Δυσαρεστημένος που δεν πέτυχε την αυτοδυναμία στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου ώστε να ενισχύσει την εξουσία και τις αρμοδιότητές του, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θέλησε να διεξαχθούν νέες εκλογές. Για να γείρει την πλάστιγγα υπέρ του, ο ηγέτης των ισλαμο-συντηρητικών σκληραίνει την καταστολή απέναντι στην αντιπολίτευση, στοχεύοντας κατά προτεραιότητα τους προοδευτικούς και τους Κούρδους, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων. Η φρικτή πολύνεκρη επίθεση αυτοκτονίας κατά της πορείας ειρήνης στην Άγκυρα, το Σάββατο 10 Οκτωβρίου, αποτελεί σημείο καμπής στην εξελισσόμενη στρατηγική της έντασης στη γειτονική Τουρκία. [Μετάφραση: Χάρης Λογοθέτης]

Ads

Χωρίς αυτόν και το κόμμα του, το χάος… Στις 11 Αυγούστου 2015, με τηλεοπτικό διάγγελμά του, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σε πολεμικό και, ταυτόχρονα, πατερναλιστικό, τόνο, δίνει το άτυπο σύνθημα για τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές, οι οποίες θα διεξαχθούν μέσα στο φθινόπωρο. Υπογραμμίζοντας διαδοχικά τη διακοπή της ειρηνευτικής διαδικασίας με το Κόμμα Εργατών του Κουρδιστάν (ΡΚΚ), την απόφαση να επιτεθεί στρατιωτικά τόσο στο ΡΚΚ όσο και στο Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ), καθώς και την ανάγκη να κυβερνήσει αυτοδύναμα το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) για να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, ο Τούρκος πρόεδρος διεκδικεί έναν θετικό απολογισμό. «Ενεργεί σαν να μην έχει καταγράψει καμία αποτυχία. τα τελευταία δύο χρόνια», παρατηρεί η Τάχα Ακιόλ, δημοσιογράφος της «Hürriyet», εφημερίδας της κεντροδεξιάς. «Σχετικοποιεί ακόμη και την αδυναμία του ΑΚΡ να επιτύχει την αυτοδυναμία στις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουνίου, λέγοντας ότι του έλειπαν “μόνο” 18 βουλευτές».

Είναι αλήθεια ότι η αύρα του πρώην πρωθυπουργού -εξελέγη πρόεδρος τον Αύγουστο του 2014- έχει ξεθωριάσει, καθώς εμφανιζόταν για πολύ καιρό ως ενσαρκωτής του εκσυγχρονισμού της Τουρκίας, τόσο σε οικονομικό όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο. Η βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων στην πλατεία Ταξίμ, την άνοιξη του 2013, φανέρωσε τις αντιδημοκρατικές τάσεις του. Οι διώξεις είναι συστηματικές απέναντι σε πολιτικούς αντιπάλους ή δημοσιογράφους που κρίνονται υπερβολικά επικριτικοί. Επειδή κατήγγειλαν την αυταρχική εκτροπή και την επιδίωξη του Ερντογάν να ενισχύσει τις προεδρικές εξουσίες, οι οπαδοί του ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν -ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες- αποτελούν, εδώ και έναν χρόνο, αντικείμενο δικαστικού διωγμού (1). Η καταστολή αγγίζει και τους δικαστές, οι οποίοι, τον Δεκέμβριο του 2013, ξεκίνησαν έρευνα για διαφθορά στο περιβάλλον του Ερντογάν, η οποία αφορούσε και αρκετούς από τους υπουργούς του, καθώς και τον γιο του Μπιλάλ. Κατηγορούμενοι για συμμετοχή σε «εγκληματική οργάνωση που επιχείρησε να ανατρέψει την κυβέρνηση με τη βία», έχοντας απαλλαγεί από τα καθήκοντά τους, τρεις εισαγγελείς υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν εσπευσμένα την Τουρκία μέσα στο καλοκαίρι.

Στο γεωπολιτικό πεδίο, «η διαχείριση της συριακής κρίσης από πλευράς Τουρκίας αποτελεί φιάσκο, που σημαδεύτηκε από αρκετά στρατηγικά λάθη», εξηγεί ο Ντιντιέ Μπιγιόν, αναπληρωτής διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών και Στρατηγικών Σχέσεων (IRIS). «Έχοντας αποκτήσει εμμονή με την πτώση του Άσαντ, η Τουρκία χρηματοδότησε αρκετές –λιγότερο ή περισσότερο ανεξέλεγκτες- ομάδες Σύρων εξεγερμένων. Σήμερα, βρίσκεται σε αδυναμία να διαδραματίσει σοβαρό ρόλο στην αναζήτηση διπλωματικής λύσης και στην υλοποίηση μιας συμφωνημένης μετάβασης». Τον Ιανουάριο του 2015, η απόφαση της Άγκυρας να υποστηρίξει, μαζί με το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία, τον «Στρατό της Κατάκτησης», όπου συμμετέχει, μεταξύ άλλων, το Μέτωπο Αλ-Νόσρα, βραχίονας της Αλ-Κάιντα στη Συρία, έμοιαζε να προσπαθεί να διασκεδάσει την απουσία λύσης στην προσπάθεια να ανατραπεί ή να υποχρεωθεί σε διαπραγματεύσεις το καθεστώς της Δαμασκού.

Ads

«Πολύ μεγάλο κρίμα»

Ο πρόεδρος Ερντογάν δεν κατάφερε, επίσης, να εκτιμήσει την επιστροφή του Ιράν στην περιφερειακή σκακιέρα, όπως επισημαίνει ο Τζέρεμι Σαπίρο, πολιτικός επιστήμονας στο ερευνητικό κέντρο Brookings, στην Ουάσινγκτον: «Η τουρκική κυβέρνηση δεν πίστεψε σοβαρά στην πιθανότητα μιας συμφωνίας γύρω από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν». Αποτέλεσμα; Συνειδητοποιεί αρκετά αργά ότι το γειτονικό και αντίπαλο Ιράν ετοιμάζεται να ξαναγίνει σοβαρός συνομιλητής για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Περισσότερο από τις επιθέσεις στο τουρκικό έδαφος, οι οποίες αποδόθηκαν στο Ισλαμικό Κράτος, ήταν κυρίως η βούληση της Άγκυρας να συσφίξει τους δεσμούς με τις Ηνωμένες Πολιτείες που την οδήγησε, στις 24 Ιουλίου, να αποδεχτεί τη χρησιμοποίηση της αεροπορικής βάσης του Ιντσιρλίκ, στη νότια Ανατολία, από τα αεροσκάφη της συμμαχίας που έχει συγκροτήσει η Ουάσινγκτον ενάντια στο ΙΚ.

Στο εσωτερικό πεδίο, τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου αποτέλεσαν χαστούκι για τον Ερντογάν, ο οποίος είχε συνηθίσει στις εκλογικές επιτυχίες μετά την πρώτη νίκη του ΑΚΡ, το 2002. Βέβαια, το ισλαμο-συντηρητικό κόμμα παραμένει η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη της χώρας, αλλά, έχοντας χάσει την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, ήταν υποχρεωμένο να συμμαχήσει με κάποιο άλλο κόμμα για να κυβερνήσει. Και, χωρίς τον έλεγχο των δύο τρίτων του κοινοβουλίου, καμία συνταγματική αναθεώρηση που να ενισχύει τις προεδρικές εξουσίες δεν ήταν δυνατή. Πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι η εμπλοκή αυτή είναι ο λόγος της εφαρμογής, από τις 24 Ιουλίου, μιας ιδιότυπης στρατηγικής της έντασης. Ρίχνοντας τη χώρα σε έναν «συγχρονισμένο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», δηλαδή κατά του ΙΚ, αλλά, κυρίως, κατά του ΡΚΚ, η τουρκική ηγεσία κινείται κατ’ αρχήν με βάση εκλογικές σκοπιμότητες και την επιδίωξη να επιτύχει αυτοδυναμία στις νέες εκλογές.

Ο υπολογισμός είναι απλός: τερματίζοντας την εκεχειρία με το ΡΚΚ, βομβαρδίζοντας τις βάσεις του στο ιρακινό Κουρδιστάν και προχωρώντας σε χιλιάδες συλλήψεις υποστηρικτών της κουρδικής υπόθεσης, η κυβέρνηση δίνει διαπιστευτήρια στα εθνικιστικά κόμματα που είναι επιφυλακτικά ή εντελώς αντίθετα με την ειρηνευτική διαδικασία. Εάν κάτι τέτοιο δεν αρκεί για να πείσει το κεμαλικό Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP) ή το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP) να ψηφίσουν τη συνταγματική μεταρρύθμιση ή ακόμη και να συμμετάσχουν σε κυβέρνηση συνασπισμού -σενάριο που δεν επιθυμεί ο Ερντογάν και η αντιπολίτευση είναι έτοιμη να απορρίψει-, θα μπορούσε, ωστόσο, να φέρει ορισμένους εθνικιστές ψηφοφόρους στην αγκαλιά του ΑΚΡ.

Παράλληλα, οι δικαστικές διώξεις και οι απειλές για διάλυση του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP), ενός συνασπισμού κομμάτων της Αριστεράς και φιλοκουρδικών μορφωμάτων, δεν μπορούν να εξηγηθούν παρά από τη βούληση της κυβέρνησης να εμποδίσει μια επανάληψη της εκλογικής επιτυχίας που σημείωσε το HDP στις 7 Ιουνίου. Το κίνημα αυτό, ξεπερνώντας το (πολύ υψηλό) όριο του 10%, που είναι απαραίτητο για να εκπροσωπηθεί ένα κόμμα στο τουρκικό κοινοβούλιο, όχι μόνο εξέλεξε 80 βουλευτές, αλλά εμπόδισε και την αυτοδυναμία του ΑΚΡ. Ο χαρισματικός ηγέτης του HDP Σελαχατίν Ντεμιρτάς δεν έκανε λάθος όταν δήλωνε ότι το μοναδικό έγκλημα του κόμματός του ήταν ότι «πήρε 13% στις εκλογές». Η δικαστική εξουσία, που ελέγχεται από την κυβέρνηση, ξεκίνησε έρευνα κατά του ηγέτη του «τουρκικού Σύριζα» για «παρακίνηση σε βία» και «διασάλευση της δημόσιας τάξης», κατηγορίες που μπορούν να επισύρουν μέχρι και είκοσι χρόνια φυλάκιση.

Με την επίθεσή του στο ΡΚΚ και το HDP, ο Ερντογάν προσεταιρίζεται το εθνικιστικό ακροατήριο, αλλά ξεκαθαρίζει και τους λογαριασμούς του με εκείνη την Αριστερά της οποίας τις προοδευτικές ιδέες μισεί, της οποίας τους διαδηλωτές χαρακτήριζε «αποβράσματα» την επομένη της λαϊκής κινητοποίησης για την προστασία του πάρκου Γκεζί, τον Μάιο του 2013, στην Κωνσταντινούπολη (2). Ένθερμος οπαδός του οικονομικού φιλελευθερισμού, απορρίπτει μετά βδελυγμίας τις προτάσεις του HDP τόσο στα θέματα κοινωνικής προστασίας όσο και στα θέματα προστασίας του περιβάλλοντος. Επίσης, ο Ερντογάν βλέπει με κακό μάτι την προσήλωση του HDP στον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους και δεν έχει εκτιμήσει το γεγονός ότι το κόμμα του Ντεμιρτάς τού καταλογίζει παραβίαση της ιδιωτικής σφαίρας των πολιτών, επειδή κάλεσε τα τουρκικά νοικοκυριά «να κάνουν τουλάχιστον τρία παιδιά».

Πάνω απ’όλα, εκτιμά ο οικονομολόγος Εμρέ Ντελιβελί, «η στρατηγική της έντασης και η πολιτική βία που πυροδοτεί μάλλον θα ωφελήσουν το ΑΚΡ στις εκλογές». Ο ειδικός ισχυρίζεται ότι μπορεί να αποδείξει, με στατιστικά στοιχεία, ότι όλες οι μεγάλης εμβέλειας κρίσεις μετά το 2002 έδωσαν τη δυνατότητα στο ΑΚΡ να αποσπάσει τις ψήφους των πολιτών που φοβούνται την αστάθεια (3). Αν και τίποτα δεν εγγυάται ότι το φαινόμενο θα επαναληφθεί, κάποιες δημοσκοπήσεις που δημοσιεύτηκαν στα μέσα Αυγούστου δείχνουν αύξηση των ποσοστών του ΑΚΡ, το οποίο μπορεί να ελπίζει στην αυτοδυναμία εάν το HDP πέσει κάτω από το 10%.

«Πρόκειται για μια ασυνάρτητη φυγή προς τα εμπρός και για πολύ μεγάλο κρίμα», θεωρεί, από την πλευρά του, Τούρκος επιχειρηματίας, επιφανές μέλος της Tüsiad, εργοδοτικής οργάνωσης μάλλον επιφυλακτικής απέναντι στο ΑΚΡ και σε μεγάλη απόσταση από τις αντιφιλελεύθερες ιδέες του HDP. «Η κατάπαυση του πυρός με το ΡΚΚ έγινε σεβαστή από όλες τις πλευρές για δύο χρόνια. Είναι λυπηρό, λόγοι εσωτερικής πολιτικής να αναζωπυρώνουν μια διένεξη που έχει προκαλέσει 40.000 νεκρούς. Σήμερα, στη χώρα, ιδιαίτερα στο νοτιοανατολικό τμήμα, εδραιώνεται μια προεξεγερσιακή κατάσταση». Άλλοι επιχειρηματίες επισημαίνουν τους κινδύνους αποσταθεροποίησης του ιρακινού Κουρδιστάν, όπου έχουν εγκατασταθεί πολλές τουρκικές επιχειρήσεις και όπου η προπαγάνδα του ΡΚΚ κατηγορεί τον πρόεδρο Μασούντ Μπαρζανί ότι εργάζεται για τα συμφέροντα της Άγκυρας.

Άραβας διπλωμάτης που υπηρετεί στην τουρκική πρωτεύουσα δεν απορρίπτει τα εκλογικά κίνητρα της επίθεσης κατά των Κούρδων, αλλά προτείνει και μία άλλη ερμηνεία: «Αρκετοί στρατιωτικοί, μεταξύ τους και κάποιοι που πρόσκεινται στο ΑΚΡ, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου εδώ και μήνες. Σύμφωνα με τους αξιωματικούς αυτούς, το ΡΚΚ και ο σύμμαχός του στη Συρία, το Κόμμα Δημοκρατικής Ενότητας [PYD], εκμεταλλεύονται την κατάσταση στη γειτονική χώρα. Η Τουρκία θέλει να εμποδίσει τη δημιουργία ενός δεύτερου, συριακού αυτή τη φορά, αυτόνομου Κουρδιστάν στα σύνορά της». Ο ορισμός, στις 5 Αυγούστου, του στρατηγού Χουλουσί Ακάρ, οπαδού της σκληρής γραμμής απέναντι στους Κούρδους αυτονομιστές, στη θέση τού επικεφαλής του γενικού επιτελείου των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, επιβεβαιώνει τη συγκεκριμένη ανάλυση. Η βούληση να συγκρατηθεί η ενισχυόμενη επιρροή του ΡΚΚ στη Συρία εξηγεί γιατί η τουρκική κυβέρνηση επιθυμεί τη δημιουργία ουδέτερης ζώνης μήκους 100 χιλιομέτρων και πλάτους 40 χιλιομέτρων στο συριακό έδαφος, από όπου θα εκδιώκονταν οι μαχητές του ΙΚ, αλλά και οι Μονάδες Προστασίας του Κουρδικού Λαού (YPG).

«Ο κουρδικός λαός θυσιάζεται στο βωμό των προεδρικών φιλοδοξιών του Ερντογάν και της ανικανότητάς του να βοηθήσει τη Συρία», εκτιμά ο Καρέρ, νεαρός Κούρδος οπαδός του HDP. Το κόμμα δεν παραλείπει να καταγγέλλει την ταύτιση του ΡΚΚ με το ΙΚ. «Οι αρχές δηλώνουν ότι βρίσκονται σε διπλό πόλεμο στο όνομα της μάχης κατά της τρομοκρατίας. Όμως, στο στόχαστρο βρίσκεται κυρίως το ΡΚΚ. Το Daech [αραβικό ακρωνύμιο για το ΙΚ] εξακολουθεί να προστατεύεται από τον στρατό και, ακόμη περισσότερο, από την αστυνομία».

Οι τουρκικές αρχές επιμένουν να υποβαθμίζουν τις επιχειρησιακές δυνατότητες του ΙΚ, μολονότι είναι υπεύθυνο για την επίθεση αυτοκτονίας που κόστισε τη ζωή σε 32 νεαρούς οπαδούς της Αριστεράς στην πόλη Σουρούτς, στις 20 Ιουλίου. «Το Daech και το ΡΚΚ αποτελούν δύο απειλές για την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας. Το ΡΚΚ επιτίθεται καθημερινά σε Τούρκους πολίτες και στρατιώτες. Επομένως, είναι λογικό η απάντησή μας να είναι διαφορετική», προσπαθούσε να δικαιολογήσει ο Τζεμαλετίν Χασιμί, επικεφαλής του γραφείου Τύπου του Τούρκου πρωθυπουργού, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο Παρίσι, στις 12 Αυγούστου.

Για να αποκρούσουν τις κατηγορίες περί σύμπλευσης με το ΙΚ, οι τουρκικές αρχές ανακοίνωσαν ότι συνέλαβαν και απέλασαν πάνω από «700 ξένους τρομοκράτες» (έναντι 520 το 2014), οι οποίοι επεδίωκαν να περάσουν στη Συρία. Για τον Μπιγιόν, η ρήξη μεταξύ Άγκυρας και ΙΚ είχε ολοκληρωθεί από την άνοιξη: «Ακόμη κι αν οι αριθμοί δεν μπορούν να επαληθευτούν, είναι προφανές ότι στην Τουρκία έχουν οργανωθεί υπόγειοι πυρήνες της Daech, οι οποίοι μπορούν να στρατολογούν με άνεση μέλη από τη δεξαμενή των 2 εκατομμυρίων Σύρων προσφύγων. Κάτι τέτοιο αποτελεί πραγματική εσωτερική απειλή». Προβληματισμένος, παλαιός υπουργός της κυβέρνησης του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ δεν μασά τα λόγια του: «Ο Ερντογάν επέλεξε τη χειρότερη στρατηγική, με την επίθεση στο ΡΚΚ και την ήπια μεταχείριση του Daech. Έπρεπε να κάνει ακριβώς το αντίθετο. Το Daech σκότωσε νέους που ήθελαν να συμμετάσχουν στην ανοικοδόμηση του Κομπάνι. Εξευτέλισε τη χώρα μας, τον Ιούνιο του 2014, απάγοντας περίπου 50 διπλωμάτες μας. Η Τουρκία κινδυνεύει, αργά ή γρήγορα, να έρθει αντιμέτωπη με τη βία του Daech. Εκείνη τη στιγμή, τι θα κάνουμε; Θα ζητήσουμε συγγνώμη από το ΡΚΚ και θα το ικετεύουμε για βοήθεια, καθώς, προς το παρόν, είναι, μαζί με τους Σύρους συμμάχους του, το μόνο που μπορεί να συγκρατήσει τους τζιχαντιστές;». Πρόκειται για συλλογιστική που συμμερίζεται και ο Άαρον Στάιν, ερευνητής στο Rafik Harriri Center for The Middle East, στην Ουάσινγκτον: «Κάποια στιγμή, η δημιουργία δύο μετώπων θα αποδειχθεί κάθε άλλο παρά οξυδερκής επιλογή. Σε στρατιωτικό επίπεδο, διασπά τις δυνάμεις της Άγκυρας και της στερεί έναν δυνητικό σύμμαχο».

Το ΝΑΤΟ, έχοντας ως προτεραιότητα να μπορεί να χρησιμοποιήσει τις τουρκικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη μάχη του κατά του ΙΚ, έδωσε τη συγκατάθεσή του για τις επιχειρήσεις εναντίον του ΡΚΚ, οι οποίες, στα μέσα Αυγούστου, είχαν προκαλέσει περισσότερους από 100 νεκρούς, μεταξύ τους και άμαχοι, στο ιρακινό Κουρδιστάν. Η έκκληση Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρωπαίων για αυτοσυγκράτηση της Τουρκίας δεν μοιάζει καθόλου πειστική, καθώς οι ίδιες δυνάμεις είναι απρόθυμες να επικρίνουν ανοικτά την τουρκική ανοχή απέναντι στο ΙΚ. «Αναμένουμε τις μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές επιχειρήσεις [της Τουρκίας] εναντίον του Daech, οι οποίες θα αποδείξουν ότι η εποχή της αμφιλεγόμενης σύμπλευσης έχει παρέλθει», επιβεβαιώνει ο Άραβας διπλωμάτης, ο οποίος θεωρεί ότι ο Ερντογάν θα μπορούσε να παρατείνει αυτή την κατάσταση «ψευδοπολέμου» κατά του ΙΚ μέχρι την επικείμενη εκλογική αναμέτρηση, για να μη δυσαρεστήσει το ισλαμικό εκλογικό ακροατήριό του που βλέπει με, λιγότερη ή περισσότερη, συμπάθεια τους τζιχαντιστές. Γιατί, όπως επισημαίνει ο Γιεζίντ Σαΐ, ερευνητής στο Carnegie Middle East Center, στη Βηρυτό, «για να κατανοήσει κανείς τη σημερινή συγκυρία, οδηγείται συνεχώς στην τουρκική εσωτερική πολιτική κατάσταση».

Επανάκαμψη του αυταρχισμού, εκλογικοί ελιγμοί, σταδιακή διπλωματική απομόνωση, στρατιωτικός τυχοδιωκτισμός: το κόστος των φιλοδοξιών του Ερντογάν διαρκώς αυξάνει, με κίνδυνο να ανοίξει ένα νέο, επικίνδυνο κεφάλαιο στην ιστορία της Τουρκίας.

  1. Βλ. Ali Kazancigil, «Το κίνημα Γκιουλέν, ένα τουρκικό αίνιγμα».
  2. Βλ. Tristan Coloma, «Γιατί ο Ερντογάν ελπίζει ότι θα επανακάμψει».
  3. «Is Erdogan warmongering for political power?», «Hürriyet Daily News», Κωνσταντινούπολη, 31 Ιουλίου 2015.

Πηγή: Monde Diplomatique