Ε, λοιπόν, η Δεξιά, δηλαδή ο νικητής του εμφυλίου, δεν σεβάστηκε καθόλου και δεν τίμησε καθόλου την Αριστερά, με την οποία ντεφάκτο συνυπήρχαν. Οι Από Πάνω κέρδισαν στην αναμέτρηση και όχι μόνο δεν τίμησαν, αλλά αντίθετα ατίμασαν και εξανδραπόδισαν τους Από Κάτω που είχαν ηττηθεί. Αντί για ένωση και μάλιστα από έρωτα, το ζευγάρι των προνομιούχων και των μη-προνομιούχων έχει παρελθόν αβυσσαλέας φαγωμάρας εδώ σ’ εμάς. Έχουν ανοίξει μεγάλες πληγές, φανερές και κρυφές” ο συγγραφέας Βαγγέλης Ραπτόπουλος, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη και το tvxs, με αφορμή την πιο κρυφή πληγή

Ads

Κρ.Π.: Να ξεκινήσεις λέγοντας για την εμπειρία –από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο– της συγγραφής του τελευταίου σου μυθιστορήματος με τίτλο «Η πιο κρυφή πληγή» που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ίκαρος;

Β.Ρ.: Αν και πρόκειται για το 24ο βιβλίο μου, το περίεργο είναι ότι δυσκολεύομαι να το συνοψίσω.

Υπάρχουν στο οπισθόφυλλο μόνο δύο ασαφείς και ελαφρώς γενικόλογες φρασούλες. «Μια σύγχρονη ερωτική ιστορία, με φόντο τα Δεκεμβριανά του ’44». Και: «Ένας ισόβιος έρωτας στην εποχή των στιγμιαίων ερώτων και ο εφιάλτης του εμφυλίου στα χρόνια της κρίσης».

Ads

Αργά ή γρήγορα, βέβαια, κάποιοι θα δώσουν την περίληψη, και αναρωτιέμαι πώς θα ξεπεράσουν το σκόπελο: την αντίφαση που διαπερνά ολόκληρο το βιβλίο.

Η σύγχρονη ερωτική ιστορία είναι σαν να αντιστρατεύεται το ιστορικό φόντο και τον κοινωνικό προβληματισμό. Και ο εφιάλτης ενός νέου εμφυλίου είναι σαν να υποσκάπτει το άθλιο θαύμα ενός παθιασμένου έρωτα στην αντι-ερωτική εποχή μας.

Γι’ αυτό και η διττή σημασία του τίτλου: από τη μία «η πιο κρυφή (ερωτική) πληγή» του πρωταγωνιστή μου και από την άλλη «η πιο κρυφή πληγή» της χώρας.

Κρ.Π.: Ποιά ήταν η πρωταρχική ιδέα, που σε ώθησε να αρχίσεις να γράφεις αυτό το μυθιστόρημα;

Β.Ρ.: Αν και κάτι τέτοιο ισχύει για όλα τα μυθοπλαστικά έργα, έχω μια αίσθηση -ειδικά γι’ αυτό- ότι ήθελα να το γράψω όλη μου τη ζωή.

Εκείνο που θυμάμαι από την προεφηβεία μου κιόλας, είναι ότι οι ιστορίες που άκουγα στο περιβάλλον μου για τα Δεκεμβριανά, με γέμιζαν με φρίκη.

Από όλες τις φρικιαστικές αφηγήσεις των μεγάλων (και υπήρχαν πολλές: με αρρώστιες, δυστυχήματα κι άλλα αποτρόπαια γεγονότα), εκείνες για τα Δεκεμβριανά, από την ίδια τη χροιά της φωνής των αφηγητών, από το πώς προσέγγιζαν τα πράγματα, ένιωθα ότι ήταν οι πιο ζοφερές.

Μάλιστα υπάρχει μία αφήγηση στο βιβλίο, που την άκουσα από τον μακαρίτη τον πατέρα μου, ο οποίος την έλεγε φρίττοντας, και την έχω «απαλλοτριώσει», βάζοντας να την διηγείται ο παππούς του ήρωά μου:

«Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, λέει, υπήρχε ένας αστυνόμος στο Περιστέρι, ονόματι Ευθύμιος Γερόσταθος. Ο παππούς μου, σίγουρα, θα μου είχε διηγηθεί την ιστορία μ’ ένα σωρό λεπτομέρειες, αλλά σ’ εκείνη την ηλικία τι να πρωτοσυγκρατήσεις; Μου έχει μείνει ένα περίγραμμά της μόνο.

»Ήταν απλός αστυνομικός ή αξιωματικός; Μήπως ακόμα και διοικητής του ντόπιου αστυνομικού τμήματος; Εννοώ ότι αγνοώ  κατά πόσο ήταν ήδη αστυνόμος, ή αν τον έκαναν μετά θάνατον. Το μόνο που ξέρω με σιγουριά είναι ότι ο παππούς μου επέμενε κι ήταν κατηγορηματικός: ο Γερόσταθος ήταν μεγάλο κάθαρμα, συνεργάτης των Γερμανών και μανιακός καταδότης.

»Οπότε, στα Δεκεμβριανά, λέει, όταν κατέβηκαν από το βουνό οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, κι έφτασαν χαμηλά ώς εδώ, δυο βήματα από το ποτάμι, τον Κηφισό, πρώτη τους δουλειά ήταν να κυριεύσουν τα αστυνομικά τμήματα της συνοικίας. Μετέφεραν, λοιπόν, δέσμιο τον κρατούμενο στο χώρο τής σημερινής παιδικής χαράς, που τότε ήταν αλάνα, και τον πέρασαν από λαϊκό δικαστήριο.

»Ο παππούς μου είχε δει με τα ίδια του τα μάτια τις χαροκαμμένες μανάδες, που ο Γερόσταθος είχε δώσει, είχε καταδώσει, τα παιδιά τους στους Γερμανούς, και τα είχαν εκτελέσει στο Χαϊδάρι ή τα είχαν στείλει στα διάφορα Άουσβιτς, να ξεφωνίζουν μαζεμένες γύρω του: «Θάνατος! Θάνατος! Θάνατος!»

»Κι ύστερα του όρμησαν, λέει, και τον έγδαραν ζωντανό, με κάτι μεγάλα καρφιά, απ’ αυτά που διαπερνούν καδρόνια».

Από τον τρόπο που τα έλεγε ο πατέρας μου, αυτό που αποκόμιζα εγώ ως παιδάκι, ήταν ότι υπήρχαν μεγάλη αγριότητα και απερίγραπτη φρίκη.

Μπορεί ο πατέρας μου να θεωρούσε δικαιολογημένη τη λαϊκή αντίδραση, σαν να έλεγε: φαντάσου τι είχαν νιώσει οι άνθρωποι, για να φτάσουν σ’ αυτό το σημείο. Αλλά δεν έπαυε να εκπέμπει και αποτροπιασμό, σαν να του φαινόταν ταυτόχρονα και τρομερά σκοτεινό το όλο θέμα, βάρβαρο και αιμοσταγές, μια θηριωδία.

Με άλλα λόγια, αυτές οι ιστορίες από παιδί με είχαν σφραγίσει ανεξίτηλα, και υπ’ αυτή την έννοια ήθελα ανέκαθεν να γράψω για τα Δεκεμβριανά. Εκτός του ότι μάζευα όλα τα σχετικά δημοσιεύματα στον Τύπο, συνέλεγα και βιβλία γι’ αυτή την πιο ακραία από τις ακραίες περιόδους της νεοελληνικής Ιστορίας.

Ωστόσο η ιδέα του μυθιστορήματος μού ήρθε τον καιρό των Αγανακτισμένων. Στη διάρκεια της κατάληψης και των συγκεντρώσεών τους, εκεί, στην πλατεία Συντάγματος. Ήταν σαν να έψαχνα χρόνια μια ευκαιρία, και μου την προσέφερε εκείνο το ξέσπασμα.

Στην «Πιο κρυφή πληγή», μιλάω αναλυτικά για το κοινωνικό αυτό φαινόμενο, μέσω της ηρωίδας που είναι δημοσιογράφος και επιχειρεί μια ανατομία των Αγανακτισμένων, όσο και μια απόπειρα σύνδεσής τους με τα Δεκεμβριανά του ’44.

Σύνδεση, με την έννοια ότι ξαναβγήκαν οι μάζες στους δρόμους, και ότι κάτι συλλογικό γεννιόταν εκείνες τις μέρες. Κι ας επρόκειτο για κάτι αυθόρμητο και τυφλό, με υλικά ετερόκλητα: μισο-χρυσαυγίτικα, μισο-συριζαίϊκα, μισο-ανεξάρτητων Ελλήνων του Καμμένου ― ο κόσμος των Αγανακτισμένων ήταν όλα αυτά μαζί και χωριστά.

Αφενός, λοιπόν, η έξοδος των μαζών στους δρόμους και το γεγονός ότι σηκώθηκαν από τον καναπέ τους και εγκατέλειψαν το κουκούλι του ατομικισμού τους. Και αφετέρου η αγανάκτηση η ίδια, σαν προπομπός μιας ταξικής σύγκρουσης, μιας αντιπαράθεσης που κατάγεται –ίσως- από τον εμφύλιο.

Κρ.Π.: Ως ένα αδιαχείριστο πρόβλημα, που το σέρνουμε ως τις μέρες μας, όπως αναφέρουν ακόμη και ιστορικοί;

Β.Ρ.: Ο εμφύλιος ως άλυτο πρόβλημα, που το κουβαλάμε ακόμα, και γι’ αυτό ακριβώς πάντα είμαστε επιρρεπείς σε έναν νέο. Άρα, σαν να διαφάνηκε ο φόβος ενός νέου εμφυλίου, με τους Αγανακτισμένους.

Κρ.Π.: Η ερωτική ιστορία… σου εμφανίστηκε ως ιδέα, μέσα στους Αγανακτισμένους;

Β.Ρ.: Εκεί μου πρωτοήρθε η ιδέα και έδεσε με το υλικό των Δεκεμβριανών του ’44. Το κλίμα και η ατμόσφαιρα στο Σύνταγμα είχε ώρες ώρες κάτι το ευφορικό και ερωτικό. Τα πρόσωπα έλαμπαν, σαν κάτι απογεύματα στις καλοκαιρινές διακοπές, που οι άνθρωποι νιώθουν πληρότητα.

Κρ.Π.: Μια σύγχρονη ερωτική που συνδέεται με τον εμφύλιο…

Β.Ρ.: Αρχίζει στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν οι δύο κεντρικοί ήρωες είναι ακόμα έφηβοι, και φτάνει ώς το καλοκαίρι του 2011, με τους Αγανακτισμένους. Μια ερωτική ιστορία απολύτως σύγχρονη, που όμως συνδέεται με τα Δεκεμβριανά του ’44.

Κρ.Π.: «Λύνεται» μέσα από την ιστορία του βιβλίου αυτή η σύνδεση;

Β.Ρ.: Αυτό που κατάλαβα γράφοντας, είναι ότι ο έρωτας παραμένει ανώτερος από τις ιδεολογίες κι από τα όποια επιχειρήματα. Συχνά, δε, κρύβεται απλώς πίσω τους.

Κρ.Π.: Ο έρωτας ως ουσία της ζωής;

Β.Ρ.: Ακριβώς. Κι αυτό είναι κάτι παγκόσμιο, πανανθρώπινο, και ταυτόχρονα πολύ δικό μας, ελληνικό. Ίσως τα μικρά μεγέθη και το γλυκό φως (ούτε εκτυφλωτικό ούτε σβησμένο από ομίχλες, όσο πρέπει), να μας υποχρεώνουν να εκτιμάμε προπαντός τη ζωή, και τίποτε άλλο.

Κρ.Π.: Κάτι όμως είχες εξ αρχής μέσα στο μυαλό σου. Άλλαξε στην πορεία;

Β.Ρ.: Πέρασα πολλά στάδια. Ακόμα και ως προς το μέγεθος. Στην αρχή νόμιζα ότι θα γράψω ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο, αλλά στη διαδρομή γιγαντώθηκε. Επίσης πίστευα ότι θα διαρκούσε πολύ λιγότερο η ιστορία που αφηγούμαι, αλλά εντέλει απλώθηκε μες στο χρόνο: από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα.

Αυτό που ανακάλυψα τελειώνοντας το βιβλίο, είναι ότι είχα φρικάρει. Δηλαδή, η εξερεύνηση των Δεκεμβριανών του ’44 και η σύνδεσή τους με το τώρα, με κατατρόμαξαν.

Γι’ αυτό υπογραμμίζω ότι δεν έχουμε να κάνουμε μ’ ένα ιστορικό μυθιστόρημα για τον εμφύλιο και ότι «Η πιο κρυφή πληγή» είναι μια σύγχρονη ερωτική ιστορία.

Το βιβλίο μου εξερευνά την πιθανότητα αναβίωσης των Δεκεμβριανών και σκαλίζει το παρελθόν ψάχνοντας τι μπορεί να μας συμβεί στο άμεσο μέλλον. Τι μπορεί να μας συμβεί, ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης, αλλά και των πάντα ανοιχτών λογαριασμών μας με την Ιστορία.

Κρ.Π.: Πολλοί φοβούνται, όπως για παράδειγμα, όταν είχα ρωτήσει τον Μάνο Ελευθερίου στην Έρευνα για την Κρίση, και μου είχε πει: «Τίποτα. Θα γίνουν πάλι αυτά που γίναν με τα Δεκεμβριανά», ή η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη, στο «Φοβάμαι μην φαγωθούμε πάλι μεταξύ μας».

Β.Ρ.: Ο Βαγγέλης που άρχισε να γράφει αυτό το βιβλίο και ο Βαγγέλης που το τελείωσε, δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Είμαι ακόμα πιο πολύ φοβισμένος για το τι μας περιμένει, ή για το τι σημαίνει πραγματικά όλη αυτή η αγριότητα, όχι πια ως ιστορικό γεγονός, αλλά ως μελλοντική προοπτική.

Μάλλον, αυτό που διαφοροποιεί τα πράγματα στην περίπτωση του εμφυλίου, είναι ότι οι άνθρωποι γνωρίζονται. Το να πολεμήσω με έναν αλλοεθνή στο μέτωπο, που ούτε τον ξέρω ούτε με ξέρει, είναι άλλο. Εκεί είναι ένας ανθρώπινος στόχος. Το να σφάζεις τον γείτονα ή τον εξάδελφό σου, όμως, με τους οποίους έχεις κι άλλα νταραβέρια, έχει μαζευτεί άλλο πύον ― αυτό αγριεύει ιδιαζόντως τα πράγματα.

Κρ.Π.: Γιατί η προδοσία από έναν δικό σου άνθρωπο είναι η χειρότερη;

Β.Ρ.: Επενδύονται πολλά περισσότερα, όταν συγκρούεσαι με έναν γνωστό σου, και ακόμα πιο πολύ με έναν συγγενή σου. Οι αιτίες ποικίλλουν τότε, η κατάσταση περιπλέκεται και η βία διαχέεται προς κάθε κατεύθυνση. Υπάρχει κάτι το αυτοκαταστροφικό σ’ έναν εμφύλιο, κάτι εξ ορισμού αυτοκτονικό.

Το σίγουρο πάντως είναι ότι, ως συγγραφέας, δηλαδή κάποιος που βασανίστηκε με το υλικό του, τρόμαξα ακόμα πιο πολύ. Μου φάνηκαν ακόμα πιο μελανά τα πράγματα. Και βλέποντας σήμερα ότι ο δημόσιος διάλογος γίνεται με όλο και πιο σκληρό και επιθετικό τρόπο, αγωνιώ ειλικρινά για την έκβαση των πραγμάτων.  

Κρ.Π.: Το στοίχημα ποιό είναι, όμως, σήμερα; Μήπως, από τη μια να μη χάνουμε την ανθρωπιά μας και να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, και από την άλλη να δείχνουμε έναν άλλο δρόμο ώστε να λυθούν τα… τραγικά προβλήματά μας, από εκείνον που οδήγησε στα Δεκεμβριανά;

Β.Ρ.: Αυτό ακούγεται λίγο σαν τετραγωνισμός του κύκλου.

Κρ.Π.: Αν, όμως, ωραιοποιούμε τα πράγματα, ή στρογγυλεύουμε τις γωνίες, δεν γινόμαστε έως και απάνθρωποι σε σχέση με εκείνους που έχουν υποστεί με τον πιο σκληρό τρόπο τα αποτελέσματα αυτής της κρίσης; Επίσης, δεν υπάρχει ο κίνδυνος ν’ αρχίσει ο κόσμος να… συνηθίζει, από την μικρότερη αδικία έως και σε ότι αποτρόπαιο συμβαίνει γύρω του;

Β.Ρ.: Πιστεύω ότι τα όρια είναι δυσδιάκριτα και ότι όσοι εξωραΐζουν την κατάσταση έχουν εξίσου άδικο με όσους τη διεκτραγωδούν. Επί παραδείγματι, υπάρχει η απόπειρα ενοχοποίησης των λαϊκών μαζών από το κατεστημένο («όλοι μαζί τα φάγαμε»). Ταυτόχρονα, όμως, και μεγάλο μέρος του λαού δεν είναι αθώα περιστερά, έχουν διαφθαρεί πια οικτρά και πολλοί μη-προνομιούχοι. Αν αρχίσεις, λοιπόν, να μοιράζεις τώρα ευθύνες, θα το βρεις αργότερα μπροστά σου.

Κρ.Π.: Και ποιος θα κρατήσει “ενός λεπτού σιγή για τους απεγνωσμένους“; Ποιός θα μιλήσει για όσους δεν φταίνε σε τίποτα και πρέπει να υποστούν τα αποτελέσματα του τρόπου ζωής… κάποιων -ασυνείδητων- άλλων;

Β.Ρ.: Πιθανότατα κανείς, εάν δεν το κάνουν οι ίδιοι. Εξάλλου παράπλευρες απώλειες υπάρχουν σε κάθε ιστορική περίοδο: είτε με παχιές αγελάδες είτε με ισχνές και με κρίση. Επίσης σήμερα η εξαχρείωση είναι τόσο γενικευμένη, ώστε οι ελάχιστοι αθώοι χάνονται άδικα. Όταν δεν αποτελείς μια μειοψηφία δυναμική, καταλήγεις το αιώνιο θύμα.

Κρ.Π.: Ως ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της γενιάς σου, αυτοεκπαιδευμένος -όπως έχει φανεί από τα βιβλία σου- να διαβλέπει το κοινό αίσθημα, πώς διαχειρίστηκες μέσα από το βιβλίο το θέμα του εμφυλίου, αλλά και τις σημερινές πολιτικές συγκρούσεις;

Β.Ρ.: Από τους σημαντικότερους, δεν ξέρω αν είμαι. Ελπίζω, όμως, να είμαι από τους συγγραφείς μας που δεν υπάρχει και τόσο μεγάλη απόσταση ανάμεσα στα λόγια και στα έργα τους.

Εύχομαι να διαχειρίστηκα το θέμα των Δεκεμβριανών του ’44, αλλά και της σημερινής πολιτικής κατάστασης, έτσι ώστε το γραπτό μου να απηχεί, να συλλαμβάνει και να εκφράζει όντως κάτι ευρύτερο. Τότε η αγωνία μου θα έχει πιάσει τόπο και ο κόπος μου δεν θα πάει χαμένος.

image

(Φωτογραφία του Αμερικανο-ουκρανού Ντμίτρι Κέσελ (συνεργάτη του περιοδικού Life), στο Περιστέρι, όπου Αθηναίες αναζητούν συγγεννείς τους ανάμεσα σε ξεθαμμένα πτώματα, αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά του ’44)

Και την ίδια στιγμή, ακόμα πιο βαθιά μέσα μου, εύχομαι να μην το διαχειρίστηκα σωστά, δηλαδή η πρόβλεψή μου για ένα επερχόμενο αιμοτοκύλισμα να διαψευστεί όσο πιο πολύ γίνεται. Να μην έρθουμε ποτέ αντιμέτωποι με όσα διαισθάνθηκα και αποτύπωσα στο βιβλίο, με τη φρίκη που διαβλέπω.

Κρ.Π.: Είναι ένα κομμάτι της Ιστορίας μας που αφορά όλους τους Έλληνες, οι οποίοι ειδικά σήμερα καλούνται να το διαχειριστούν, θέλοντας και μη;

Β.Ρ.: Όντως. Και ο κίνδυνος είναι να γίνεις πιο βίαιος και πιο επιθετικός απ’ ό,τι πρέπει. Ή, από φόβο ότι θα αδικήσεις τον άλλον, να παρα-είσαι εφησυχασμένος, και να αδικείς τελικά και τον εαυτό σου και τον άλλον ― γιατί αυτό κάνεις όταν απέχεις από τα κοινά και καταντάς συνεργός στο κακό.

Υπάρχουν εγγενείς αδυναμίες και ατέλειες και δυσλειτουργίες στη νεοελληνική κοινωνία. Γι’ αυτό ακριβώς και κινδυνεύουμε να αναβιώσουν τα Δεκεμβριανά. Επειδή είμαστε μια κοινωνία βαθιά προβληματική, με σήμα κατατεθέν της την αναξιοκρατία, με μια αγκυλωμένη κρατική μηχανή, με κραυγαλέα απουσία δικαιοσύνης, με παροιμιώδη ατιμωρησία υπεύθυνων για κολοσσιαία οικονομικά σκάνδαλα. Και την ίδια στιγμή, έχουμε τον βίαιο εξαναγκασμό σε πτώχευση όχι της χώρας, αλλά του χαμηλοσυνταξιούχου και του μικρομεσαίου, του μη-προνομιούχου.

Από την άλλη, παρότι πρόκειται για το πιο πολιτικοποιημένο μου μυθιστόρημα, παρότι θίγονται εν εκτάσει ο εμφύλιος και η σημερινή πολιτική κατάσταση, και είναι σχεδόν ακατόρθωτο σε ένα τέτοιου είδους γραπτό να μην πάρεις θέση ― σήμερα που το έχω τελειώσει, καταλαβαίνω ότι το μυθιστόρημά μου λέει κάτι φαινομενικά εναντίον της πολιτικής. Ότι ο έρωτας υπερβαίνει και τις ιδεολογίες και τους εμφυλίους, και συχνά κρύβεται πίσω από μια στράτευσή σου υπέρ της άλφα ή της βήτα άποψης.

Αν ήταν μαθηματικό θεώρημα «Η πιο κρυφή πληγή», ναι, θα έλεγε ότι ο έρωτας βρίσκεται υπεράνω όλων. Ο έρωτας, δηλαδή η ζωή. Αυτή ρυθμίζει τα πράγματα, και είναι ανώτερη από κάθε ιδεολογία κι από κάθε πολιτική στράτευση. Αυτή έχει σημασία, πολύ περισσότερο απ’ όσο θα νομίζουμε από εδώ και πέρα, που εντείνεται και πολώνεται η κατάσταση, σε συνθήκες που μπορεί να οδηγήσουν μέχρι και σε έναν εμφύλιο.

Κρ.Π.: Η έλξη είναι δύο ασυνείδητα που ξέρουν καλά ότι ταιριάζουν και αυτό δεν αφορά μόνο το άτομο που σε έλκει, όσο τις σημαντικότερες σχέσεις που καθρεφτίζει πίσω στο χρόνο, που μπορεί να είναι η μάνα, ο πατέρας, ο παππούς, η γιαγιά. Δηλαδή οι σχέσεις που καθορίζουν ακόμα και τις ερωτικές σχέσεις, που εκτείνονται στο χρόνο ακόμα και γενιές πίσω.

Β.Ρ: Ο Καζαντζάκης έχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο γι’ αυτό, στην αρχή της αυτοβιογραφίας του («Αναφορά στον Γκρέκο»), με τον τίτλο «Οι πρόγονοι». Μέσα από συμπεριφορές μας, που πολλές φορές φαίνονται εντελώς παράλογες, είναι σαν να εκφράζονται οι πρόγονοί μας. «Μέσα από τα σπλάχνα μας», όπως το θέτει.

Και για να επιστρέψω στο θέμα του εμφυλίου: σε μια τέτοια σύρραξη, το θέμα δεν είναι ποιοι έχουν δίκιο, αλλά ότι τελικά καταντούν και οι δύο πλευρές δήμιοι. Το θέμα είναι ότι μπαίνει ολόκληρη η κοινωνία σε έναν φαύλο κύκλο, ο οποίος εξαφανίζει οποιονδήποτε έχει την παραμικρή αντίρρηση.

Κρ.Π.: Χάνεται ο διάλογος…

Β.Ρ.: Χάνεται η ουσία και χάνεται ένα πολύτιμο κομμάτι, που αποτελείται από τους πιο ανήσυχους κι από όσους είναι πιο κοντά στην ανθρώπινη ύπαρξη.

Αυτοί οι αντιρρησίες, οι αμφισβητίες, οι αιρετικοί και οι αταξινόμητοι, λειτουργούν ως καταλύτες για τη ζύμωση μέσα στους κόλπους της κοινωνίας. Και χωρίς αυτούς, οι υπόλοιποι παραλύουν και μαραίνονται. Οι αταξινόμητοι που δρουν ως καταλύτες προστατεύουν την κοινωνία από το να μη γίνει απάνθρωπη αγέλη ― γι’ αυτό είπα πριν ότι είναι πιο κοντά στην ανθρώπινη ύπαρξη.  

Κρ.π.: Και τη συνύπαρξη;

Β.Ρ.: Ναι, αυτά πάνε μαζί, ή δεν υπάρχουν καθόλου. Και γι’ αυτό, λόγω της ύπαρξης που σημαίνει συνύπαρξη, γεννιούνται και όλα αυτά τα πελώρια ζητήματα.

Πού αρχίζει και πού σταματά η βία; Πότε γίνεται αποδεκτή ή δίκαιη; Είναι μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης ή μια διαστροφή της; Ερωτήματα αναπάντητα ίσως, και από τη φιλοσοφία και από τη ζωή.

Κρ.Π.: Όταν, όμως, αναγκαστείς να απαντήσεις με βία, όταν φτάσεις στο έσχατο σημείο της βίας, πρέπει να έχεις υπόψιν σου ότι εκεί μιλά και κερδίζει όποιος έχει τη δυνατότερη βία. Οπότε, ο νικητής δεν είναι αυτός που έχει δίκιο, αλλά εκείνος που έχει τη μεγαλύτερη δύναμη στη βία.

Β.Ρ.: Μα το φοβερότερο όλων δεν ήταν ο εμφύλιος, όπως νομίζει ο περισσότερος κόσμος, αλλά το τι επακολούθησε.

Η μετεμφυλιακή περίοδος ήταν το μεγάλο σιδέρωμα (με την έννοια της βίαιης τακτοποίησης, αλλά και της προκρούστειας προσαρμογής) της ελληνικής κοινωνίας, με εξορίες, με φυλακές, κυνηγητά, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, φακέλους κι όλα αυτά. Εκείνα τα χρόνια, μετά τον εμφύλιο, έγινε χειρότερο πογκρόμ. Τότε μπήκε ο γύψος!

Παρ’ όλα αυτά, την ώρα της βίας υπάρχουν ευθύνες παντού. Χρειάζονται δύο πλευρές για έναν εμφύλιο. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα ζευγάρια. Δεν υπάρχει ζευγάρι που να έχει χωρίσει και να φταίει ο ένας μόνο.

Κρ.Π.: Όταν ένα ζευγάρι φτάνει στον χωρισμό, τον συγκατασκευάζει, όπως συγκατασκεύαζε και τη σχέση του, νωρίτερα. Όμως, το αν θα τιμήσεις, και πώς, και πόσο, κάποιον που χώρισες, είναι άλλο θέμα…

Β.Ρ.: Ε, λοιπόν, η Δεξιά, δηλαδή ο νικητής του εμφυλίου, δεν σεβάστηκε καθόλου και δεν τίμησε καθόλου την Αριστερά, με την οποία ντεφάκτο συνυπήρχαν.

Οι Από Πάνω κέρδισαν στην αναμέτρηση και όχι μόνο δεν τίμησαν, αλλά αντίθετα ατίμασαν και εξανδραπόδισαν τους Από Κάτω που είχαν ηττηθεί. Αντί για ένωση και μάλιστα από έρωτα, το ζευγάρι των προνομιούχων και των μη-προνομιούχων έχει παρελθόν αβυσσαλέας φαγωμάρας εδώ σ’ εμάς. Έχουν ανοίξει μεγάλες πληγές, φανερές και κρυφές.

Κρ.Π.: Κι αν ένα… ζευγάρι δεν μπορεί να διαχειριστεί τα θέματά του φτάνοντας στο χωρισμό τιμώντας ο ένας τον άλλον, τότε πώς μπορεί να διαχειριστεί μια ολόκληρη κοινωνία τα θέματα της, τις διαφωνίες της;

Β.Ρ.: Ε, γι’ αυτό έχουμε φτάσει εδώ που φτάσαμε.-

image

“Η φωτογραφία του εξωφύλλου, αλλά και μία από τις τρεις συνολικά, που περιλαμβάνονται στο νέο μου μυθιστόρημα, Η πιο κρυφή πληγή.
image
Δεκέμβριος 1944, στα στενάκια της Πλάκας, και συγκεκριμένα στη γωνία των οδών Θέσπιδος και Σέλλεϋ – τα ονόματα διακρίνονται ψηλά, στους δύο τοίχους. Ο φωτογράφος παραμένει άγνωστος.” Β.Ρ.