«… Όλα ξεκίνησαν από μία φωτογραφία σε ένα ημερολόγιο με ένα κορίτσι που έπαιζε κουτσό. Την κοίταξα και σκέφτηκα, δεν είναι τόσο αθώο ως παιγνίδι. Τι σημαίνει να σε έχει το παιγνίδι με το ένα πόδι, με μία πέτρα που την οδηγείς από τετράγωνο σε τετράγωνο και μετά επιστρέφεις; Είδα μία προετοιμασία του ανθρώπου για τη ζωή…»
 
 

Ads

Παντελής Θαλασσινός και Κώστας Φασουλάς συνυπογράφουν μουσική και στίχους σε έναν απρόσμενο κύκλο τραγουδιών με τίτλο «Να’ ταν ο πόλεμος χορός».
 
Έναν κύκλο στον οποίον δέκα παραδοσιακά παιγνίδια –Σκλαβιά, Πεντόβολα, Πετροπόλεμος, Τυφλόμυγα, Πατίνι, Ξυλογαϊδάρα, Κούκλα, Μακριά Γαϊδούρα ή Ποταμός, Κουτσό και Κρυφτό– γίνονται τραγούδια, στην πραγματικότητα νήματα που μας ενώνουν με μια ζωή που μοιάζει, αλλά δεν είναι, ξεχασμένη.
 
 Το Tvxs συνομίλησε με τους δύο δημιουργούς, σε μία συνάντηση γεμάτη παιδικές απορίες, απρόβλεπτες δηλώσεις, γέλιο και νοσταλγία, αλλά και μία ενδιαφέρουσα διαπίστωση: «Το παραδοσιακό ελληνικό παιγνίδι είναι ακριβώς δίπλα στο δημοτικό τραγούδι. Το γεγονός ότι το επαναφέρουμε και του δίνουμε μία καινούργια ταχύτητα μέσα από τα τραγούδια αυτά, έχει μία γοητεία. Υπό την έννοια ότι πειράζουμε, ενοχλούμε την ταχύτητα του δικού μας καιρού…»  

 -Να ξεκινήσουμε από τα βασικά: Η «ξυλογαϊδάρα» πώς παίζεται; Και η λέξη «κισκιντάκια», που θα πει «πεντόβολα», από πού έρχεται;
 
Π.Θ.: Όχι κισκιντάκια… κισκιντάκια (σ.σ. λέει γελώντας, μιμούμενος την κρητική προφορά). Ε, λοιπόν, ξυλογαϊδάρα, παρότι είναι κρητικό παιχνίδι, έχω παίξει. Είναι σαν το σκοινάκι. Το κρατάνε δύο. Ο ένας κρατάει και μια μαγκούρα. Γυρίζει το σκοινάκι και όσο είσαι μέσα στο σκοινάκι, οι συμπαίκτες έχουν κάνει και μια μακριά γαϊδούρα. Όταν βγεις από το σκοινάκι προσπαθείς να αποφύγεις αυτόν που κρατάει τη μαγκούρα, γιατί θέλει να σε βαρέσει…
 
Κ.Φ.: Όχι, αυτό που λέει ο Παντελής, παίζεται στα νησιά του Αιγαίου. Στην Κρήτη παίζεται διαφορετικά….
 
Π.Θ.:… Τρέχει να προλάβει να ανέβει στη «μακριά γαϊδούρα» που έχουν κάνει οι άλλοι.
 
Κ.Φ.: Το παιγνίδι έχει αυτό το όνομα επειδή είναι δεμένοι, χειροδεμένοι, μεταξύ τους. Τα χέρια έχουν δεθεί και ο άλλος προσπαθεί να ιππεύσει τον αντίπαλο. Στην Κρήτη είναι λίγο διαφορετικό… Σε κάθε περίπτωση δεν κάναμε αυτά τα τραγούδια για τους νόμους, τους κανόνες τους (παρότι στο cd περιγράφονται). Είδαμε τον άλλο κόσμο τους. Τον αλληγορικό.
 
Π.Θ.: …Τα μηνύματα που κρύβουν μέσα τους. Μπορεί να είναι για παράδειγμα, ερωτικά -δεν εννοώ, να κρύβει ερωτισμό το παιγνίδι από μόνο του, εννοώ, την ώρα που έπαιζες ήθελες να είναι στο παιχνίδι ένα κορίτσι που σου άρεσε…
 
-Ναι, αλλά πριν από την αλληγορία, ας λυθούν οι απορίες. Και τα «κισκιντάκια»;
 
Κ.Φ.: Έτσι λέγονται στην Κρήτη τα πεντόβολα… Πεντέλιθα στην αρχαιότητα, καλαλλάτζια στο Βυζάντιο,  κισκιντάκια  στην Κρήτη, πεντόβολα –πέντε βόλοι.
 
-Και όλα ξεκίνησαν από μία φωτογραφία.
 
Κ.Φ.: Μία φωτογραφία σε ένα ημερολόγιο με ένα κορίτσι που έπαιζε κουτσό. Την κοίταξα και σκέφτηκα, δεν είναι τόσο αθώο ως παιγνίδι. Τι σημαίνει να σε έχει το παιγνίδι με το ένα πόδι, με μία πέτρα που την οδηγείς από τετράγωνο σε τετράγωνο και μετά να επιστρέφεις;
 
-Λίγο βασανιστικό…
 
Κ.Φ.: Ναι… Είδα μία προετοιμασία του ανθρώπου για τη ζωή. Πολλές φορές, ως ενήλικος, θα βρεθείς μόνος, με το ένα πόδι και θα πρέπει να μεταφέρεις την πέτρα που είναι η ίδια η ζωή από τετράγωνο σε τετράγωνο -σα να λέμε, από τη μία φάση της ζωής, στην επόμενη- γιατί μόνο έτσι θα προχωρήσεις. Με σόκαρε όταν το κοίταξα πιο προσεκτικά. Σκέφτηκα, τι λαϊκή σοφία κουβαλά αυτό το παιγνίδι. Και μετά λέω, μήπως υπάρχουν και άλλα παιγνίδια να τα αναζητήσω που να έχουν αυτόν τον κώδικα; Kαι είδα τη «σκλαβιά». Παιγνίδι «σκλαβιά», φαντάσου…
 
-Η οποία είναι;

 
Π.Θ.: Ένα είδος κυνηγητού. Πιάνεις τον άλλον, τον κρατάς αιχμάλωτο και οι άλλοι μπορούν να τον απελευθερώσουν.
 
Κ.Φ.: Άλλη αλήθεια αυτή. Προετοιμάζεις τον άνθρωπο για μία πραγματικότητα που θα συναντήσει επίσημα ή ανεπίσημα, την πραγματικότητα του σκλάβου -επίσης, τεράστιο θέμα… Ύστερα, ο πόλεμος, ο «πετροπόλεμος», που τον είδαμε ως εστία που υπηρετεί την αιώνια αντιπαλότητα, το «κρυφτό», το οποίο δεν είναι τίποτα άλλο -πάντα με τη δική μας τρέλα, τη δική μας ερμηνεία- παρά ένας τρόπος να σου δείξει η ζωή τους κρυμμένους σου φίλους και μαζί τους να φωνάξεις φτου ξελευτερία…
Όταν τα ολοκλήρωσα σκέφτηκα ότι η προσέγγιση τους, ως προς τη μελοποίηση, είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο. Ο κύριος από δω ευστόχησε (σ.σ. δείχνει τον Παντελή Θαλασσινό), γιατί είδε ότι, υπάρχει μία μυστική γέφυρα ανάμεσα σε αυτό που λέμε παιδική μνήμη και σε έναν ενήλικο κόσμο. Πάνω σε αυτή τη γέφυρα έγραψε ο Παντελής τα τραγούδια, που όταν τα άκουσα ολοκληρωμένα, τελειωμένα, ενθουσιάστηκα. Και το λέω, επειδή -παρότι τον Παντελή δεν τον φοβούμουν ως προς αυτό- έχω μία ανησυχία με τις ακαδημαϊκές προσεγγίσεις, τις αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι.

image
 
-Διάβασα ότι δουλεύατε τον δίσκο δυόμισι χρόνια.

 
Π.Θ.: Ο δίσκος ξεκίνησε δειλά δειλά. Έφτιαχνα τις πρώτες μελωδίες, στην αρχή με ένα όργανο, ζητώντας πάντα τη συγκατάθεση του Κώστα. Η αλήθεια είναι ότι του Κώστα του άρεσαν όλα, αλλά εμένα δεν μου άρεσαν και προσπαθούσα να τα αλλάξω. Ήξερα, ακόμη και στην αρχή, όταν δοκίμαζα μόνο με την κιθάρα, πώς θα τα ενορχηστρώσω και τι ρυθμό θα έχουν. Ο Κώστας δεν μπορούσε να τα φανταστεί σε τέτοιο βαθμό. Κάποια στιγμή άρχισαν οι πρόβες με άλλα δύο τρία όργανα, κάναμε μαζί μία δεύτερη ακρόαση και στην πορεία αλλαγές -αλλάξαμε κάποιους στίχους, μουσικές φράσεις- γι αυτό και πήρε δυόμισι χρόνια.
Η δουλειά δεν ήταν, άντε μωρέ, τα γράψαμε, να τα ακούσει ο κόσμος όπως είναι. Προσέχαμε το κάθετι. Γιατί; Επειδή ξέρουμε ότι θα τα ακούμε και μετά από δέκα χρόνια. Να μη λέμε, γαμώ το, δεν το αλλάξαμε αυτό, δεν μας άρεσε αλλά το αφήσαμε. Θέλαμε να είναι κέντημα. Πώς βλέπεις ένα κέντημα και αναρωτιέσαι, αυτό είναι λάθος, γιατί το άφησα και δεν το ξήλωσα; Έτσι.
 
Κ.Φ.: Μία κουβέντα που ερχόταν ξανά και ξανά είναι ότι, με τη δουλειά αυτή επαναφέρουμε στο σήμερα ένα κομμάτι του πολιτισμού μας. Το παραδοσιακό ελληνικό παιγνίδι είναι ακριβώς δίπλα στο δημοτικό τραγούδι. Το γεγονός ότι το επαναφέρουμε και του δίνουμε μία καινούργια ταχύτητα μέσα από τα τραγούδια αυτά, έχει μία γοητεία. Υπό την έννοια ότι πειράζουμε, ενοχλούμε την ταχύτητα του δικού μας καιρού. Αν λοιπόν, με τον δίσκο αυτόν, οδηγήσουμε κάποιους ανθρώπους -πέρα από την ακρόαση- στην αναζήτηση της πρωτογενούς αυτής περιοχής στην οποία βρίσκεται το ελληνικό παραδοσιακό παιγνίδι είναι για μας κέρδος. Ας δούμε τα κοιτάσματα αυτού του τόπου με έναν σύγχρονο τρόπο και όποιοι συμμαχήσουν μαζί μας. Μία από τις αποστολές του τραγουδιού είναι κι αυτή, νομίζω. Βρήκαμε μία καλή αφορμή για να μιλήσουμε μία άλλη γλώσσα.
 
Π.Θ.: Και επιπλέον, αξίζει να μην χαθούν… Έτσι μου ’ρχεται να μαζέψω δέκα ανθρώπους της ηλικίας μου και να βγούμε έξω και να αρχίζουμε να παίζουμε αυτά τα παιχνίδια. Να τα δουν και οι άλλοι και να πουν, μα τι κάνουν αυτοί; Ήμουν στο καράβι και έβλεπα κάποιους Ιταλούς να παίζουν ένα παιχνίδι και έλεγα, τι παιχνίδι είναι αυτό; Και τα παιδιά να αναρωτηθούν, πώς παίζεται αυτό;
 
Κ.Φ.: Η επαναφορά της περιέργειας…
 
Π.Θ.: Είναι ένας κόσμος που μόνο καλό κάνει. Ένα παιχνίδι που σε φέρνει σε επαφή με τον άλλον.
 
-Παιχνίδια της παρέας.
 
Π.Θ.: Της παρέας παιχνίδια υπάρχουν και σήμερα, παίζουν τα παιδιά παντομίμα. Ή, παιχνίδια γνώσης. Αλλά, τα παιχνίδια που περιγράφουμε είχαν κίνηση και επαφή.
 
-Ήταν όμως, παιχνίδια και της φτώχειας. Παίζονταν με το τίποτα.
 
Κ.Φ.: Eύστοχη παρατήρηση. Ίσως επειδή τελικά, η ανάγκη του καιρού που τα γέννησε κάνει τον άνθρωπο πιο σοφό, επινοητικό. Ο πετροπόλεμος, για παράδειγμα, ανθεί επί Τουρκοκρατίας. Είναι τυχαίο; Στην ουσία η κοινωνία έχει δεχθεί τον πόλεμο και ως παιγνίδι.
 
-Ποια ήταν τα δικά σας αγαπημένα;
 
Π.Θ.: Εμένα το αγαπημένο μου παιχνίδι δεν το έχουμε περιγράψει, ήταν η μπάλα (γέλια)…
 
-Κώστα, είσαι και εσύ ΑΕΚτζής;
 
Κ.Φ.: Παναθηναϊκός.
 
-Και κάνεις παρέα με τον φανατικό ΑΕΚτζή, Παντελή Θαλασσινό;
 
Κ.Φ.: Αγαπώ την ΑΕΚ πιο πολύ απ’ αυτόν… Ο Παντελής με λέει «μπανιστιρτζή της ΑΕΚ»… (γέλια)
 
-Ο τίτλος «Να’ ταν ο πόλεμος χορός» κρύβει μια ευχή;
 
Κ.Φ.: Μπορεί να μοιάζει με ευχή, αλλά δεν είναι. Λέμε ότι, εμείς τους πολεμιστές τους θέλουμε να χορεύουν και τους χορευτές να κοροϊδεύουν τον πόλεμο… Παρ’ όλα αυτά, ναι, ίσως παραμένει ευχή. Οι άνθρωποι αγαπάμε τις ευχές. Γιατί στο βάθος βάθος πιστεύουμε ότι μια μέρα θα πραγματοποιηθούν. Ότι κάποια δύναμη τελικά θα ρθει μαζί μας και θα πει, ας γίνει το χατίρι αυτής της ευχής.
 
 -Παντελή, η κόρη σου, Φαίδρα τραγουδά τον μονόλογο της κούκλας. Πόσο χρονών είναι; Με ποια παιχνίδια έπαιζε μικρή;
 
Π.Θ.: Η Φαίδρα είναι μεγάλη, 29 στα 30. Έπαιζε με τις κούκλες. Είναι ίσως, το πιο διαχρονικό από όλα τα παιχνίδια που περιγράφουμε. Που είναι επίσης, μοναχικό.
 
-Ποια από τα παιχνίδια προτιμούσαν τα αγόρια και ποια τα κορίτσια;
 
Κ.Φ.: Γυναικείο παιχνίδι είναι το κουτσό. Η κούκλα. Η τυφλόμυγα. Όλα τα άλλα είναι περισσότερο ανδρικά.
 
Π.Θ.: Εγώ έχω παίξει και τυφλόμυγα και κουτσό. Δεν έχει σημασία.
 
 -Έχετε κάνει και οι δύο επιτυχίες στη δισκογραφία, ωστόσο βγαίνετε με έναν κύκλο τραγουδιών, σε μία εποχή που η δισκογραφία έχει πεθάνει. Με ποιες προσδοκίες;
 
Κ.Φ.: Εάν οι δημιουργοί -και το έχουμε συζητήσει με τον Παντελή- βάλουμε στον μυαλό μας την πραγματικότητα της δισκογραφικής αγοράς, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, δεν θα ξαναγράψουμε τραγούδι. Ούτε θα ηχογραφήσουμε ξανά. Όταν ξεκινήσαμε τον δίσκο του είπα, λοιπόν, φίλε, ξεκινάμε σα να μην συμβαίνει τίποτα.
 
Π.Θ.: Αυτό που λέει ο Κώστας είναι εντελώς αλήθεια. Επικοινωνήσαμε με κάποιες εφημερίδες μήπως βάλουν τον δίσκο και ο Κώστας είπε «όχι! Θα προχωρήσουμε μόνοι μας. Ηρωικά. Τα τραγούδια μας δεν είναι για κάτι τέτοιο». 
 
 
-Η σειρά είναι: Κάνεις τον δίσκο, παίζουν τα τραγούδια στα ραδιόφωνα και τα γνωρίζει ο κόσμος, τα έχεις στα live, αλλά θέλεις και να πουλήσεις. Δεν θέλεις;
 
Π.Θ.: Για να πουλήσεις σήμερα πρέπει να γίνει ένα θαύμα. Αλλά και πάλι αναρωτιέσαι, τι προϊόν να πουλήσεις -cd, ηχογραφήματα μέσα από το ίντερνετ; Νομίζω ότι και ο κόσμος μπερδεμένος είναι… Θα ήθελε να έχει τα τραγούδια, αλλά… Εντωμεταξύ έχει αρχίσει να βγαίνει ξανά το βινύλιο… Όμως όλα -ό,τι συμβαίνει- είναι από λίγο. Κι από αυτό προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο κόσμος έχει απαξιώσει πλέον, τη μουσική.
 
Κ.Φ.: Δεν ξέρω εάν είναι θέμα απαξίωσης. Έχω μία πολύ σοβαρή υποψία ότι, έχει χαθεί ένας κώδικας, εννοώ σε σχέση με την επικοινωνία. Παρακμάζοντας η βιομηχανία -επειδή, κακώς ή κακώς, είχε στηθεί ένας κώδικας – πήρε μαζί της φεύγοντας και αυτόν τον κώδικα.
Ξαφνικά μείναμε σε αυτό που λέει ο Παντελής: Σε μία σχετικά αμήχανη στιγμή, όπου πια δεν ξέραμε ούτε εμείς οι ίδιοι ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσουμε το υλικό μας. Είναι το διαδίκτυο, ο ψηφιακός δηλαδή, τρόπος; Το cd; Τα live; Και εάν προκρίνει κανείς το διαδίκτυο, πόσο σοβαρό τελικά, είναι απέναντι μας όταν στο διαδίκτυο εμείς, ως δημιουργοί, δεν πληρωνόμαστε, δεν έχουμε δικαιώματα, για παράδειγμα; Ή, πόσο σοβαρό είναι το διαδίκτυο όταν βλέπεις τραγούδια με πολλά views και δεν τα ξέρει ο κόσμος; Θέλω να πω, υπάρχουν αναντιστοιχίες, ανακολουθίες. Όλο αυτό μοιάζει με γρίφο. Και με τον γρίφο αυτόν παίζουμε επί της ουσίας στον καιρό μας.
Όμως, το βασικό ζήτημα είναι αυτό που είπα πριν, αλίμονο εάν υιοθετήσουμε την πραγματικότητα και με βάση αυτά τα δεδομένα πούμε, δεν αξίζει πια να γράφουμε τραγούδια. Όχι, αξίζει γιατί κάνουμε το χατίρι της ψυχής μας.
 
Π.Θ.: Στην ουσία ένας δίσκος σήμερα γίνεται για να δηλώσεις ένα «παρών». Να πεις ότι υπάρχεις. Εννοώ, ως οργανισμός δημιουργικός. Πιστεύω μάλιστα, ότι τώρα δημιουργούμε ωραιότερα πράγματα από ό,τι όταν ήμαστε μικροί. Ένας στιχουργός πρέπει να έχει μια ηλικία για να γράψει έναν στίχο καλό. Ένας συνθέτης αντίστοιχα, αντί να βάζει, να προσθέτει, από μία ηλικία και μετά, καταλαβαίνει ότι πρέπει να αφαιρεί. Συνεπώς, αξίζει να βγάζουμε καινούργια τραγούδια, ανεξάρτητα από το εάν ο κόσμος δεν θέλει πια να το ψάξει. Και για να επιστρέψω στο ίντερνετ, δεν είναι σωστό να κυκλοφορείς ένα τραγούδι στο ίντερνετ, σε τέτοια ψηφιακή ελεεινή μορφή. Γιατί είναι ελεεινή η ποιότητα του ήχου.
 
Κ.Φ.: Αυτό είναι κάτι που αγνοούν οι ακροατές…
 
Π.Θ.: Δίνουμε μερικές χιλιάδες ευρώ για να ηχογραφήσουμε σε καλή μορφή τα τραγούδια μας, τα μετατρέπουν κάποιοι σε mp3 και τα ανεβάζουν στο ίντερνετ. Έτσι διακινείται.
 
-Πόσο «χάνει» δηλαδή, ένα τραγούδι, ποια είναι η απώλεια της ποιότητας του ήχου;
 
Π.Θ.: Η απώλεια είναι της τάξης του 70%.
 
-Που σημαίνει, δεν είναι πια το ίδιο τραγούδι.
 
Π.Θ.: Ακούς μόλις ένα 30% από αυτό που είναι η πραγματική ηχογράφηση.
 
Κ.Φ.: Είναι σα να ακούς το τραγούδι από ένα ραδιοφωνάκι παλιάς κοπής, ένα ραδιοφωνάκι του περιπτέρου.
 
Π.Θ.: Ένα τραγούδι που παίζει σε μπαρ από mp3, ακόμη και τα καλύτερα μηχανήματα να έχει, ακούγεται χάλια…
 
-Πώς γνωριστήκατε;
 
Π.Θ.: Μέσω φίλων. Θεωρώ ότι ο σύνδεσμος μας είναι ο Βασίλης Σκουλάς.
 
Κ.Φ.: Όχι, δεν θυμάσαι καλά. Σύνδεσμος μας ήταν ο ακριβός μας φίλος Ηλίας Κατσούλης.
 
-Ήμουν σίγουρη…
 
Π.Θ.: Ναι, καλά… Εννοώ όταν συνεργαστήκαμε…
 
Κ.Φ.: Κοίτα, δεν θυμάται… Ο άνθρωπος που του είπε, Παντελή, από δω ο Κώστας Φασουλάς, ήταν ο Ηλίας Κατσούλης. Ήμουν τότε στην αρχή της δισκογραφίας μου, ο Παντελής είχε ήδη κάνει αρκετά τραγούδια με τον Ηλία και επειδή ο Ηλίας ήταν μεγαλόψυχος -πάντα- κι εγώ του έλεγα, τι ωραία τραγούδια κάνει ο Θαλασσινός, θα ήθελα να δουλέψω κάποια στιγμή μαζί του, μου λέει, θα σου τον γνωρίσω.
 
-Η δική σου εκδοχή, Παντελή;
 
Π.Θ.: Πιο πολύ είχαμε γνωριστεί σε στιγμές εκτός δουλειάς, σε συναντήσεις της παρέας –με τον Σκουλά, τον Πάρη Περυσινάκη την εποχή που ήταν στην ορχήστρα μου, όταν κατεβαίναμε στην Κρήτη…. Η πρώτη μας γνωριμία πάντως, ήταν στον Ιανό.
 
Κ.Φ: Ήταν στη Φιλελλήνων… Το πρώτο τραγούδι που είπε ο Παντελής σε στίχους δικούς μου είναι ένα τραγούδι σε μουσική του Χαΐνη Δημήτρη Αποστολάκη «Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας». Μετά είπε σε στίχους μου κάποια άλλα τραγούδια, το 2009 είχαμε κάνει έναν δίσκο στον Μανώλη Λιδάκη, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι είναι ένας άνθρωπος της ζωής μου. Φίλος, αδελφός μου.
 
Π.Θ.: … Γιατί πρώτα πρώτα ψάχνουμε ανθρώπους να ζούμε μαζί, δεν ψάχνουμε ανθρώπους για να κάνουμε συν-εργασίες. Ψάχνουμε ανθρώπους για να συμπληρώνουμε τη ζωή τους και να συμπληρώνουν τη δική μας…
 
 
Αφιερώνουμε αυτή τη δουλειά στα παιδιά, που δεν έπαιξαν και ζωγράφιζαν μελανιές και γρατζουνιές με μαρκαδόρους!
 
Παντελής Θαλασσινός – Κώστας Φασουλάς
 
Τραγούδια: 
 
1. Αιχμάλωτοι και σκλάβοι (Σκλαβιά)
2. Κισκιντάκια (Πεντόβολα)
3. Να’ ταν ο πόλεμος χορός (Πετροπόλεμος)
4. Μεγάλωσα με όνειρα (Τυφλόμυγα)
5. Μάνα μου, κάνε το σταυρό σου (Πατίνι)
6. Σάλταρε και μη φοβάσαι (Ξυλογαϊδάρα)
7. Ο μονόλογος της κούκλας
8. Ξέρω έναν άγριο ποταμό (Μακρυά Γαϊδούρα)
9. Η μοναξιά με το ένα πόδι (Κουτσό)
10. Έλα ψυχή μου φανερώσου (Κρυφτό)
 
Τραγουδούν: Παντελής Θαλασσινός, Νάνα Μπινοπούλου, Φαίδρα Θαλασσινού
 
 
 

Ads