Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου ίσως χρειαστεί να αγωνιστεί για την πολιτική του επιβίωση, καθώς η αστυνομία ερευνά μια σειρά υποθέσεων διαφθοράς εναντίον του, ωστόσο στα χρόνια της πρωθυπουργίας του οι Ισραηλινοί τού «κόλλησαν» το παρατσούκλι «πρωθυπουργός τεφλόν» (υλικό που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες είναι ολισθηρό και άκαυστο) λόγω της ικανότητας που είχε να ξεπερνά σκοπέλους και πολιτικές κρίσεις και να επιβιώνει σχεδόν αλώβητος.

Ads

Για χρόνια έχει «καθιερωθεί» ως ο άνθρωπος που μπορεί να κρατήσει το Ισραήλ ασφαλή στη «σκληρή γειτονιά» της Μέσης Ανατολής. Έχει λάβει μια σκληρή γραμμή προς τους Παλαιστινίους, θέτοντας τις ανησυχίες για την ασφάλεια του Ισραήλ στην κορυφή κάθε συζήτησης για την ειρήνη.

Όταν ρωτήθηκε πρόσφατα από μια think-tank του Λονδίνου πώς θα ήθελε να τον θυμούνται, απάντησε ως «ο προστάτης του Ισραήλ, αυτός που δημιούργησε τα μέσα για να είναι σίγουρο το μέλλον της χώρας».

Και με ποιο βιογραφικό, το κατάφερε αυτό; Η ιστορία του Νετανιάχου έχει μεγάλο ενδιαφέρον.

Ads

Γεννήθηκε το 1949 στο Τελ Αβίβ. Ο πατέρας του, πανεπιστημιακός καθηγητής ιστορίας, δίδασκε στις ΗΠΑ, και έτσι ο μικρός Μπέντζαμιν πέρασε τα σχολικά του χρόνια στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, έκανε τις πανεπιστημιακές του σπουδές στην αρχιτεκτονική σχολή του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) και το μεταπτυχιακό του στις επιχειρήσεις στο ίδιο πανεπιστήμιο.

Στις ΗΠΑ ξεκίνησε και την επαγγελματική του καριέρα. Στο Boston Consulting Group, μια διεθνή εταιρεία συμβούλων επιχειρήσεων, όπου εργαζόταν, θεωρούνταν αρκετά επιτυχημένος. Η επιτυχία του αυτή, όμως, δεν ήταν ικανή να τον κρατήσει πέραν του Ατλαντικού. Το 1967 επέστρεψε στο Ισραήλ και σε ηλικία 18 ετών παρουσιάστηκε στο στρατό για να ενταχθεί στις ειδικές μονάδες κομάντος.

Το 1972, κατά τη διάρκεια μιας επιχείρησης διάσωσης ομήρων του αεροπλάνου της Sabena, που είχε καταληφθεί από Παλαιστίνιους αεροπειρατές στο αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν του Τελ Αβίβ, ο Νετανιάχου τραυματίστηκε. Η επιχείρηση, που ήταν υπό τις διαταγές του κατόπιν πολιτικού αντιπάλου του Εχούντ Μπαράκ, πήγε όμως καλά και οι συμπολίτες του τον αντιμετωπίσανε ως ήρωα.

image

Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο αδελφός του, Τζόναθαν, με τον οποίο ήταν πολύ συνδεδεμένος, σκοτώθηκε σε μια παρόμοια επιχείρηση με αυτήν του 1972. Το 1976, στο αεροδρόμιο του Έντεμπε της Ουγκάντα, Ισραηλινοί κομάντος κατάφεραν σε μια επιχείρηση να απελευθερώσουν 103 ομήρους που κρατούσαν τρομοκράτες μέσα σε αεροσκάφος της Air France. Τρεις Ισραηλινοί κομάντος σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της επιχείρησης. Ο ένας ήταν ο αδελφός του Νετανιάχου. Συντετριμμένος από το θάνατο του αδελφού του, ο Νετανιάχου έθεσε την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στόχο της ζωής του.

Το 1979, ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου διοργάνωσε ένα διεθνές συνέδριο εναντίον της τρομοκρατίας, εκ μέρους του Ινστιτούτου Τζόναθαν, ενός ιδιωτικού ιδρύματος αφιερωμένου στη μνήμη του αδελφού του. Στο συνέδριο αυτό συμμετείχαν μεγάλης εμβέλειας προσωπικότητες, όπως ο μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους (ο πατέρας) και ο μελλοντικός υπουργός του επί των Εξωτερικών, Τζορτζ Σουλτς. Το συνέδριο αυτό σηματοδότησε το ξεκίνημα της πολιτικής του καριέρας. Η ισραηλινή κυβέρνηση του προσέφερε πρώτα τη θέση του γραμματέα της πρεσβείας της στην Ουάσινγκτον και στη συνέχεια τη θέση του πρέσβη του Ισραήλ στα Ηνωμένα Έθνη.

Το 1988, έχοντας ήδη επιστρέψει στο Ισραήλ, είναι πλέον αποφασισμένος. Εκλέγεται βουλευτής υπό τη σημαία του Λικούντ και με τη νίκη του κόμματος διορίζεται υφυπουργός Εξωτερικών. Το 1993 εκλέγεται πρόεδρος του κόμματος και, στις εκλογές του Μαΐου, οδηγεί το κόμμα στη νίκη και τον εαυτό του στην πρωθυπουργία.

Η αντιπολίτευση, οι Παλαιστίνιοι και η διεθνής κοινότητα τον κατηγορούσαν ότι παραβιάζει κατάφωρα τους όρους των συμφωνιών του Όσλο. Εντός της κυβέρνησής του, είδε τρεις βασικούς υπουργούς του να παραιτούνται και τη χώρα να βυθίζεται στο πένθος έπειτα από σειρά βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας με αφορμή τον εποικισμό σε αραβικές γειτονιές της Ανατολικής Ιερουσαλήμ.

Το Μάιο του 1999 έχασε τις εκλογές από τον Εχούντ Μπαράκ. Μετά τις εκλογές, υπήρξε βροχή καταγγελιών κόντεψε για τον ίδιο και τη γυναίκα του. Οι κατηγορίες εις βάρος του ζεύγους Νετανιάχου ήταν παράνομη σύμβαση με κρατική εταιρεία για κατασκευαστικά έργα στην ιδιωτική του κατοικία, παράνομη ιδιοποίηση επίσημων δώρων από αρχηγούς κρατών και παρακώλυση του έργου της Δικαιοσύνης.

Η υπόθεση πήρε το δρόμο της Δικαιοσύνης, αλλά τελικά το Σεπτέμβριο του 2000 ο γενικός εισαγγελέας την έβαλε στο συρτάρι, επικρίνοντας ωστόσο τη στάση του πρώην πρωθυπουργού. Ο Νετανιάχου, ο οποίος είχε χάσει μετά τις εκλογές τη βουλευτική του έδρα, άρχισε να καταστρώνει σχέδια για την επιστροφή του. Και τελικά τα κατάφερε ως επίμονος κομάντο.

Το 2001 αρνήθηκε την ευκαιρία να γίνει πρωθυπουργός καθώς απαίτησε τη διεξαγωγή γενικών εκλογών. Με τον τρόπο αυτό διευκόλυνε την άνοδο του Αριέλ Σαρόν στην εξουσία. Το 2002 το Εργατικό Κόμμα αποχώρησε από το συνασπισμό και η θέση του υπουργού Εξωτερικών έμεινε κενή. Ο Νετανιάχου διορίστηκε στο αξίωμα αυτό από τον Σαρόν. Οι δύο άνδρες αναμετρήθηκαν και στην ηγεσία του κόμματος Λικούντ. Ο Σαρόν βγήκε νικητής κι εκεί.

Έπειτα από τις εκλογές του 2003 ο Νετανιάχου έγινε υπουργός Οικονομικών στη νέα κυβέρνηση συνασπισμού του Σαρόν. Ο πολιτικός δεν υποστήριξε την ιδέα για ένα μελλοντικό παλαιστινιακό κράτος, αν και δύο φορές το 2001 επέδειξε προθυμία να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Ως υπουργός Οικονομικών προέβη σε σειρά μεταρρυθμίσεων στο τραπεζικό σύστημα. Το 2005 παραιτήθηκε από υπουργός Οικονομικών.

Μετά την αποχώρηση του Σαρόν από το Λικούντ, πρόεδρος του κόμματος εξελέγη με 47% στον προκριματικό γύρο ο Νετανιάχου, στις 20 Δεκεμβρίου του 2005. Στις εκλογές του 2006 το Λικούντ ηττήθηκε και ήρθε τρίτο, πίσω από το Καντίμα και τους Εργατικούς. Έτσι, ο Νετανιάχου έγινε αρχηγός της Αντιπολίτευσης. Επανεξελέγη πρόεδρος του Λικούντ με 73%, νικώντας τον ακροδεξιό Μοσέ Φέιγκλιν, στις 14 Αυγούστου του 2007. Εξέφρασε την αντίθεσή του στην εκεχειρία στη Γάζα του 2008.

Στις 31 Ιουλίου του 2008 ο Νετανιάχου, ως ηγέτης του Λικούντ, ζήτησε τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Ο Ολμέρτ παραιτήθηκε και ανέλαβε υπηρεσιακός πρωθυπουργός για να επιβλέψει τη διεξαγωγή νέων εκλογών.

Το Λικούντ ήρθε δεύτερο σε ψήφους στις εκλογές και ο Νετανιάχου ανακηρύχθηκε νικητής των εκλογών, επειδή τα κόμματα της δεξιάς πτέρυγας είχαν κατακτήσει τις πιο πολλές ψήφους. Στις 20 Φεβρουαρίου του 2009 έγινε εντολοδόχος πρωθυπουργός, λαμβάνοντας την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον πρόεδρο Πέρες.

Παρότι οι εταίροι στον συνασπισμό του είχαν κερδίσει πλειοψηφία της τάξης των 65 εδρών στο κοινοβούλιο, ο Νετανιάχου προτίμησε να συνεργαστεί με τους αντιπάλους του στο Καντίμα και τους κεντρώους. Το κόμμα της αντιπάλου του, Τζίπι Λίβνι, αρνήθηκε να συμμετάσχει και οι συνομιλίες κατέρρευσαν. Τελικά, ο Νετανιάχου συμφώνησε με το Εργατικό Κόμμα του Εχούντ Μπαράκ και σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού. Η κυβέρνησή του εγκρίθηκε από την Κνεσέτ στις 31 Μαρτίου του 2009 και ανέλαβε την ίδια ημέρα.

Στις εκλογές του 2015 ο Νετανιάχου παρέμεινε πρωθυπουργός, με το κόμμα του, το Λικούντ να κερδίζει τις εκλογές, εξασφαλίζοντας 30 έδρες στην Κνεσέτ. Τον Απρίλιο του 2015 έλαβε νέα προθεσμία 14 ημερών για να σχηματίσει κυβέρνηση. Σχεδόν μία ώρα πριν την εκπνοή της διορίας που του είχε δοθεί για να γίνει πρωθυπουργός, ο Νετανιάχου συμφώνησε με τους ηγέτες 4 κομμάτων και σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού στις 6 Μαΐου 2015.