Η γεωπολιτική φυσιογνωμία της Βαλκανικής άλλαξε ριζικά με την ανεξαρτησία της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ ή FYROM), μιας μικρής κεντροβαλκανικής δημοκρατίας το έδαφος της οποίας αποτελεί το σημείο όπου τέμνονται επικίνδυνα τα δύο αντίπαλα «τόξα» (ορθόδοξο και ισλαμικό) της περιοχής. Από τη στιγμή που η FYROM εμφανίστηκε, ως ανεξάρτητο κράτος (1992), στο γεωπολιτικό σκηνικό της χερσονήσου μας, σχεδόν όλοι οι γείτονές της εκδήλωσαν απροκάλυπτα το ενδιαφέρον τους για τα εδάφη αυτής της νεότευκτης δημοκρατίας.

Ads

Η Ελλάδα, ως χώρα που επιθυμεί να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στα Βαλκάνια, έπειτα από μια τρίχρονη (1992-1995) στείρα αντιπαράθεση μ’ αυτόν το μικρό νεόκοπο γείτονά της, άλλαξε πολιτική επιδιώκοντας πλέον να προσδέσει τη FYROM στο δικό της «άρμα» και να τη χρησιμοποιήσει ως εφαλτήριο για γεωοικονομική διείσδυση προς τις αγορές της βόρειας Βαλκανικής. Έτσι η ελληνική εξωτερική πολιτική με επίκεντρο τα Σκόπια εγκαινίασε, μετά το 1995, μια νέα περίοδο «οικονομικής διπλωματίας» στα Βαλκάνια. Σύντομα οι κάτοικοι της γειτονικής χώρας, το όνομα των οποίων αποτελεί «αίρεση» για τους Έλληνες εθνικιστές, αντιλήφθηκαν τα μέγιστα οφέλη, που μπορούν ν’ αποκομίσουν μέσα από την βελτίωση των σχέσεών τους με την Ελλάδα. Συνειδητοποίησαν ότι μακροπρόθεσμα ακόμη και η ίδια τους η επιβίωση εξαρτάται από τη σύμπλευσή τους με τα ελληνικά συμφέροντα. Στο νέο πλουραλιστικό γεωπολιτικό περιβάλλον της Βαλκανικής η FYROM θα έπρεπε να αναδειχθεί κομβική σύμμαχος, αν όχι “δορυφόρος”, της Ελλάδας. Αν βεβαίως επιλυθεί η εκκρεμότητα της ονομασίας…

ΣΤΡΙΜΩΓΜΕΝΗ ΣΤΗ ΜΕΣΗ

Από τη στιγμή που η FYROM έγινε ανεξάρτητη, σχεδόν όλες οι γειτονικές της χώρες άρχισαν να ορέγονται τον ευαίσθητο γεωστρατηγικό της χώρο. Η Βουλγαρία, που δεν απαλλάχτηκε οριστικά από το φάντασμα της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878), ακόμη και κατά την περίοδο της πρώην Γιουγκοσλαβίας (1945-1991) διεκδικούσε τα εδάφη και τους πληθυσμούς της γιουγκοσλαβικής «Μακεδονίας», τους οποίους δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί «Βούλγαρους». Όταν μάλιστα η FYROM έγινε ανεξάρτητη η Σόφια την αναγνώρισε διπλωματικά ως κράτος, αλλά όχι και ως έθνος! Και αυτό επειδή, σύμφωνα με το νέο εθνικό δόγμα της χώρας, οι εθνικές ρίζες των λεγόμενων «Μακεδόνων» είναι βουλγαρικές, πράγμα που σημαίνει ότι η FYROM είναι στην ουσία ένα δεύτερο «βουλγαρικό κράτος»! Πέραν όμως από ρητορικές και ακαδημαϊκές συζητήσεις, η Βουλγαρία δεν έκανε την παραμικρή επιθετική κίνηση σε βάρος αυτής της μικρής δημοκρατίας, αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός ότι πολλοί «Μακεδόνες» πολιτογραφήθηκαν τα τελευταία χρόνια Βούλγαροι πολίτες. Για τη Σόφια η λύση του «εθνικού της προβλήματος» θα επέλθει όταν αυτές οι δυο «αδελφές» χώρες εισέλθουν από κοινού στην Ευρωπαϊκή Ένωση (κάτι που δεν θα συμβεί τουλάχιστον μέχρι το 2025, καθώς η Βουλγαρία είναι πλήρες μέλος της Ε.Ε. ήδη από το 2007, ενώ οι διαπραγματεύσεις των Βρυξελλών με τα Σκόπια έχουν κολήσει, και ως αποτέλεσμα της μη επίλυσης του ζητήματος της ονομασίας), οπότε με αυτόν τον τρόπο θα επιτευχθεί και η «ειρηνική ένωση» ενός λαού, που κατοικεί και στις δυο πλευρές των συνόρων…

Ads

Κατά παράξενο τρόπο παρόμοιο σκεπτικό επικρατεί και στην ηγεσία των Σκοπίων, με τη διάφορα όμως ότι οι «Μακεδόνες» εθνικιστές βλέπουν την είσοδό τους στην Ε.Ε. ως το μοναδικό τρόπο για να επιτευχθεί η ενοποίηση του λεγόμενου «Μακεδονικού έθνους», που αριθμεί κατά την άποψη τους τρία εκατομμύρια(!) και κατοικεί στα εδάφη της FYROM, του Πίριν (Βουλγαρία), καθώς και στη “Μακεδονία του Αιγαίου” (Ελλάδα)! Η ειρωνεία είναι βέβαια ότι και οι Αλβανοί, οι οποίοι απειλούν συνεχώς με αποσταθεροποίηση τη FYROM αλλά και ολόκληρα τα κεντροδυτικά Βαλκάνια, προσβλέπουν κι αυτοί σε λύση του «εθνικού προβλήματός» τους μέσω της ένταξης όλων των χωρών της περιοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

image

Σε μια εποχή που τα εξωτερικά σύνορα των κρατών παρουσιάζονται φαινομενικά τουλάχιστον ως απαραβίαστα και κάθε είδους αναθεωρητική πολιτική θεωρείται ξεπερασμένη, ως μοναδική διέξοδος στις εθνικιστικές επιδιώξεις ορισμένων βαλκανικών χωρών παρουσιάζεται η συγκαλυμμένη προώθησή τους μέσω της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Κατά παράδοξο δηλαδή τρόπο η υπερεθνική οντότητα, που ονομάζεται Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζεται ως μέσο προώθησης των εθνικιστικών στόχων ορισμένων λαών. Μήπως αυτό δε συνέβη στην περίπτωση της γερμανικής ενοποίησης, που συμπληρώθηκε το 1995 με την είσοδο της Αυστρίας στην Ε.Ε., η οποία και είχε ως αποτέλεσμα την ενοποίηση του γερμανόφωνου κεντροευρωπαϊκού χώρου; Μήπως για την Τουρκία η είσοδος της Κύπρου στην Ε.Ε. δεν σήμανε αυτόματα και μια «βελούδινη Ένωση» Ελλάδας-Κύπρου υπό την κάλυψη των Βρυξελλών;

Αναφέραμε τις παραπάνω περιπτώσεις για να κατανοήσουμε ότι πιθανότατα η Ε.Ε. θα δράσει καταλυτικά στην περίπτωση των «ομοεθνών κρατών», των κρατών δηλαδή που εκπορεύονται από τον ίδιο εθνικό αυτοπροσδιορισμό. Τα «όμαιμα κράτη» βρίσκονται εν αφθονία στη χερσόνησό μας ως αποτέλεσμα της «βαλκανοποίησης», του διαμελισμού δηλαδή των μεγάλων πολιτικών ενοτήτων σε μικρά και ασταθή πολιτικά μορφώματα. Εκτός από την περίπτωση Ελλάδας-Κύπρου, υπάρχει και η αμφιλεγόμενη περίπτωση Βουλγαρίας-FYROM, εφόσον είναι γνωστό ότι η Σόφια επιμένει ν’ αντιμετωπίζει το δυτικό της γείτονα ως «αδελφικό» κράτος. Υπάρχει επίσης η περίπτωση της Ρουμανίας-Μολδαβίας και φυσικά η περίπτωση της Σερβίας-Μαυροβουνίου, που συμπληρώνεται με την ύπαρξη της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας. Η ανεξαρτητοποίηση το 2008 του Κοσόβου έκλεισε, προσωρινά τουλάχιστον, τον κύκλο των «διπλών» εθνικών κρατών της χερσονήσου μας (Αλβανία-Κόσοβο). Η διαδικασία του κατακερματισμού των εθνογλωσσικών ομάδων της Βαλκανικής σε «διπλά» εθνικά κράτη, που φαίνεται ότι βρίσκεται ακόμη σε διαδικασία εξέλιξης, ενδέχεται να σταματήσει με την είσοδο όλων των χωρών της περιοχής σε μια μελλοντική υπερεθνική Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία. Ως τότε όμως μας περιμένουν αρκετές εκπλήξεις ακόμη…

image

Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΓΔΜ

Ας επιστρέψουμε όμως στο θέμα της γεωπολιτικής σημασίας της FYROM. Αυτή η μικρή κι ευάλωτη δημοκρατία έχει τεράστια σημασία για τη σταθερότητα ολόκληρης της Βαλκανικής, αλλά και για την κάθε γειτονική της χώρα ξεχωριστά. Για τη Σερβία είναι πολύ σημαντική, κυρίως επειδή τη συνδέει με τον παραδοσιακό της σύμμαχο στην περιοχή: την Ελλάδα. Εξάλλου και οι δυο χώρες έχουν κοινό πρόβλημα: την παρουσία πολυάριθμου αλβανόφωνου πληθυσμού, που φλερτάρει απροκάλυπτα με την ιδέα της απόσχισης. Αυτές οι δυο χώρες (Σερβία και ΠΓΔΜ) δεν έχουν σοβαρά προβλήματα μεταξύ τους, αν εξαιρεθεί βέβαια το γεγονός ότι τα σύνορά τους δεν έχουν ακόμη καθοριστεί τελεσίδικα, καθώς υπάρχουν μικρές συνοριακές διαφορές για το μοναστήρι Πρόχορ Πτσίνσκι κ.ά. Επίσης υπάρχει και το ζήτημα της σερβικής μειονότητας στη FYROM, που σύμφωνα με τους Σέρβους εθνικιστές φτάνει τις 200.000(!), ενώ οι επίσημες στατιστικές της χώρας καταγράφουν μόνον 42.755 Σέρβους (1991), που κατοικούν κυρίως στην κοιλάδα του Κουμάνοβο. Αν και οι Σέρβοι εθνικιστές κατηγορούν τα Σκόπια για «μακεδονοποίηση» του μεγαλύτερου μέρους της σερβικής μειονότητας, εντούτοις σε επίσημο επίπεδο αλλά και σε επίπεδο οικονομικών και καθημερινών σχέσεων, οι επαφές των δυο χωρών και των λαών τους είναι στενές και φιλικές.

Η Σερβία, όπως και η Ελλάδα, φαίνεται ότι επιθυμεί τη διαφύλαξη της ακεραιότητας της FYROM και την ενίσχυση της λεγόμενης «μακεδονικής» ταυτότητας, ως μέσο αποτροπής του ενδεχόμενου συνειδησιακής προσκόλλησης των λεγόμενων «Μακεδόνων» στο βουλγαρικό έθνος. Βασικός γεωστρατηγικός στόχος της Σερβίας, όπως άλλωστε και της Ελλάδας, είναι να παραμείνει ο «διάδρομος του Αξιού» ανοιχτός, να αποτραπεί δηλαδή ο έλεγχός του από εν δυνάμει «εχθρικές» χώρες (Βουλγαρία και Αλβανία). Η ελεύθερη πρόσβαση στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης είναι λοιπόν βασική προτεραιότητα της σερβικής εξωτερικής πολιτικής, πράγμα που καθιστά αυτομάτως τη FYROM πολύτιμο συνδετικό κρίκο της σερβικής ενδοχώρας με τη Μεσόγειο.

Η Ελλάδα, αν και είναι ο μοναδικός γείτονας της FYROM που δεν έχει εκδηλώσει καμία βλέψη επί των εδαφών της, είναι όμως και η χώρα, η οποία στεναχωρήθηκε περισσότερο με την ανεξαρτησία της. Από την ελληνική οπτική γωνία η FYROM κάθε άλλο πάρα αγνός και απροστάτευτος γείτονας είναι. Η Αθήνα έχει εκφράσει έντονα τη δυσφορία της, τόσο με την άστοχη χρήση του ελληνικού ονόματος «Μακεδονία» και του δεκαεξάκτινου «αστεριού της Βεργίνας» από τους Σλάβους των Σκοπίων, όσο και με την πολύ επιθετική εμφάνιση των λεγόμενων «Αιγαιατών Μακεδόνων» και των δικών τους επιγόνων. Για παράδειγμα στις 9.8.1994 πραγματοποιήθηκε στα Σκόπια το β΄ συνέδριο του λεγόμενου «Πανμακεδονικού Κογκρέσου», με αντικείμενο τα ζωτικά συμφέροντα του «Μακεδονικού έθνους». Εκεί ο Σωτήρ Γκεορκέφσκι, αντιπρόσωπος από το Σίδνεϋ, είχε δηλώσει ότι «οι αυτόχθονες Μακεδόνες δεν έχουν εδαφικές διεκδικήσεις πέραν από τον Όλυμπο στην Ελλάδα και από το Πίριν στη Βουλγαρία»!

Μέσα στον εθνικιστικό πυρετό των αρχών της δεκαετίας του 1990 πολλοί «Μακεδόνες» εθνικιστές του VMRO υποστήριξαν ότι οι «ιερές μακεδονικές χώρες», δηλαδή ολόκληρη σχεδόν η βόρεια Ελλάδα και το μεγαλύτερο μέρος της νοτιοδυτικής Βουλγαρίας θα πρέπει να επιστραφούν στο αναγεννημένο «μακεδονικό» κράτος των Σκοπίων! Την ίδια περίοδο τυπώθηκαν στα Σκόπια προκλητικοί χάρτες, που παρουσίαζαν τη «Μεγάλη Μακεδονία» (Velika Makedonija) μέσα στα «φυσιολογικά» της σύνορα, περιλαμβάνοντας τη λεγόμενη «Μακεδονία του Αιγαίου» και τη Θεσσαλονίκη, γεγονός που εξόργισε ακόμη και τους πιο μετριοπαθείς Έλληνες. Η δημιουργία ψυχροπολεμικού κλίματος, το κλείσιμο των συνόρων και ο οικονομικός αποκλεισμός της FYROM εκ μέρους της Ελλάδας (1994), ήταν αποτέλεσμα του εκνευρισμού και της υπεραντίδρασης της Αθήνας απέναντι στις σπασμωδικές και αδέξιες ενέργειες του νεότευκτου γείτονά της. Αντί έτσι για έναν αξιόπιστο γείτονα η Ελλάδα παραλίγο θα δημιουργούσε έναν τρομοκρατημένο αντίπαλο, ο οποίος την αψηφούσε νευρικά, ενώ αναζητούσε απεγνωσμένα αναγνώριση και υποστήριξη από τους αντιπάλους της (Τουρκία κ.ά.) Οι χειρισμοί της Ελλάδας στο ζήτημα του «μακεδονικού» αποδείχθηκαν εξαρχής λανθασμένοι και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το λεγόμενο «μακεδονικό ζήτημα» των αρχών της δεκαετίας του 1990 δεν ήταν παρά μια αυτοπροσδιοριστική υποτροπή του Ελληνισμού!

ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ…

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-13) και οι ανταλλαγές πληθυσμών, που ακολούθησαν, ξεκαθάρισαν κάπως το ομιχλώδες εθνολογικό τοπίο στο χώρο της ευρύτερης Μακεδονίας. Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, που ανάγκασε τους Οθωμανούς να αποσυρθούν από την ευρωπαϊκή ήπειρο και οδήγησε στο διπλασιασμό των βαλκανικών χωρών, άνοιξε περισσότερο την όρεξη και τον αλυτρωτισμό τους. Η απληστία των Βουλγάρων, που διεκδικούσαν την περιοχή των Σκοπίων ακόμη και τη Θεσσαλονίκη, οδήγησε στην ελληνοσερβική συμμαχία και στο ξέσπασμα του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου (Ιούνιος 1913). Η στρατιωτική συντριβή των Βουλγάρων και η Συνθήκη του Βουκουρεστίου (Αύγουστος 1913) οδήγησε στη σημερινή πάνω-κάτω κατανομή των εδαφών της Μακεδονίας (Ελλάδα 51%, Σερβία 39% και Βουλγαρία 10%). Για την Ελλάδα και τη Σερβία αυτή η συνθήκη έκλεισε οριστικά το «Μακεδονικό ζήτημα». Οι Βούλγαροι ωστόσο, μνησικακώντας για την αδικία που τους έγινε, περίμεναν την εκδίκησή τους. Για δε την οργιαστική φαντασία των σημερινών «Μακεδόνων» εθνικιστών οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν μιαν απαράδεκτη τριχοτόμηση της Μακεδονίας και του «μακεδονικού έθνους»(!), ενώ τέλος για τους Αλβανούς ήταν ένας άδικος πόλεμος, που άφηνε εκτός Αλβανίας το μισό αλβανικό έθνος…

Την περίοδο του Μεσοπολέμου και αφού είχαν προηγηθεί οι μαζικές ανταλλαγές πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας (1923) –450.000 Μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν την Ελλάδα και 1.200.000 Έλληνες ορθόδοξοι από τις περιοχές της Μικρά Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης εγκαταστάθηκαν κυρίως στις περιοχές της Μακεδονίας, αυξάνοντας την εθνολογική ομοιογένεια της περιοχής στο εκπληκτικό για την εποχή ποσοστό του 88,5%!− υπογράφτηκε ελληνο-βουλγαρική συμφωνία για εθελούσια ανταλλαγή πληθυσμών. Παρ’ όλα αυτά παρέμεινε το μεσοπόλεμο στην Ελλάδα μια μικρή σλαβόφωνη μειονότητα (γύρω στις 77.000), το «εθνικό Είναι» της οποίας ήταν αμφισβητήσιμο από όλους. Για τους Βούλγαρους ήταν «Δυτικοβούλγαροι», οι Σέρβοι τους θεωρούσαν «Νότιους Σέρβους», ενώ για τους σημερινούς πολίτες της FYROM δεν ήταν παρά «Αιγαιάτες Μακεδόνες».

image

Οι περισσότεροι ωστόσο από αυτούς, που επέλεξαν να παραμείνουν στη χώρα μας και είχαν στο παρελθόν αγωνιστεί για τα δίκαια του Ελληνισμού, αυτοπροσδιορίζονταν απλά ως «εντόπιοι», όπως και οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Μακεδονίας, και ήταν συνειδησιακά τουλάχιστον προσκολλημένοι στο ελληνικό/πατριαρχικό σώμα. Ωστόσο το επίσημο ελληνικό κράτος τους θεωρούσε όμως «σλαβοσυνείδητους», «ξενοσυνείδητους», «ρευστοσυνείδητους» κτλ. και ασκούσε μια θα έλεγε κανείς βίαιη πολιτική «ελληνοποίησης» και αφομοίωσής τους. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι παρόμοια βίαιη πολιτική ακολουθούσαν τότε και οι Βούλγαροι, για την αφομοίωση των εναπομεινάντων Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας, καθώς και οι Σέρβοι απέναντι στους Έλληνες και Βλάχους του Μοναστηρίου και της βόρειας Μακεδονίας.

Η βίαιη ωστόσο πολιτική «εξελληνισμού» των σλαβοφώνων δεν απέδωσε, λόγω της κοντόφθαλμης και ανώριμης ελλαδοκεντρικής αντίληψης, που αδυνατούσε να κατανοήσει την πραγματική έννοια της ελληνικότητας αυτών των πληθυσμών –ή τους λόγους που ορισμένοι από αυτούς επιθυμούσαν να εξελληνιστούν οικειοθελώς. Έτσι, σύμφωνα με ορισμένους Έλληνες ιστορικούς: τους δίγλωσσους Μακεδόνες της βόρειας Ελλάδας τους “εκσλάβισαν” εθνικά ο Πελοποννήσιος νομάρχης και ο Κρητικός χωροφύλακας, που ως κρατικοδίαιτοι επαγγελματίες πατριώτες και «καθαρόαιμοι» Έλληνες ανέλαβαν να τους «ελληνοποιήσουν»!

Eξαιτίας λοιπόν αυτής της ομογενοποιητικής και κατασταλτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους, ιδίως κατά την περίοδο της δικτατορίας του Ι. Μεταξά (1936-1940), ένα σημαντικό τμήμα του σλαβόφωνου πληθυσμού διαφοροποιήθηκε κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής (1941-44) και στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1944-49), ξεφορτώθηκε την όποια ελληνική εθνική συνείδηση του είχε βίαια εμφυτευτεί και ασπάστηκε τη λεγόμενη «μακεδονική» προπαγάνδα, που είχε ντυθεί πλέον υπό το μανδύα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, εφόσον το VMRO είχε γίνει ήδη μέλος της Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Διεθνούς, η οποία και ασπάστηκε τις απόψεις του περί ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας.

Πέφτοντας στην παγίδα του VMRO ο ΕΛ.Α.Σ και μαζί του και οι δυσαρεστημένοι σλαβόφωνοι της Δυτικής Μακεδονίας (που σχημάτισαν την οργάνωση SNOF), αγωνίζονταν άθελά τους και για την απόσχιση της ελληνικής Μακεδονίας, που σύμφωνα με τα μεγαλόπνοα σχέδια του Τίτο, θα συναποτελούσε μαζί με το γιουγκοσλαβικό και βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας μια ενιαία ομοσπονδιακή μονάδα, στα πλαίσια της Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας, που μάταια οραματιζόταν ο εικονοκλάστης Γιουγκοσλάβος ηγέτης. Αυτό ήταν άλλωστε κι ένα από τα επιχειρήματα, κατά των ισχυρισμών περί ύπαρξης σλαβομακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα, της ελληνικής αντιπροσωπείας στη διάσκεψη της ΔΑΣΕ στη Μόσχα (27.9.1991): «Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 τα υπολείμματα μιας σλαβικής μειονότητας εγκατέλειψαν την Ελλάδα, γιατί είχαν συνεργαστεί με τις φασιστικές αρχές κατοχής και επειδή αργότερα είχαν υποστηρίξει τα ηγεμονικά σχέδια του Τίτο εναντίον της ελληνικής Μακεδονίας. Είναι ευνόητο –και αυτή είναι η πρακτική που ακολουθείται σε όλες τις χώρες–- ότι σε ορισμένα άτομα, ξένους υπηκόους, να μη χορηγούνται θεωρήσεις εισόδου στην Ελλάδα, για λόγους ασφαλείας.»

Ένα σημαντικό τμήμα της σλαβόφωνης μειονότητας εγκατέλειψε λοιπόν τη χώρα μας και καταφεύγοντας στα γειτονικά Σκόπια μετατράπηκε σε φανατικούς «Μακεδόνες», όπου ήταν και οι γονείς του εθνικιστή πρωθυπουργού Γκρουέφσκι. Αυτοί που παρέμειναν, γνωστοί πλέον ως «δίγλωσσοι», αριθμούσαν μόλις 41.000 ψυχές, σύμφωνα με την επίσημη απογραφή του 1951. Αρκετές χιλιάδες από αυτόν τον εναπομείναντα πληθυσμό μετανάστευσε στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, κυρίως λόγω του οικονομικού μαρασμού της ελληνικής υπαίθρου, στην Αυστραλία, στον Καναδά και στη Γερμανία. Έτσι σήμερα στο χώρο της ελληνικής Μακεδονίας οι σλαβόφωνοι, που δεν αυτοπροσδιορίζονται όλοι τους ως “εθνικά Μακεδόνες”, περιορίζονται στις 20.000-30.000 άτομα (σύμφωνα με διάφορες ημιεπίσημες εκτιμήσεις), αποτελούν δηλαδή μόλις το 1% του πληθυσμού αυτής της ελληνικής επαρχίας!

image

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΑΣ ΦΕΡΝΕΙ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ

Πέρα από τη μειονοτοφοβία που κατέχει πολλούς Έλληνες υπάρχει και η φωνή της λογικής που λέει ότι η Ελλάδα, παρά την επταετή οικονομική κρίση και την πτώση του ΑΕΠ της, είναι η πλουσιότερη και η πιο ανεπτυγμένη χώρα της περιοχής και είναι ευτύχημα για τη FYROM, που συνορεύει μαζί της. Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωζώνη και στο ΝΑΤΟ, δηλαδή στα στις «λέσχες» των ισχυρών της Δύσης, στους κόλπους των οποίων οραματίζεται να εισέλθει μια μέρα και η μικροσκοπική FYROM. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είναι οι καλύτερα εξοπλισμένες στη Βαλκανική, ενώ έχουν τη δυνατότητα να δρουν αποτελεσματικά κι εκτός της χώρας, κάτι που λαμβάνουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τα Σκόπια λόγω του ασίγαστου αλβανικού εθνικισμού. Η Ελλάδα τέλος είναι η μοναδική γειτονική χώρα, που έχει δηλώσει ανοιχτά ότι όχι μόνο δεν απειλεί αλλά αντίθετα εγγυάται τη σταθερότητα των συνόρων της FYROM, και αυτό γιατί είναι ευνόητο ότι τη συμφέρει η ύπαρξη αυτής της χώρας, έστω και μ’ ένα ανεπιθύμητο όνομα…

Υπάρχουν λοιπόν σαφέστατες ενδείξεις ότι μακροπρόθεσμα τα Σκόπια, παρά τις όποιες κατά καιρούς αντιδράσεις ορισμένων ακραίων εθνικιστικών κύκλων, θα επιδιώξουν την ενδυνάμωση των σχέσεών τους με την Ελλάδα, θα εισέλθουν δηλαδή σε σταθερή φιλελληνική τροχιά. Αν δεν υπήρχε η πολυετής διακυβέρνηση  τοιυ εθνικιστικού VMRO υπό τον Γκρουέφσκι το φιλελληνικό ρεύμα στη γειτονική μας χώρα, θα κέρδιζε σταθερά έδαφος. Από την άλλη οι ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη χώρα αυξάνουν μέρα με την μέρα, ελέγχοντας ήδη στρατηγικούς τομείς της οικονομίας της FYROM (διυλιστήρια ΟΚΤΑ, τράπεζες, τηλεπικοινωνίες, σούπερ μάρκετ, τουρισμός κ.ά). Οι επιχειρήσεις βρίσκουν ένα πολύ φιλικό περιβάλλον και είναι από κάθε άποψη ευπρόσδεκτες. Η αξία των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δυο χωρών είχε ξεπεράσει το ένα δισεκατομμύριο Ευρώ και η οικονομία της ΠΓΔΜ είναι ως ένα βαθμό ενταγμένηί στο πλέγμα των ελληνικών οικονομικών συμφερόντων στην περιοχή. Οι ελληνικές επιχειρήσεις σχεδιάζουν μάλιστα να χρησιμοποιήσουν τη χώρα ως εφαλτήριο για τη μαζική τους είσοδο στις αγορές των χωρών των δυτικών Βαλκανίων.

Η FYROM έχει ν’ αποκομίσει τεράστια οφέλη από την πρόσδεσή τους στο «ελληνικό άρμα» της βαλκανικής πολιτικής. Συσφίγγοντας πολυποίκιλα τις σχέσεις της με την Ελλάδα η FYROM μπορεί να βγει γρηγορότερα από το «βαλκανικό τέλμα» της και να εισέλθει σε μόνιμη τροχιά ανάπτυξης, εκδημοκρατισμού και εξευρωπαϊσμού. Από την Ελλάδα μπορεί να διδαχτεί τα πάντα. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα εξασφαλίσει μια προοπτική μακροπρόθεσμης επιβίωσης. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, εφόσον το ζήτημα της μακροπρόθεσμης επιβίωσης της χώρας είναι που απασχολεί σοβαρά τον κάθε σκεπτόμενο κάτοικο της FYROM και όχι τόσο το θέμα του ονόματος. Επιβίωση όχι μόνον οικονομική, αλλά και εθνική, εξαιτίας της αλματώδους δημογραφικής αύξησης του αλβανικού στοιχείου.

ΑΛΒΑΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΓΔΜ

image

Το δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η FYROM είναι πολύ σοβαρό. Οι ειδικοί της χώρας έχουν ήδη προειδοποιήσει την κυβέρνησή τους ότι η απόφαση για αλλαγή του νόμου περί χορήγησης ιθαγένειας, θα διαταράξει τη σημερινή ευαίσθητη ισορροπία μεταξύ των εθνοτήτων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Οικονομικού Ινστιτούτου της FYROM, που παρακολουθεί τις εξελίξεις στο δημογραφικό τομέα, οι αλλαγές του νόμου περί ιθαγένειας θα δώσει το δικαίωμα σε 100.000 περίπου Αλβανούς (κυρίως από το Κόσοβο) να προστεθούν στον πληθυσμό της χώρας και ν’ αλλάξουν το δημογραφικό της χάρτη με απρόβλεπτες συνέπειες.. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση των γεννήσεων που σημειώνεται στον αλβανόφωνο πληθυσμό της χώρας θα οδηγήσει το 2035 σε μία αριθμητική υπεροχή των Αλβανών έναντι των Σλαβο9μακεδόνων, με καταστροφικές συνέπειες. Τα στατιστικά στοιχεία του Ινστιτούτου δείχνουν ότι στο διάστημα 1953-1961 ο σλαβικός πληθυσμός της χώρας αυξανόταν κατά 17.500 άτομα ετησίως, ενώ στο διάστημα 1981-1994 ανήλθε μόνο σε 9.700 άτομα ετησίως. Αντίθετα, ο αλβανόφωνος πληθυσμός κατά την περίοδο 1953-1961 αυξανόταν κατά 2.600 άτομα ετησίως, ενώ η αύξηση αυτή, στο διάστημα 1981-1994 ανήλθε σε 8.200 άτομα ετησίως, μια διαφορά μόλις 1.500 ανθρώπων. Τα τελευταία χρόνια το δημογραφικό πρόβλημα επιτείνεται, καθώς όλο και περισσότεροι Σλαβομακεδόνες εγκαταλείπουν τη χώρα και εγκαθίστανται μόνιμα στο εξωτερικό, ενώ από το 1999 ο αλβανικός πληθυσμός ενισχύθηκε από τους 20.000 περίπου Αλβανούς πρόσφυγες από το Κοσσυφοπέδιο, που σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία εξακολουθούν να παραμένουν στο σκοπιανό έδαφος, αρνούμενοι να επιστρέψουν στις εστίες τους. Όλα αυτά ανησυχούν του Σλαβομακεδόνες που φοβούνται για την ύπαρξη της χώρας τους όταν, μετά το 2035, ο αλβανόφωνος πληθυσμός θα καταστεί δυσαρεστημένη ομοιογενής πλειοψηφία στη χώρα, έχοντας απέναντί της μια θλιβερή ανομοιογενή «μακεδονική» μειονότητα. Θ’ αντέξει άραγε αυτή η νεότευκτη χώρα την ασφυκτική εσωτερική πολιορκία των Αλβανών ή μήπως θα διασπαστεί;

Ο ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ  ΗΠΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΓΔΜ

Για να εξασφαλίσει λοιπόν την επιβίωση της ως κρατική υπόσταση η FYROM συσφίγγει περισσότερο τις σχέσεις της με την Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα μετατρέπεται σε ένα είδος αμερικανικού προτεκτοράτου. Οι ΗΠΑ έσπευσαν, όχι ανιδιοτελώς, να προσφέρουν απλόχερα την «προστασία» τους σ’ αυτήν την ευάλωτη δημοκρατία. Με πρόφαση το ενδεχόμενο επέκτασης των συγκρούσεων της Βοσνίας και του Κοσσυφοπέδιου προς νότο, οι ΗΠΑ έβαλαν «πόδι» στη FYROM, την οποία θεωρούν εξαιρετικά ευάλωτη ακόμη και στην παραμικρή αποσταθεροποιητική κίνηση. Οι ανησυχίες των ΗΠΑ πηγάζουν κι από το γεγονός ότι στο έδαφος της FYROM τέμνονται επικίνδυνα τα δυο αντίπαλα θρησκευτικά «τόξα» της Βαλκανικής, πράγμα που θα προσέδιδε σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση και θρησκευτικό χαρακτήρα και ίσως να παρέσυρε και τους δυο άσπονδους συμμάχους του ΝΑΤΟ, την Ελλάδα και την Τουρκία, σε μια καταστρεπτική, για τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην ανατολική Μεσόγειο, περιπέτεια. Από την άλλη οι ΗΠΑ εκμεταλλεύτηκαν την ατμόσφαιρα ανασφάλειας, που επικράτησε όλα τα προηγούμενα χρόνια στην πρώην Γιουγκοσλαβία, για να επεκτείνουν τη ζώνη επιρροής τους προς βορρά, πέρα από τα παραδοσιακά τους ερείσματα (Ελλάδα και Τουρκία). Έτσι, η αμερικανική επιρροή επεκτάθηκε δυναμικά από το 1992 στην Αλβανία, στη FYROM, στη Βουλγαρία, στη Βοσνία, στο Κόσοβο και τελευταίως στο Μαυροβούνιο και τελικά και στη Σερβία. Και σε αυτήν τη νέα αμερικανική ζώνη επιρροής η FYROM, στην οποία σταθμεύει από το 1994 στρατιωτικό τμήμα των ΗΠΑ, αποτελεί κομβικό σημείο ελέγχου όχι μόνον των Βαλκανίων, αλλά και της ζώνης των ελληνοτουρκικών διαφορών. Βρισκόμενες στην καρδιά της Βαλκανικής, οι στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ στο έδαφος των Σκοπίων, θα μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν από την υπερατλαντική υπερδύναμη για τον έλεγχο συγκρούσεων χαμηλής έντασης στην ευρύτερη περιοχή…

Μια από τις χώρες που εκμεταλλεύτηκαν επιδέξια την αρχική ένταση μεταξύ Ελλάδας και FYROM ήταν και η Τουρκία, κύριος στόχος της οποίας είναι η απομόνωση της χώρας μας στα Βαλκάνια και η μείωση της πολιτικής και οικονομικής της επιρροής στην περιοχή. Η Τουρκία προσπάθησε έτσι να προσεγγίσει και να δελεάσει ποικιλοτρόπως τη FYROM, αυξάνοντας την επιρροή της σε αυτήν τη μικρή αλλά στρατηγικής σημασίας χώρα. Μέσω της FYROM η Τουρκία αποκτούσε επαφή με τη μουσουλμανική κατά πλειοψηφία Αλβανία και με το Κόσοβο, πράγμα που της έδινε ελπίδες για σύσταση του περιβόητου «ισλαμικού τόξου» στα Βαλκάνια. Η Άγκυρα είχε τότε δυο βασικούς στόχους: Πρώτον, να κόψει το «τόξο» που ένωνε την Ελλάδα με τη Σερβία και δεύτερον, να αυξήσει μέσω των οικονομικών συναλλαγών την παρουσία της στα κεντρικά Βαλκάνια. Για να πετύχει τους στόχους της η Τουρκία προσπάθησε να παρακάμψει και ν’ απομονώσει την Ελλάδα, στον τομέα κυρίως των μεταφορών και ν’ αναβαθμίσει το ρόλο της FYROM, ως κομβικής χώρας στα Βαλκάνια. Γι’ αυτόν το λόγο υποστήριξε τη σιδηροδρομική σύνδεση Κουμάνοβο-Σόφιας και μέσω Βουλγαρίας με την Κωνσταντινούπολη. Τα Σκόπια θεωρούν αυτόν τον οριζόντιο σιδηροδρομικό άξονα Ανατολής-Δύσης στρατηγικής σημασίας, εφόσον, διασταυρούμενος με τον κάθετο άξονα Βορρά-Νότου (Βουδαπέστη-Θεσσαλονίκη), θα καταστήσει αυτή τη μικρή κεντροβαλκανική χώρα σιδηροδρομικό κόμβο ολόκληρης της χερσονήσου.

image

Ολόκληρη η συγκοινωνιακή «πολιτική» της Τουρκίας στα Βαλκάνια στηρίζεται στην αναβάθμιση του λιμανιού του Δυρραχίου στην Αλβανία, με ταυτόχρονη την υποβάθμιση του παραδοσιακά κυρίαρχου λιμανιού της Θεσσαλονίκης. Ως γνωστόν η Θεσσαλονίκη είναι ιστορικά και γεωγραφικά προσανατολισμένη προς τις κοιλάδες του Αξιού-Μοράβα, έχει δηλαδή μια ξεκάθαρη κατεύθυνση προς βορρά, προς τη FYROM και τη Σερβία. Σ’ αυτόν τον «ορθόδοξο άξονα» Βορρά-Νότου η Τουρκία προσπαθεί ν’ αντιπροτείνει το λεγόμενο «Ασιατικό άξονα», που, μέσω Βουλγαρίας και FYROM, θα ενώσει την Άγκυρα με το Δυρράχιο. Μ’ αυτόν τον τρόπο τα Σκόπια θα έπαιζαν το ρόλο της «γέφυρας» Ανατολής-Δύσης, ενώ θα αναβαθμίζονταν γεωπολιτικά η Αλβανία και η Τουρκία και θα κόβονταν ο άξονας που ενώνει το λιμάνι της Θεσσαλονίκης μ’ εκείνο του Αμβούργου!

Τυχόν υλοποίηση του «Ασιατικού άξονα» θα απέβαινε μακροπρόθεσμα μοιραία για τους ορθόδοξους λαούς της περιοχής, ενώ θα στραγγάλιζε κάθε προσπάθεια της Ελλάδας να διαδραματίσει έναν ευρύτερο ρόλο στην περιοχή. Ωστόσο όμως δε συνέβη κάτι τέτοιο, εφόσον από τη μια τα μεγαλεπήβολα σχέδια της Τουρκίας τελματώθηκαν κι από την άλλη άλλαξε καθοριστικά η ελληνική εξωτερική πολιτική προς τη FYROM και την Αλβανία. Από το 1995 η Ελλάδα βελτίωσε θεαματικά τις σχέσεις της με αυτές τις δυο μικρές γειτονικές της χώρες, που εισήλθαν στη δική της σφαίρα επιρροής κι απομακρύνθηκαν έτσι από την Τουρκία. Τουλάχιστον μέχρι που ξέσπασε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα. Το σχέδιο για την «Παραεγνατία», ένα παλαιό ιταλογερμανικής έμπνευσης όνειρο, ναυάγησε προς το παρόν, όπως άλλωστε και κάθε προσπάθεια σύζευξης της Μαύρης Θάλασσας με την Αδριατική.

Η ελληνική έκδοση της Εγνατίας Οδού, με τις συμπληρωματικές της προεκτάσεις προς την Αλβανία, τη FYROM και τη Βουλγαρία, που υλοποιήθηκε το 2012 και προχωράει σταθερά σταθερά, παρουσιάζεται ως η μόνη αξιόπιστη και υψηλών προδιαγραφών οδική σύνδεση των δυο άκρων της Βαλκανικής. Τα τουρκικά σχέδια στα Βαλκάνια φαίνεται ότι έχουν κολλήσει, ενώ τα ελληνικά προχωρούν με αργό αλλά σταθερό ρυθμό. Η επιτυχία της βαλκανικής πολιτικής της Ελλάδας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, τόσο από τη σταθερότητα της FYROM, όσο κι από το βαθμό πρόσδεσής της στο «άρμα» της ελληνικής επιρροής. Για μια ακόμη φορά αποδεικνύεται ότι «όποιος κατέχει τη Μακεδονία κρατάει και τα γεωπολιτικά κλειδιά της χερσονήσου μας». Έτσι δεν πρέπει ν’ αποτελέσει έκπληξη η μακροπρόθεσμη στρατηγική σύζευξη της Ελλάδας, που επιδιώκει να διαδραματίσει ρόλο δραστήριου γεωπολιτικού παίκτη στα Βαλκάνια, με τον αδύνατο «κρίκο» της χερσονήσου μας. Μια τέτοια σύζευξη θα σταθεροποιήσει το ευάλωτο αυτό κρατίδιο, ενώ από την άλλη θα επεκτείνει την ελληνική επιρροή σε όλη τη βαλκανική ενδοχώρα. Το έδαφος της FYROM αποτελεί ιδανικό εφαλτήριο γεωπολιτικής και γεωοικονομικής επέκτασης προς την κατεύθυνση βορρά-νότου, κάτι που σε μια παραδοσιακά ναυτική δύναμη, όπως είναι η Ελλάδα, θα προσδώσει μια μοναδική δυναμική διείσδυσης προς την ηπειρωτική της ενδοχώρα.

Κοντολογίς η Ελλάδα θα πρέπει να συμβάλλει αρχικά στη σταθεροποίηση του αδύνατου «κρίκου» της Βαλκανικής που λέγεται FYROM και να εγγυηθεί την ασφάλειά του. Στη συνέχεια θα πρέπει να προχωρήσει σε όλες τις απαιτούμενες κινήσεις (επίλυση της εκκρεμότητας της ονομασίας, μεγάλες επενδύσεις, ενεργειακή εξάρτηση κ.α.), ώστε να προσδέσει αυτήν τη μικρή κομβική χώρα στο άρμα των ελληνικών γεωπολιτικών συμφερόντων. Γι’ αυτό και οι κινήσεις της Αθήνας θα πρέπει να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση με γνώμονα πάντα την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή και το σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, που προτάσει πάντα η Ελλάδα ειδικά στις διαφορές της με τη γειτονική και αναθεωρητική Τουρκία, που είναι και η πραγματική απειλή.

* O Γιώργος Στάμκος ([email protected]) είναι συγγραφέας και δημιουργός του Ζενίθ (www.zenithmag.wordpress.com). Το βιβλίο του “Γεωπολιτική του Αρχιπελάγους” αναλύει πολυεπίπεδα τη γεωπολιτική κατάσταση στα Βαλκάνια, στην Εγγύς Ανατολή και στο διαχρονικό ρόλο της Ελλάδας και του Ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή μας.