“Τίποτα δεν είναι πλέον όπως παλιά, θα σας δείξουμε εμείς!” φώναξε ο αστυνομικός με πολιτικά καθώς πέρναγε τις χειροπέδες πίσω στην πλάτη της 26χρονης δημοσιογράφου Beyza Kural την ώρα που εκείνη κάλυπτε διαδήλωση από φοιτητές του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης που διαμαρτύρονταν για το YOK ( Συμβούλιο Ανώτατης Εκπαίδευσης). Πριν τις περάσουν τις χειροπέδες, η  Beyza πρόλαβε να βγάλει να δείξει τη δημοσιογραφική της ταυτότητα λέγοντας ότι ήταν δημοσιογράφος. Αλλά της άρπαξαν την ταυτότητα από τα χέρια καθώς ένστολοι αστυνομικοί βοηθούσαν τους άλλους με τα πολιτικά να της περάσουν τις χειροπέδες. 

Ads

Περίπου 40 ή 50 φοιτητές διαδήλωσαν έξω από το χώρο του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης στην περιοχή Βαγιαζίτ, στο κέντρο της Πόλης, κρατώντας ένα πανό που έγραφε «Η νεολαία δεν θα υποχωρήσει, το YOK και το Παλάτι θα πέσουν» με την ευκαιρία της 34ης  επετείου από την ίδρυση του YOK, ενός  οργάνου που είχε συσταθεί από τη στρατιωτική χούντα στις αρχές της δεκαετίας του 1980, για να εποπτεύει τα πανεπιστήμια. Υπήρχε τουλάχιστον διπλάσιος αριθμός αστυνομικών από φοιτητές για να σταματήσει τη διαμαρτυρία. Σε πολλούς φοιτητές τοποθετήθηκαν επίσης χειροπέδες και μεταφέρθηκαν με λεωφορεία της αστυνομίας.

“Το λεωφορείο ήταν τόσο γεμάτο που δεν μπορούσα να χωρέσω καθώς με έσπρωχναν για να μπω”, θα πει αργότερα η Beyza στην τηλεόραση. “Με άφησαν ελεύθερη όταν παρενέβησαν άλλοι δημοσιογράφοι», πρόσθεσε.

Ήταν ένα συνηθισμένο περιστατικό, εκτός από το ότι το σχόλιο του αστυνομικού με πολιτικά έγινε μολις  πέντε ημέρες μετά τις πρόωρες εκλογές κατά τις οποίες το κυβερνών AKP (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης), πέτυχε μια συντριπτική νίκη στην Τουρκία αποσπώντας 317 από τις 550  εδρες της τουρκικής εθνοσυνέλευσης. Ηταν μια αύξηση 59 εδρών, γεγονός που έδωσε την απόλυτη πλειοψηφία στο ΑΚΡ.

Ads

Στις 7 Ιουνίου, το AKP είχε  πάρει μόνο το 40,9 τοις εκατό των ψήφων χάνοντας την πλειοψηφία του στο κοινοβούλιο. Κατά τη διερευνητική διαδικασία μεταξύ των κομμάτων δεν μπόρεσε να επιτευχθεί καμία συμφωνία για κυβέρνηση συνασπισμού. Το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP) αρνήθηκε να συμμετάσχει σε οποιασδήποτε μορφή κυβερνητικής συμμαχίας. Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), διεξήγαγε μακρές διαπραγματεύσεις επί σχεδόν ένα μήνα με το ΑΚΡ, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το φιλοκουρδικό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (HDP) δεν κλήθηκε καν από τον Πρωθυπουργό της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου, παρά το ότι είχε δύναμη 80 βουλευτών. Και έτσι η Τουρκία οδηγήθηκε σε προωρες ή  επαναλλειπτικές  εκλογές την 1η  Νοεμβρίου.

Ήταν φανερό από την αρχή ότι ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν θα δεχόταν τη συμμετοχή οποιουδήποτε κόμματος της αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση. Πριν από τις εκλογές του Ιουνίου μάλιστα είχε ζητήσει επανειλημμένα από το λαό να εκλέξει 400 βουλευτές χωρίς να κατονομάζει κανένα κόμμα, διότι το σύνταγμα προβλέπει ότι ο πρόεδρος θα πρέπει να είναι αυστηρά υπερκομματικός, άρα δεν θα έπρεπε να υποστηρίξει ανοικτά κανένα κόμμα. Όμως ο Ερντογάν δεν μάσησε τα λόγια του όταν χρειάστηκε να επιτεθεί εναντίον και των τριών κομμάτων της αντιπολίτευσης και το έκανε πολλές φορές στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στις δυο εκλογικές αναμετρήσεις. Ηταν προφανές ότι ήθελε από όλους τους τούρκους ψηφοφόρους να ψηφίσουν το ΑΚΡ.

“Δώστε 400 βουλευτές και αφήστε αυτό το θέμα να επιλυθεί ειρηνικά”, δήλωνε ο Ερντογάν στο λόγο του στο Γκαζιαντέπ πριν από τις εκλογές του Ιουνίου.

Όταν το ΑΚΡ έχασε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία μετά τις εκλογές του Ιουνίου έγινε χαμός. Ο Yalcin Akdogan, αναπληρωτής πρωθυπουργός, έριξε αμέσως τα βέλη του. “Τώρα  μπορούν να κάνουν ταινία την ειρηνευτική διαδικασία”,δήλωσε εννοώντας τους Κούρδους. Ο ίδιος ο Ερντογάν δήλωσε ότι η διαδικασία λύσης του Κουρδικού διακόπτεται.

Στις 20 Ιουλίου ένας βομβιστής αυτοκτονίας σκότωσε 32 νέους στο Suruc κοντά στα σύνορα με τη Συρία. Τα θύματα προέρχονταν από ομάδα περίπου 300 νεαρών ανδρών και γυναικών που είχαν έρθει από όλη την Τουρκία για να περάσουν στο Κομπάνι εντός της Συρίας και να βοηθήσουν στην οικοδόμηση της κουρδικής πόλης που είχε μετατραπεί σε  ερείπια από τους τζιχαντιστές του ΙSIS. Είχαν φέρει παιχνίδια για τα παιδιά των θυμάτων της πόλης. Ακολούθησε την άλλη μέρα η εν ψυχρώ δολοφονία δύο αστυνομικών ενώ κοιμόνταν στο σπίτι τους στο Ceylanpinar, μια πόλη στην επαρχία της Σανλιούρφα, όπως το Suruc. Οι δολοφονίες αποδόθηκαν στο PKK (Κουρδικό Εργατικό Κόμμα), παρά το γεγονός ότι η επίθεση έγινε κάτω από περίεργες συνθήκες. Σχεδόν αμέσως μετά, η τουρκική κυβέρνηση έδωσε εντολή στην πολεμική αεροπορία να αρχίσει βομβαρδισμούς εναντίον θέσεων του ΡΚΚ στην Τουρκία και το Βόρειο Ιράκ. Το PKK ανταπέδωσε με επιθέσεις σκοτώνοντας αστυνομικούς και στρατιώτες στις κουρδικές περιοχές.

Η πιο αιματηρή τρομοκρατική επίθεση στην πρόσφατη ιστορία της Τουρκίας συνέβη στις 10 Οκτωβρίου στην πρωτεύουσα της Τουρκίας, την Άγκυρα. Δύο βομβιστές αυτοκτονίας αυτοεξερράγησαν μέσα σε δευτερόλεπτα ο ένας από τον άλλον, μπροστά από το σιδηροδρομικό σταθμό της Άγκυρας τη στιγμή που δεκάδες χιλιάδες μέλη και εκπρόσωποι κομμάτων της αριστεράς, συνδικάτων και επαγγελματικών οργανώσεων είχαν συγκεντρωθεί για μια μεγάλη διαδήλωση ζητώντας ειρήνη.  Σκοτώθηκαν 102 και τραυματίστηκαν πάνω από 400.

Εν τω μεταξύ, πολλές πόλεις στις κουρδικές περιοχές, όπως το Cizre και το Σιρνάκ κηρύχθηκαν απαγορευμένες περιοχές με ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας να διεξάγουν «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» όπως τις ονόμασαν κατά των ανταρτών του ΡΚΚ σκοτώνοντας δεκάδες αμάχους, μεταξύ των οποίων παιδιά, γυναίκες και ηλικιωμένους.

Όπως είχε προβλεφθεί από τον Ερντογάν και άλλα κορυφαία μέλη του AKP, το χάος κυρίευσε όλη τη χώρα, επειδή ο λαός δεν εξέλεξε 400 βουλευτές για το κυβερνών κόμμα.

Μάλιστα, σε μια τηλεοπτική συνέντευξη τον περασμένο Σεπτέμβριο, πριν από τη σφαγή στην Άγκυρα, ο Ερντογάν είχε πει: «Αν είχαν δοθεί (ενν. ψηφιστεί) οι 400 βουλευτές τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά.”

Το μυστικό του αριθμού 400 είναι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία των δύο τρίτων που απαιτείται για συνταγματικές τροποποιήσεις. Εάν 330 βουλευτές ψηφίσουν για τροποποίηση του συντάγματος, ο πρόεδρος μπορεί να φέρει την απόφαση στο λαό για να την εγκρίνει μέσω δημοψηφίσματος.

Αυτή τη στιγμή ο Ερντογάν χρειάζεται άλλους 13 βουλευτές για να ψηφίσουν υπέρ του, προκειμένου να υλοποιηθεί η επιθυμία του να γίνει ο πανίσχυρος πρόεδρος της Τουρκίας με βάση ένα “σύστημα προεδρικής δημοκρατίας τουρκικού στιλ”.

Η υποκρισία της ΕΕ

Εκτός από το χάος και το λουτρό αίματος που βοήθησαν το AKP να κερδίσει μεγαλύτερη στήριξη από το λαό, ρόλο έπαιξε και η επιλογή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μην επικρίνει τις παραβιάσεις της τουρκικής κυβέρνησης στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας του Τύπου και άλλες ενέργειες  που αντίκεινται στα κριτήρια της Κοπεγχάγης, όπως το κράτος δικαίου, την προστασία και τον σεβασμό των μειονοτήτων κ.λπ.

Πιθανότατα η Ευρωπαϊκή επιφυλακτικότητα να οφείλεται στη μαζική ροή προσφύγων από τη Συρία και άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής προς τη Δύση. Η Τουρκία είναι η πρώτη στάση στο δρόμο τους προς την Ευρώπη και οι αξιωματούχοι της ΕΕ δεν θα ήθελαν να ενοχλήσουν την τουρκική κυβέρνηση, εν αναμονή μιας συμφωνίας μαζί της για να κρατήσει τους πρόσφυγες στο έδαφός της.

Η επίσκεψη της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ στην Τουρκία στις Oct.19 λιγότερο από δύο εβδομάδες πριν από τις εκλογές, θεωρήθηκε ως μια κίνηση υποστήριξης προς τον Ερντογάν και τον Νταβούτογλου.

Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου Speak-UP3 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις 4 Νοεμβρίου στις Βρυξέλλες, η Ulrike Lunacek,αναπληρώτρια πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επέκρινε το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν δημοσίευσε την έκθεση προόδου της Τουρκίας παρά μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου.

“Θα έπρεπε να είχαμε δημοσιεύσει την έκθεση προόδου για την Τουρκία πριν από τις εκλογές όχι μετά. Ακόμα κι αν αντιμετωπίζουμε μια προσφυγική κρίση, θα έπρεπε να είχαμε διατυπώσει τις επικρίσεις μας όσον αφορά αυτό το συγκεκριμένο τομέα. Εγινε μια επιδρομή της αστυνομίας σε ένα τηλεοπτικό κανάλι της αντιπολίτευσης και μια εφημερίδα και μετά από αυτό, από τα ίδια αυτά μέσα, εκπέμπεται  κυβερνητική προπαγάνδα. Θα πρέπει να γίνει αυστηρή κριτική για αυτό”, δήλωσε η Lunacek.

Αναφερόταν στην κατάληψη του τηλεοπτικού καναλιού Bugün και της εφημερίδας Bugün τρεις ημέρες  πριν τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου στα πλαίσια εισαγγελικής εντολής για την τοποθέτηση σε αναγκαστική διαχείριση του επιχειρηματικού ομίλου Ipek-Koza  και τον διορισμό επιτρόπων στα μέσα ενημέρωσης του ομίλου. Οι επίτροποι, που προέρχονταν από τον φιλοκυβερνητικό εκδοτικό όμιλο της Σαμπάχ, άλλαξαν εν μια νυκτί την πολιτική γραμμή του ομίλου υπέρ της κυβέρνησης, αφού προχώρησαν σε ευρείες απολύσεις τουπροσωπικού.  Το κανάλι και η εφημερίδα ανήκε σε υποστηρικτές του αυτοεξόριστου στις ΗΠΑ ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν, πρώην στενού συμμάχου του ΑΚΡ, αλλά τώρα θανάσιμου εχθρού του. Η εισαγγελική απόφαση στηριζόταν στην υπόθεση ότι ο όμιλος χρηματοδοτούσε μυστικά τον Γκιουλέν.

Ο Nils Muiznieks, Επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, έκανε επίσης δηλώσεις σχετικά με την επίθεση εναντίον της εφημερίδας Hürriyet και τους αρθρογράφου της εφημερίδας Αχμέτ Χακάν καθώς και για τη σύλληψη του αρχισυντάκτη της εφημερίδας Zaman και είπε: «Αυτό που συμβαίνει στην Τουρκία προκαλεί βαθειά ανησυχία».

Μετά τη νίκη του ΑΚΡ φαίνεται ότι αυτό που είπε ο αστυνομικός με πολιτικά στην Beyza είναι απόλυτα δικαιολογημένο: “Τίποτα δεν είναι πλέον όπως παλιά. Θα σας δείξουμε εμείς!

Μένει να δούμε αν οι Τούρκοι είναι πρόθυμοι να πάρουν το μάθημά τους.

(Του ανταποκριτή του Tvxs.gr στην Τουρκία Νιγιαζί Νταλυαντζί – Μετάφραση Αριάνα Φερεντίνου)