοίο μας τη κάθ’ αναποδιά έχει σαρώσει/κερδήθηκε κι η δάφνη που ζητούσαμε./Φτάσαμε στο λιμάνι,/…/Μα, συ καρδιά! καρδιά! ω καρδιά!/Ώ άλικη, αιμάτινη, κόκκινη σταλαξιά. Εκεί στη γέφυρα του πλοίου μας, μαθές,/ο Καπετάνιος μου που κείτεται πεσμένος,/κοιμάται κρύος, σιωπηλός και πεθαμένος…»

(μτφρσ Κ και Ελ. Ηλιοπούλου)

Κι όμως, ο (σαν σήμερα, ή μάλλον χθες) γεννημένος στα 1819 σε προλεταριακή οικογένεια στο Λονγκ Άιλαντ και μεγαλωμένος στο Μπρουκλιν W. Whitman υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του κόσμου και η μεγαλύτερη μυστική επιρροή (κρυφό γεννήτορα τον αποκαλώ) της γενιάς του 30. Δεν έχει σημασία εάν ο ίδιος έψαχνε την Αμερικανικότητα κι εδώ την ελληνικότητα.

Ads

Το αίτημα για έναν γνήσιο εαυτό είναι το θεμέλιο της ποίησης εκείνων των καιρών. Και ο περίφημος στίχος του «Κραυγάζω την βάρβαρη ιαχή μου πάνω από τις στέγες του κόσμου» (γνωστός εδώ κυρίως μέσα από την ταινία Ο Κύκλος των χαμένων Ποιητών, πρώτα με την αναφορά των λέξεων κι έπειτα με την κραυγή του παιδιύ που θρηνεί τον φίλο του στο απέραντο χιόνι), υπήρξε η φράση αφύπνισης μιας γενιάς που δεν ήξερε ούτε τ’ όνομά του.

Ο Ουίτμαν που πήρε μέρος στους πολιτικούς αγώνες («Ψάλλε πριν φύγεις το τραγούδι για της Δημοκρατίας τις αγωνίες και τα δεινά. Δημοκρατία, χρισμένη εσύ νικήτρια, κι όμως σε κάθε βήμα απατημένη’) και στην Δημόσια Διοίκηση της εποχής του ήρθε η στιγμή που τα παράτησε όλα κι έφευγε για μεγάλα διαστήματα αναζητώντας ‘κάτι’ στα δάση.

Κι αυτό το κάτι δεν έπαψε στιγμή να είναι κοινωνικό και -πολιτικό αλλά μ’ έναν βαθύτερο τρόπο «Όλοι άξιοι για τα πάντα/Κι όλα τα πάντα είναι γιά τους ανθρώπους, δηλαδή γιά σας/Και δίχως θείους ή άλλους όρους.».

Υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες μορφές του αμερικάνικου τρανσενταλισμού. Το ιδιαίτερο κίνημα του Τρανσενταλισμού, ένα φιλοσοφικό κίνημα που αναπτύχθηκε ανάμεσα στο 1820 με 1830 στην Ανατολική ακτή των ΗΠΑ, ως αντίδραση στο κίνημα των «Ορθολογιστών» και των «Πνευματιστών» αποτελεί μίξη κι απαύγασμα Ινδιάνικων Δοξασιών και του Αγγλικού και Γερμανικού Ρομαντισμού.

Οι υπόλοιπες βασικές του επιρροές προήλθαν από τον σκεπτικισμό του David Hume, την κριτική ανάγνωση της Βίβλου από τον Jonathan Herder, την φιλοσοφία του Em. Kant αλλά και των Hindu, όπως αποκρυσταλλώθηκαν σε αρχαία σανσκριτικά κείμενα την γνώση των οποίων έφερναν ανατολικοί μετανάστες μαζί τους, που αναζητούσαν την ισότητα μεσα από τον σεβασμό σε κάθε μορφή ζωής όπως συμπυκνώθηκε στην φράση εγώ είμαι το άλλο (όχι μόνο ο άλλος).

Μέσα στο εκπληκτικό, εξαιρετικά δυναμικό και πολύ μπερδεμένο αυτό ποτάμι των ιδεών που γεννιόταν και δρούσε στον νέο κόσμο, μια από βασικότερες ιδέες που αποκρυσταλλώθηκαν υπήρξε η βαθιά πίστη στην καλοσύνη και στην αξία κάθε μορφής ζωής όταν αυτή αφήνεται να βρει τον δρόμο της μακριά από τους βαθιά διαβρωμένους, όπως πίστευαν, κοινωνικούς θεσμούς, τις σικέ ιεραρχίες τους σε σχέση με την κοινωνική ή φυσική τάξη και τους ψυχοφθόρους συμβιβασμούς της ενηλικίωσης, σε μια κοινωνία που προσέφερε την αποδοχή μονάχα αφού είχες απορρίψει τον αληθινό εαυτό σου. Ο φυσικός σύμμαχος του ανθρώπου που θέλει να απεμπλακεί από αυτά έχει είτε ρίζες είτε πόδια τέσσερα… Και είναι συγκάτοικος του από ξαρχής του κόσμου.

«Βόδι, που κουδουνίζεις τον ζυγό και την αλυσίδα, ή που ξαποσταίνεις στην σκιώδη φυλλωσιά, τι είναι αυτό που εκφράζεις στα μάτια σου; Μου φαίνεται σπουδαιότερο από όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει στην ζωή μου.»

Η φύση διαβάζεται για πρώτη φορά συστηματικά στην Δύση έξω από τις εκδοχές της που βολεύουν την ανθρώπινη κοινωνία που απέδωσε με τον όρο φυσιολογικό ό,τι την παραβιάζει.

Γενναίος κι αυτόνομος, δίχως μεσάζοντες, παρατηρητής της θα καταλήξει όχι στο εντελώς επιλεκτικό το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό που μετατρεπόμενο σύντομα σε κοινωνικό Δαρβινισμό καθιέρωσε ένα σύστημα που σέβεται την δύναμη και το κέρδος τρώγοντας τον πλανήτη, αλλά στην συνύπαρξη που σπάει μόνο για την επιβίωση κι εκεί ακόμα σπάει μινιμαλιστικά, ιδέα που με έναν τρελό τρόπο θα την συναντήσουμε, με νήμα πάλι το κοινωνικοπολιτικό ρεύμα του ρομαντισμού και στις ιδές του Ελιζέ Ρεκλί του Γουίλιαμ Μόρρις της Ντμιτρίεβ στην Παρισινή κομμούνα. Σύντομα καταλήγει πανσεξουαλικός όσο κι εκείνη και μιλά για τον σεβασμό σε κάθε επιλογή ή προσανατολισμό. Οι γυναίκες αποσυνδέονται από την βιβλική αμαρτία: «Μην ντρέπεστε γυναίκες…
Εσείς είστε οι πύλες του σώματος, και εσείς είστε οι πύλες της ψυχής.»

Είναι η φύση η «δασκάλα» του και κατανοεί δίχως καν να τον έχει διαβάσει πόσο οι άνθρωποι «εμπνευστήκαμε» τις σχέσεις εκμετάλλευσης μεταξύ μας από τις σχέσεις εκμετάλλευσης που έχουμε επιβάλλει στα υπόλοιπα πλάσματα (αγαπημένη θέση του Ένγκελς). Δεν ήταν άσχετο αυτό το αίτημα με την εποχή του. Και ξαναγίνεται εμφατικά επίκαιρο και στην δική μας.

«Φύλλα του τάφου, φύλλα του κορμιού που φυτρώνετε πάνω από μένα/ και πάνω από τον καθένα…/ Αν δεν είναι δικές σου όσο και δικές μου, τότε δεν είναι τίποτα, ή/ σχεδόν τίποτα,/ […]/ Είναι η χλόη που φυτρώνει όπου υπάρχει χώμα κι όπου υπάρχει νερό,/ Είναι ο κοινός αέρας που λούζει ολόκληρη τη γη».

Με γενναιόφρονες στίχους που βαδίζουν σαν στρατός ενάντια στις κοινωνικές, θρησκευτικές και πολιτικέ ηγεμονίες των λίγων και τα αυτονόητα των σκυμμένων πολλών όπως «σφίξε με πάνω σου γερά ξέστηθη νύχτα» ή «Θάλασσα με τις πλατιές καμπύλες των κυμάτων σου,/ Θάλασσα με τις βαθιές κοφτές ανάσες», βρίσκει τον «μικρό τον κόσμο τον μέγα» σε κάθε τι: «Μέσα σε κάθε πράγμα βρίσκεται μια αλήθεια σε αναμονή».

Περιγράφοντας το είδος του κοινωνικού υποκειμένου που ο τρανσενταλισμός θέλει να δομήσει, ο R.W.B. Lewis (1955, σελ.208) παρατηρεί στο American Adam πως είναι ‘ένας Αδάμ πριν την πτώση’, «ο απλός, αυθεντικός εαυτός, ενάντια στον κόσμο όλον’, όπως περιγράφεται στα έργα του Thoreau, του Emerson, του Whitman.

Ο ήρωας αυτός, έχοντας μέσα του αυτό που αποκαλέστηκε ‘άγρια αναζήτηση’ που θέλει να τον οδηγήσει σε παραδείσια μέρη, σκοπεύει να διαφυλάξει ένα όραμα για την ανθρώπινη μοίρα. Έχει ως σύμμαχο του το πλάσμα που τον συντροφεύει από απόσταση τις νύχτες, το πλάσμα που ακούει την ανάσα του, μοναδική συχνά παρουσία στα απέραντα δάση. Το ζώο, στις ποικίλες μορφές του. Σύντομα βέβαια ο χρόνος κι ο χώρος οι πόλεις η μοντερνικότητα κι ο καπιταλισμός, γράφει ο Lewis, έφεραν ένα τέλος στο ‘όραμα αυτό. Η εποχή της αθωότητας, για την Αμερική και για τον κόσμο, έχει τελειώσει.

Η Αμερική κινούνταν δυτικά σκοτώνοντας «ερυθρόδερμους» και κατακτώντας τα δάση, σε μέρη όπου το απώτατο σύνορο «πολιτισμού» κι η άγρια φύση συγκρούονταν. Λίγες δεκαετίες αργότερα θα αναλάμβανε τα ηνία του πλανήτη, αποδεικνυόμενη σε κυνική εξουσία όπως όλες οι άλλες. Ήταν η στιγμή που ήρωας ένιωθε πως αυτός ο κόσμος μήτρα προστατευτική κάθε ύπαρξης θα έπαυε να υπάρχει, και πως όσο κι αν ένιωθε νέος το μονοπάτι που έπρεπε να πάρει ήταν παλιό είχε περπατηθεί χρόνια πριν ΄ξανά και ξανά.

Ήταν μέρος αυτού του μονοπατιού η εγκατάλειψη των ζώων στην μοίρα που η υπερκατανάλωση κι οι ανερχόμενες βιομηχανίες που σχετίζονταν μαζί τους τους επεφύλασσαν. Αλλά ώσπου να φτάσει εκεί είχε ακούσει την φωνή σημαντικών ‘δασκάλων’. Κι αυτοί με την σειρά τους είχαν ακούσει την φωνή των ζώων.

«Στέκομαι και τα βλέπω πολύ καιρό. Δεν ιδρώνουν και δεν μεμψιμοιρούν για την κατάστασή τους, δεν ξυπνούν στο σκοτάδι κλαίγοντας για τις αμαρτίες τους, Δεν με κάνουν να αρρωσταίνω συζητώντας το καθήκον τους προς τον Θεό, Κανένα δεν είναι δυσαρεστημένο, ούτε τρελαίνεται με τη μανία της ιδιοκτησίας, Κανένα δεν γονατίζει στο άλλο, ούτε στο είδος του που έζησε χιλιάδες χρόνια πριν, Κανένα δεν είναι ‘αξιοσέβαστο’ ή δυστυχισμένο σε ολόκληρη τη γη. Έτσι μου δείχνουν τις σχέσεις τους και τις δέχομαι, μου φέρνουν κομμάτια του εαυτού μου, βαθιά κατέχοντάς τα.»/…/Δυνατός σαν άλογο, στοργικός, περήφανος, ηλεκτρισμένος, Εγώ κι αυτό το μυστήριο στέκουμε εδώ μαζί./…/Κάθε είδος για τον εαυτό του και τους δικούς του, για μένα το δικό μου αρσενικό και θηλυκό, /…/ «δεν ονομάζω το ένα πράγμα πιο μικρό και τ’ άλλο πιο μεγάλο, το κάθε τι που συμπληρώνει την θέση του στη γη είναι ολότελα ίσο με οποιοδήποτε άλλο.»

Η ανθρώπινη ύπαρξη σε απόλυτη ενότητα πέρα απ’ τον χρόνο , τη διάκριση των ειδών ή των φύλων, απέναντι στα στοιχεία και στα φαινόμενα της φύσης που τον φοβίζουν λιγότερο απ’ τα στοιχειά και τα φαινόμενα της ανθρώπινης κοινωνίας. Η κοινωνική διαστρωμάτωση, η καταγγελία της άναρχης αστικοποίησης που δεν είχε φανεί ακόμη αλλά ο προφήτης ποιητής την άκουγε στο φοβισμένο χώμα, η δημοκρατία και η αποικιοκρατία, το βίωμα κι ο διάλογος μεταξύ των πολιτισμών και των πλασμάτων, το αληθινό βίωμα, ο «βίος», και η σκοτεινή πλευρά της Ιστορίας, ο αληθινός πολιτισμός ενός τόπου(κάθε τόπου) και η επίφαση του που επιβάλλεται από ηγεμονικές αναγνώσεις, όλα παρελαύνουν στο έργο αυτών των ποιητών.

Ο τρανσενταλισμός επηρέασε βαθιά την γενιά του 30 αν και το θέμα δεν αναδείχθηκε και δεν έχει μελετηθεί όσο του αξίζει αφού η «πολιτική Αμερική» καπέλωσε στα καθ’ ημάς την πολύ πολυπλοκότερη πολιτιστική συνεισφορά της.

Την δεκαετία του 1920 ο Σικελιανός Προλογίζει τα φύλλα της Χλόης (Leaves of Grass). Μια εξαιρετική στιγμή. Αλαφροΐσκιωτος 1909 οι πρώτες μεταφράσεις (από την αδερφή του Πηνελόπης).

Παρόλο που η κατάταξη του είναι προβληματική συμφωνώ με τον Νάσο Βαγενά και άλλους που τον θεωρούν προπομπό και σε διαρκή συνομιλία με την γενιά του 30.

Ο Σικελιανός εμπνέεται από τον Αμερικάνικο τρανσενταλισμό αλλά κι από ιεροτελεστίες με αλυσοδεμένες αρκούδες που γινόταν σε όλη την Βαλκανική για να σηματοδοτήσουν την παράδοση της φύσης στον άνθρωπο, την πολυπόθητη τελική μας κυριαρχία επί αυτής. Και χρησιμοποιεί την Μάνα Αρκούδα (σύμβολο και στα Φύλλα της Χλόης) και το μικρό της για να δημιουργήσει ένα Μαρτυρικό Αιώνιο Σύμβολο έξω απ’ τον χρόνο…

Μέσα από τον Σικελιανό έρχεται σε επαφή ο Ρίτσος που τον θεωρούσε την μεγάλη του νεανική επιρροή. Θα ξαναβρούμε την σπορά στην 3η και 4η Διάσταση του.

«Όμως, πίσω απ’ τα τόσα στρώματα της ταραχής και του φόβου, μαντεύω
ν’ απλώνεται η απέραντη σιγή, — μια δικαιοσύνη,
μια ισορροπία αυθύπαρκτη που μας περιλαμβάνει
στην τάξη των σπόρων και των άστρων. Πρόσεξες; — το μεσημέρι,
καθώς ερχόμασταν εδώ, η σκιά ενός σύννεφου σερνότανε στον κάμπο,
σκεπάζοντας τα σταροχώραφα, τ’ αμπέλια, τους ελαιώνες,
τ’ άλογα, τα πουλιά, τα φύλλα, — ένα διάφανο ιχνογράφημα
από ’να μακρινό τοπίο του απείρου, πάνω εδώ στο χώμα·
κι ο αγρότης που πορεύονταν στην άκρη της πεδιάδας
ήταν σα να κρατούσε περασμένην κάτω απ’ την αριστερή μασκάλη του
όλη τη σκιά του σύννεφου σαν πελώριο μανδύα
μεγαλόπρεπον κι όμως απλόν σαν την προβιά του.
Έτσι οικειώνεται η γης με το άπειρο, παίρνοντας κάτι
από γαλάζιο κι από αόριστο· και το άπειρο πάλι
κάτι απ’ τη γη, καστανό και ζεστό, κάτι από φύλλα,
κάτι από στάμνες και ρίζες, κάτι απ’ τα μάτια
εκείνης της καρτερικής γελάδας (τη θυμάσαι;)
κι απ’ τα στέρεα πόδια του γεωργού που χάνονταν στο βάθος…»

Ενώ στον Μεγάλο Ανατολικό, ο Ανδρέας Σπερχής, Alter Ego του Εμπειρίκου, αναπολεί τα νεανικά του χρόνια στο Λονδίνο και την γνωριμία του με τον Προφήτη ποιητή W. Whitman. Και οι δυο θα κατηγορηθούν για πορνογραφία.

Ο Ελύτης έρχεται σε επαφή μέσα από τον Εμπειρίκο με τον Whitman.

«Εσένα που σε αφόριζαν τριάντα Μητροπολιτάδες μαζί θεωρώ τον τελευταίο αθώο που πέρασε ανάμεσα μας». Μην παραβλέψεις ή μην παραφράσεις το γελάδι εάν θες να καταλάβεις τι λέω στ’ αλήθεια» γράφει ο Ρίτσος, ως Ορέστης, στο ομώνυμο ποίημα, συμπληρώνοντας ίσως την ερώτηση του Whitman: «Tι είναι αυτό που εκφράζεις στα μάτια σου; Μου φαίνεται σπουδαιότερο από όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει στην ζωή μου.» Κι ίσως αυτό να είναι αλήθεια και για μας. Στην πορεία μιας αναζήτησης που δεν θα ολοκληρωθεί ίσως ποτέ αν παραβλέπουμε ή παραποιούμε την φωνή των πλασμάτων αυτών που παραμένουν σύμβολα μιας ετερότητας δίχως φωνή δική της.

Στον τάφο του υπάρχει ως αιώνια χλεύη απέναντι στα δήθεν σημαντικά και στον φόβο το επίγραμμα του:

«Η βάση μου βρίσκεται αρραγής
κάτω απ’ αυτή τη πέτρα
Γελώ μ’ αυτό που καλείτε αποσύνθεση
Και γνωρίζω το εύρος του χρόνου».