«Τις νταλίκες, τις γράψαμε με τον Ρασούλη. Είχε ένα κατεβατό από στίχους ως συνήθως… και έπρεπε να διαλέξω. Έτσι, επέλεξα αυτούς τους στίχους για ρεφραίν και τα κουπλέ, και όντως, συμφώνησε. Στο τέλος, όμως, ήθελε να το βγάλουμε από τον δίσκο. Δεν του άρεσε το τραγούδι… » Ο συνθέτης Χρήστος Νικολόπουλος μιλά για τις «Νταλίκες» του Μάνου Ρασούλη, το τραγούδι «Στων Αγγέλων τα μπουζούκια» του Μάνου Ελευθερίου, το «Μη μιλάς μη γελάς κινδυνεύει η Ελλάς» του Λευτέρη Παπαδόπουλου, αλλά και για το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» του ΛοΪζου και τον Ζαμπέτα, στην Κρυσταλία Πατούλη, για τη στήλη “Μια φορά κι ένα τραγούδι” του tvxs.gr.

Ads

 
Εκείνη την εποχή, φτιάχναμε περισσότερα από 12 τραγούδια για κάθε cd. Και πάλι όμως, συνέβη να έχουμε σε αυτό το δίσκο περισσότερα από όσα χρειάζονταν. Του Ρασούλη, λοιπόν, δεν του άρεσε, και μου λέει «Άστο μωρέ, αυτό. Δεν είναι πολύ ωραίο». Εκείνη τη στιγμή, καθόμασταν στο σαλόνι του σπιτιού και περνάει η γυναίκα μου και μας λέει «Μα, αυτό το τραγούδι θα βγάλετε; Αυτό είναι επιτυχία!». Αλλά και του Ζαμπέτα του άρεσε πολύ και μου έλεγε ότι αν έβαζα ερωτικό στίχο «θα ήταν 2 φορές σουξέ!». Το τραγούδι αυτό, όμως, ήταν σαν… κινηματογραφική ταινία.

Μετά από δύο χρόνια, εμφανιζόμουν σε ένα κέντρο στο Γαλάτσι που το είχαν ονομάσει «Νταλίκες» και πραγματικά ήταν το ξεκίνημα μου σε κάτι εντελώς προσωπικό, δηλαδή άρχισε να με υπολογίζει περισσότερο ο χώρος, ο κόσμος και τα μέσα. Από το ’85 μέχρι το ’88, είχαμε τόσο μεγάλη επιτυχία που δεν είχε ξανασυμβεί παρόμοια… Δουλεύαμε 6 μέρες την εβδομάδα κι αν έπαιρνε κάποιος τηλέφωνο, ήταν “κλεισμένο” για 15 μέρες.

Για ένα διάστημα έγραφα λαϊκά τραγούδια με μια συγκεκριμένη δομή. Μου άρεσε όμως να κάνω καινοτόμα πράγματα, να διαφέρουν από τα συνηθισμένα.
Τότε ήταν που άρχισε και ο Ρασούλης να γράφει με αυτό τον ανατρεπτικό στίχο, με διαφορετικά μέτρα, με διαφορετική κατάληξη…

Ads

Με προσέγγισε κάποια στιγμή σε ένα στούντιο που γράφαμε τα «Δήθεν», γιατί τότε έπαιζα μπουζούκι και για άλλους συνθέτες, και μου είπε «Τι θα γίνει; Θα γράψουμε κάτι μαζί;». Έτσι, μου έδωσε αυτούς τους στίχους που πραγματικά μου τσίγκλησαν την έμπνευση μου και κάναμε αυτόν τον δίσκο που χάλασε κόσμο, με την πρωτοτυπία ότι συμμετείχαν πολλοί τραγουδιστές μαζί, γιατί τότε δεν συνέβαιναν τέτοια πράγματα, ήταν αποκλειστικά σε μια εταιρεία ο κάθε τραγουδιστής και όλοι οι δίσκοι του ήταν προσωπικοί.
Αλλά και από όλους τους στιχουργούς, ο Ρασσούλης μου ήταν ιδιαίτερα αγαπητός, μαζί με όλες τις διαφωνίες που είχαμε, όπως ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αλλά και ο Πυθαγόρας με τον οποίο έχω γράψει 30 τραγούδια. Βέβαια, υπάρχουν και νεότεροι στιχουργοί που είναι πολύ καλοί όπως ο Παπαδάκης, ή ο Λευτέρης Χαψιάδης που γράψαμε το «Μια είναι η ουσία» με τη Χαρούλα Αλεξίου.

Το τραγούδι «Στων αγγέλων τα μπουζούκια» που γράψατε το 1995;
Το αγαπώ πολύ γιατί είναι σαν διήγηση, σαν να αφηγείται κάποιος μια ιστορία. Αυτό συμπεριλαμβανόταν και σε έναν δίσκο που γράψαμε στο εξωτερικό, το 2001 που λεγόταν «Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 2000» και την παραγωγή την είχε κάνει ο Χατζηδουλής.
Το είχαμε επιλέξει, επειδή συνήθως βάζαμε ένα ορχηστρικό, πάντα, στις καλές δουλειές που κάναμε. Μετά, όμως, ακούγοντάς το, αλλάξαμε άποψη… δηλαδή, ότι θα ήταν καλό να μπει και στίχος σε αυτή τη μουσική, οπότε είπαμε «Δεν βρίσκουμε τον Μάνο Ελευθερίου μήπως βγει κάτι;». Όταν έγραψε και τους στίχους, γεννήθηκε και η ιδέα, το μισό τραγούδι να το πει γυναίκα και το μισό άντρας.

Το «υπάρχω», που κυκλοφόρησε το 1975, τι ιστορία έχει;

Και αυτό έχει μια μικρή ιστορία. Το είχα αρχικά σαν μελωδία. Πολλές φορές συνέβαινε να γράφουμε οι συνθέτες τέσσερις π.χ. μελωδίες, για να τις πάμε στον παραγωγό, ώστε να επιλέξει αυτή που του αρέσει περισσότερο και μετά το δίναμε στον στιχουργό και έγραφε πάνω της τον στίχο.

Το είχα στείλει, λοιπόν, σε μια εταιρία, την Polygram, σε έναν παραγωγό που λεγόταν Νίκος Καραγιάννης και είχε για 4-5 μήνες στα χέρια του τις μελωδίες αλλά δεν μου είχε πει τίποτα. Όταν ολοκληρώθηκε όλος ο δίσκος, το  το έπαιξε στον Καζαντζίδη και του άρεσε, όμως στην αρχή επειδή το τραγούδι είναι αργό σλόου-ροκ, είχε κάποιους δισταγμούς. Χρειάστηκε λίγο καιρό για να καταλάβει ότι είναι ένα λαϊκό τραγούδι, και τελικά τον ενθουσίασε. Έτσι, είπαμε και στον Πυθαγόρα και έγραψε τον στίχο, ο οποίος «έδεσε» στη μουσική του πάρα πολύ.
Είναι η δομή του τραγουδιού αυτή. Μουσική και στίχος να δέσουν. Αλλιώς αποτυγχάνει το τραγούδι. Και μπαίνει μετά και ο τραγουδιστής… στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Καζαντζίδης. Εκεί, φαίνεται και το μεγαλείο ενός τραγουδιού. Όταν ολοκληρώνεται, όταν τραγουδιέται. Από κει και πέρα αρχίζει η μίξη, και όλα παίζουν το ρόλο τους. Αυτή είναι η ιστορία του «υπάρχω».

Το έχει ερμηνεύσει καταπληκτικά νομίζω και ο Πουλικάκος, με διαφορετικό τρόπο, και το λέει σε κάθε συναυλία του.

Ναι, το είπε ροκ! Μου αρέσει και μένα όπως το λέει. Μια άλλη άποψη…

Αλλά όλα τα τραγούδια έπαιξαν ένα ρόλο στις εποχές τους. Θυμάμαι όταν έγραψα το «μη μιλάς, μην γελάς, κινδυνεύει η Ελλάς» το 1989, σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, ήταν μια περίοδος που άρεσαν τα λάτιν, και μου είπαν από την εταιρία «κάνε ένα δίσκο με τον Νταλάρα που να έχει τέτοια…χρώματα».

Και έκανε ρεκόρ πωλήσεων…
Ναι, ο συγκεκριμένος δίσκος, είχε πουλήσει 300.000, τότε, και είχε το χαρακτηριστικό ότι είχε… χρώματα λάτιν.

Μετά όλα αυτά τα τραγούδια τα παρουσιάσαμε και σε συναυλίες. Εκεινες, ήταν χρυσές εποχές για μας, και κάναμε σειρά συναυλιών. Δηλαδή, εκείνα τα χρόνια που γραφτήκαν αυτά τα τραγούδια, είχε κανείς το περιθώριο να κάνει πολλά πράγματα για να τα παρουσιάσει, είχαν και την αποδοχή του κόσμου, τα μέσα ενημέρωσης ήταν πιο λίγα, και υπήρχε το αισθητήριο του παραγωγού που ήταν ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για να διαλεχτεί ένα τραγούδι. Υπήρχε, δηλαδή, περιθώριο να κάνουμε συναυλίες, να συνεντεύξεις, και πωλήσεις υπήρχαν….

Και τώρα;

Τώρα δεν υπάρχει τίποτα, είναι όλα στο μηδέν. Γι αυτό τα είπα και όλα αυτά.

Οι εταιρίες δίσκων, είναι κερδοσκοπικές εταιρίες και αν δεν κερδίζουν χρήματα δεν επενδύουν σε νέους, ούτε σε καλές δουλειές, ούτε σε τίποτα. Τώρα είμαστε στο σημείο αυτό. Δεν υπάρχει τίποτα. Και να βγάλουμε μια καλή δουλειά, δυστυχώς, μετά, εγώ απογοητεύομαι. Και τα ραδιόφωνα παίζουν κάποια πράγματα που δεν με εκφράζουν. Βάζουν τραγούδια επειδή τους πληρώνουν κάποιοι, με play list. Είναι καθαρή εξαγορά.

Ποιος στίχος ήταν αυτός που σας, σας άγγιξε περισσότερο, που… πέσατε πάνω στα λόγια και είπατε «εδώ θέλω να βάλω οπωσδήποτε τη μουσική»;

Μου άρεσε ένα τραγούδι, πάλι, του Ρασσούλη, που είναι μέσα σ’ αυτόν το δίσκο, «Το πιο παράξενο τραγούδι που έχω πει», και βέβαια, το «Παίξε Χρήστο επειγόντως» που το είχε γράψει για μένα.
 

Έχετε κάποια ιστορία να διηγηθείτε από το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας», που έγραψε ο Λοϊζος, για την ταινίαΕυδοκία” το 1971, και εσείς παίζατε μουσική; Λέγεται ότι ο Μίκης Θεοδωράκης έχει πει, πως θα μπορούσε να είναι ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας από τη Μεταπολίτευση και μετά…

Μπορεί να έχει λογική αυτό που είπε. Γιατί, εγώ που το παίζω αυτό το ζεϊμπέκικο, και βλέπω την αντίδραση του κόσμου, μόλις ξεκινάει η εισαγωγή, βλέπω πόσο μέσα στο αίμα του έλληνα. Πετάγονται επάνω, αμέσως μόλις το ακούνε.

Θυμάμαι τις στιγμές που το γράφαμε. Τότε ο Λοίζος δούλευε με έναν τρόπο, δηλαδή, τα δημιουργούσε κάποια πράγματα, ουσιαστικά μέσα στο στούντιο, όπως έκανε συνήθως και ο Ζαμπέτας, με τον οποίο, επίσης είχα παίξει πάρα πολλές φορές.

Είχε, λοιπόν, ο Λοϊζος τις «φράσεις», τη μουσική, μέσα στο νου του και σιγά σιγά δείχνοντας μας, πήρε σάρκα και οστά το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» και ολοκληρώθηκε.

Μετά, ο Λοίζος επειδή έψαχνε πάρα πολύ τους ήχους και τον τρόπο που θα παίζει ο καθένας μας κλπ. οπότε προβληματιζόταν για το τι όργανο θα έβαζε στο 1ο μέρος της εισαγωγής.

Γι αυτό μας έλεγε, «Για καθίστε να δούμε εδώ, τι όργανο να βάλουμε;».

Εκείνη την ημέρα ήταν και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος μαζί μας στο στούντιο και και λέει «Βάλε τον τζουρα του Μουλφουζέλη να παίζει». Ένα όργανο που είχε ο ρεμπέτης ο Μουλφουζέλης, το οποίο συμπτωματικά τον είχε χαρίσει στον Παπαδόπουλο.

Του άρεσε του Λοίζου η ιδέα, και στείλαμε αμέσως κάποιον στο σπίτι του Λευτέρη, να φέρει τον τζουρά και έτσι μπήκε στο 1ο μέρος, στη φράση της εισαγωγής… «τάν ταραραραρα…», ενώ στο 2ο μέρος παρέμεινε το μπουζούκι.

Και έγινε ένας «διάλογος» μεταξύ των οργάνων αυτών, μουσικός διάλογος εννοώ. Με αυτόν τον τρόπο, και εύκολα, ολοκληρώθηκε αυτό το κομμάτι και είχε πολύ μεγάλη επιτυχία, αυτό το πάντρεμα αυτών των 2 ήχων.

Όλα αυτά τα όργανα σαν τον τζουρά, τα έγχορδα, έχουν ελληνική προέλευση. Από την Πανδουρίδα που έπαιξαν οι σειρήνες στον Οδυσσέα και τον μάγεψαν… που λέει η μυθολογία. Υπάρχει και ένα ανάγλυφο στον παλιό μουσείο που γράφει «Η Πανδουρίδα», ένα έγχορδο, σαν μαντολίνο, ας πούμε.

Τα σύγχρονα χρόνια αυτά τα όργανα έγιναν γνωστά από τους Μικρασιάτες που έφεραν εδώ αυτή την οικογένεια των οργάνων, τζουράδες, μπουζούκια κλπ. Ο τζουράς είναι ένα όργανο της οικογένειας των ταμπουράδων, όπως ονόμαζαν κάποτε όλα τα έγχορδα όργανα. Αυτή η «οικογένεια» συμπεριλαμβάνει πολλά

Πόσες… χιλιάδες τραγούδια έχετε γράψει;

Στο σύνολο, έχω γράψει γύρω στα 1.600 τραγούδια με τις πρώτες εκτελέσεις, και με τις δεύτερες είναι κάπου 1.800.Τώρα, ετοιμάζω μία νέα δουλειά με τίτλο «Μην της μιλάς της μοναξιάς στον ενικό» που τραγουδά η Σοφία Παπάζογλου.

Που θα είστε φέτος;

Θα είμαι σε έναν χώρο σαν μουσική σκηνή, που λέγεται Ρυθμός Stage, και βρίσκεται στην Βουλιαγμένης. Θα ξεκινήσουμε στις 18 Νοεμβρίου, για 2 μήνες.

 

Με τα φώτα νυσταγμένα ( Οι νταλίκες )

Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης
Μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Σαρρής

Με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά
τριγυρνάνε οι νταλίκες στην Αθήνα
στα λιμάνια, στους σταθμούς, στην αγορά
ό,τι ψάχνεις στη ζωή να βρεις ξεκίνα.

Σ’ έχω δει πολλές φορές να τριγυρνάς
στο λαβύρινθο της πόλης σαν χαμένος
το σακάκι σου στον ώμο να κρατάς
κι όλους όσους δεν θυμούνται φορτωμένος.

Σα σκηνές από ταινία “προσεχώς”
μοιάζεις μέσα στις στροφές αυτού του νόστου
δυο γενιές χαμένες πίσω δυστυχώς
κι η Αθήνα μια μητρόπολη του νότου.

Δίσκος Οι νταλίκες (1983)