Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, τον Οκτώβριο του 2001, λίγα 24ωρα μετά την ανακοίνωση της επιχείρησης «Διαρκής Ελευθερία» με την οποία οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους ξεκίνησαν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, τον πιο μακρόχρονο της αμερικανικής ιστορίας, ο Σουηδός συγγραφέας, Γιαν Μιρντάλ, σε άρθρο του στη «Νόιες Ντόιτσλαντ», ρίσκαρε μια πρόβλεψη συντριπτικής ήττας των ΗΠΑ. 

Ads

‘Εγραφε μεταξύ άλλων: «Δε χρειάζεται να γυρίσει κανείς πίσω στην εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου – αν κι αυτό θα ήταν χρήσιμο – για να μάθει ότι το Αφγανιστάν υπήρξε ο τάφος πολλών αυτοκρατοριών. ‘Ηταν πάντως το Αφγανιστάν , όπου η βρετανική αυτοκρατορία από το 1839 υπέστη τις πρώτες μεγάλες ήττες της. Στο δεύτερο βρετανικό πόλεμο κατά του Αφγανιστάν τα στρατεύματά της καταστράφηκαν ολοκληρωτικά, σώθηκε ένας και μόνος άνδρας αυτός της μεγάλης πολεμικής μηχανής που μπόρεσε να μεταδώσει την είδηση για την ήττα. Ο τρίτος χαμένος βρετανικός πόλεμος κατά το Αφγανιστάν το 1919 προκάλεσε τη μαχητική φάση του ινδικού απελευθερωτικού κινήματος κατά της βρετανικής κυριαρχίας.

Αυτό οδήγησε στο γεγονός οι Βρετανοί να αναγκαστούν το 1947 να εγκαταλείψουν την Ινδία και όλη η παγκόσμια αυτοκρατορία τους κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Η Μεγάλη Βρετανία έγινε κράτος δεύτερης σειράς με μια ειδική σχέση (υποταγής) στην Ουάσιγκτον (…) Αν τώρα οι ΗΠΑ με μεγάλη στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη θα συμβάλανε στη νίκη της Βόρειας Συμμαχίας, σύντομα θα έβλεπαν ότι ούτε τον προσδοκώμενο πετρελαιαγωγό ούτε μια φιλική κυβέρνηση θα αποκτούσαν (…) Χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά – το ίδιο αθώα, όπως όλα τα άλλα θύματα των πολέμων – θα υποφέρουν και θα πεθάνουν από πείνα, αρρώστιες και τραύματα. Επίσης στις ΗΠΑ οι μητέρες θα πάρουν τα (νεκρά) παιδιά τους μέσα σε μαύρες πλαστικές σακούλες. Οι ΗΠΑ έβαλαν το χέρι τους στη φωλιά των σφηκών. Μ’ αυτό γίνεται αναπόφευκτη η καταστροφή αυτής της αυτοκρατορίας, όπως προηγούμενα της βρετανικής και της σοβιετικής. Αυτό το γνωρίζουν στην Ασία».

Από την απόσταση των 17 χρόνων που χωρίζουν τις παραπάνω προβλέψεις, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να τεκμηριωθεί αντίρρηση ως προς την ορθότητά τους. Μπορεί τυπικά οι ΗΠΑ να μην έχουν υποστεί κάποια συντριπτική ήττα, αλλά είναι σίγουρα εξαιρετικά απίθανο να μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει αυτό που συμβαίνει εκεί ως «νίκη» τους. Επίσης, σίγουρα χύνεται αίμα γυναικόπαιδων και αναμφισβήτητα οι Αμερικανίδες μητέρες βλέπουν τα δικά τους παιδιά να επιστρέφουν μέσα σε νεκρικούς σάκους. Ο αριθμός των νεκρών αμάχων από τα «λάθη» των δυτικών στρατευμάτων είναι ανυπολόγιστος μέχρι σήμερα, όπως ανυπολόγιστη είναι και η καταστροφή στις υποδομές της χώρες, καθώς και οι συνέπειες από την πολιτισμική και κοινωνική υποβάθμιση λόγω του πολέμου, που βυθίζει ταχύτατα την αφγανική κοινωνία στον σκοταδισμό.

Ads

Το πρόσφατο τηλεοπτικό διάγγελμα του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ δεν άφησε κανένα περιθώριο αισιοδοξίας ότι η κατάσταση θα αλλάξει. Αντίθετα, παρουσιάζοντας την «νέα στρατηγική» για την περιοχή, ο Τραμπ άνοιξε το δρόμο για την αύξηση των αμερικανικών στρατιωτών στο Αφγανιστάν, υποστηρίζοντας ότι η απόσυρση από τη μακροβιότερη στρατιωτική συμπλοκή της Αμερικής δεν πρέπει να γίνει εσπευσμένα.

Ο Τραμπ στο διάγγελμα του είπε ότι η νέα του προσέγγιση σκοπεύει να εμποδίσει το Αφγανιστάν να γίνει ασφαλής τόπος για ισλαμιστές μαχητές που είναι προσηλωμένοι σε επιθέσεις εναντίον των ΗΠΑ. Περιέγραψε επίσης μια σκληρότερη προσέγγιση στην αμερικανική πολιτική ως προς το Πακιστάν. «Το αρχικό μου ένστικτο ήταν η απόσυρση», είπε στην ομιλία του, αλλά πρόσθεσε πως τον έπεισαν οι σύμβουλοί του της εθνικής ασφάλειας να ενισχύσει την στήριξη της κυβέρνησης στην Καμπούλ, που στηρίζει η Αμερική, ώστε να εμποδιστούν οι Ταλιμπάν να την ανατρέψουν.

Ο Τραμπ δεν ανέφερε πόσοι στρατιώτες θα αποσταλούν στο Αφγανιστάν, αλλά όπως διέρρευσε ο υπουργός Άμυνας Τζέιμς Μάτις σκοπεύει να στείλει άλλους 4.000 που θα συμπληρώσουν τους 8.400 που ήδη έχουν αναπτυχθεί στο Αφγανιστάν.

Αν ανατρέξει κανείς στην ιστορία της επέμβασης των Αμερικανών στο Αφγανιστάν, το πιθανότερο είναι να διαπιστώσει πως τα παραπάνω δεν αποτελούν κάποια «νέα στρατηγική», αλλά μια συνεπής συνέχεια της μέχρι σήμερα αδιέξοδης τακτικής των ΗΠΑ του ΝΑΤΟ και των συμμάχων τους στην περιοχή. Τακτική η οποία, πέρα από κάποιες εντυπωσιακές, σε προπαγανδιστικό επίπεδο, επιτυχίες στο πέρασμα του χρόνου, όπως η εξόντωση του στρατιωτικού επικεφαλής όλων των δυνάμεων των Ταλιμπάν στην χώρα, μουλά Νταντούλ, τον Μάιο του 2007 και βέβαια η εξόντωση του αρχηγού της Αλ Κάιντα, Οσάμα μπιν Λάντεν τον Μάιο του 2011, δεν άλλαξε ουσιαστικά την κατάσταση.

Αντίθετα, η χώρα βυθίστηκε ακόμη πιο πολύ στο χάος, ενώ, η μοναδική παραγωγική δραστηριότητα που ανθεί είναι αυτή της ηρωίνης. Το 2013, ο τότε επικεφαλής της ρωσικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ναρκωτικών παρουσίασε στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία, η παραγωγή ηρωίνης στο Αφγανιστάν αυξήθηκε κατά 40 φορές από την ώρα που το ΝΑΤΟ ξεκίνησε τον «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας» το 2001.
 
«Η αφγανική ηρωίνη έχει σκοτώσει περισσότερους από 1 εκατομμύριο ανθρώπους παγκοσμίως αφού ξεκίνησε η Επιχείρηση Διαρκούς Ελευθερίας και περισσότερα από ένα τρις δολάρια έχουν επενδυθεί σε διεθνείς πωλήσεις ναρκωτικών από το οργανωμένο έγκλημα», είπε ο Βίκτωρ Ιβάνοφ, σε ένα συνέδριο για τα ναρκωτικά του Αφγανιστάν.

Ο Ιβάνοφ επεσήμανε ότι ο κύριος παράγοντας αστάθειας στην χώρα που έχει κλονιστεί από τον πόλεμο παραμένει η επικερδής βιομηχανία ηρωίνης. «Κάθε αμερόληπτος παρατηρητής πρέπει να παραδεχθεί το θλιβερό γεγονός ότι η διεθνής κοινότητα έχει αποτύχει να περιορίσει την παραγωγή ηρωίνης στο Αφγανιστάν μετά την έναρξη των ΝΑΤΟϊκών επιχειρήσεων», πρόσθεσε.
 
Σύμφωνα με την μελέτη του, την οποία παρουσίασε στην 56η συνεδρίαση της Επιτροπής του ΟΗΕ για τις Ναρκωτικές Ουσίες, που πραγματοποιήθηκε στην Βιέννη στις 11 Μαρτίου του 2013, οι καλλιέργειες οπίου αυξήθηκαν κατά 18% – από 131.000 εκτάρια σε 154.000.
 
Το γκροτέσκο της υπόθεσης είναι, ότι λίγο πριν την αμερικανική εισβολή, οι Ταλιμπάν είχαν απαγορεύσει την καλλιέργεια παπαρούνας χαρακτηρίζοντάς την αντι-ισλαμική. Αυτό είχε μειώσει την γενική παραγωγή. Αλλά μετά την εμπλοκή της Δύσης η παραγωγή συνεχίστηκε και αυτή την στιγμή το Αφγανιστάν παράγει περίπου το 90% της παγκόσμιας παραγωγής οπίου. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ποσότητας καταλήγει στους δρόμους της Ευρώπης και της Ρωσίας. Αν μη τι άλλο, ούτε αυτό μπορεί να χρεωθεί ως «επιτυχία» της επιχείρησης «Διαρκής Ελευθερία».

Μια παλιά… «νέα στρατηγική»

‘Ομως, ο όρος «νέα στρατηγική» για το Αφγανιστάν, δεν ακούστηκε για πρώτη φορά από τον Τραμπ. Την 1η Δεκεμβρίου του 2009, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, μιλώντας στην στρατιωτική ακαδημία του Ουέστ Πόιντ, παρουσίασε την δική του «νέα στρατηγική» για το Αφγανιστάν: Στρατιωτική δράση εναντίον των Ταλιμπάν, συνεργασία με τον ΟΗΕ, τους διεθνείς εταίρους και τον αφγανικό λαό και στενή συνεργασία με το Πακιστάν. Ανακοίνωσε επίσης, ως δεύτερο στάδιο του σχεδίου, την έναρξη της σταδιακής αποχώρησης των στρατευμάτων τον Ιούλιο του 2011.

Τα πράγματα όμως προέκυψαν διαφορετικά: Μέχρι το Μάιο του 2011, η ανατολική επαρχία Νουριστάν (που συνορεύει με το Πακιστάν) έγινε ουσιαστικά «δημοκρατία των Ταλιμπάν». Νωρίτερα, στις αρχές εκείνης της χρονιάς, μονάδες του αμερικανικού στρατού εγκατέλειψαν τις προωθημένες θέσεις τους λόγω των μεγάλων απωλειών που είχαν υποστεί και της αναποτελεσματικότητας των επιχειρήσεών τους στην περιοχή των συνοριακών φαραγγιών.

Τον Ιούνιο του 2011 ο Ομπάμα αναγγέλει, ότι η διαδικασία παράδοσης της αρμοδιότητας για την ασφάλεια στην χώρα στις τοπικές αρχές θα ολοκληρωθεί το 2014. Στις 13 Φεβρουαρίου του 2013 ανακοινώνει στο Κογκρέσο την επιστροφή 34.000 Αμερικανών στρατιωτικών, από τους 66.000 που υπηρετούσαν εκείνη την στιγμή στο Αφγανιστάν. Στις 30 Σεπτεμβρίου του 2014, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και Αφγανιστάν υπογράφουν συμφωνία για την παραμονή 10.000 Αμερικανών στρατιωτών και 3.000 νατοϊκών μέχρι το 2016. Στις 28 Δεκεμβρίου του 2014, η αποστολή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν «ολοκληρώνεται» με μυστική τελετή, για λόγους ασφαλείας, στην Καμπούλ.

Αμέσως μετά, την 1η Ιανουαρίου του 2015, το ΝΑΤΟ ανακοινώνει την νέα επιχείρησή του στο Αφγανιστάν, η οποία εμφανίζεται ως «επικουρική» των αφγανικών δνάμεων ασφαλείας και του στρατού… εξακοντίζοντας τον αριθμό των δυτικών δυνάμεων στους 139.000 στρατιωτικούς, ελάχιστα λιγότερους από τον ανώτατο αριθμό των 140.000 στρατιωτικών το 2010, πριν την υποτιθέμενη «αποχώρηση».

Μπορεί το διάγγελμα Τραμπ να παραπέμπει σε συνέχιση του ίδιου σκηνικού βίας και χάους στο Αφγανιστάν, σίγουρα όμως γίνεται μέσα σε διαφορετικές συνθήκες από το 2001. Το Ιράκ παραμένει μια ανοιχτή πληγή η οποία κακοφόρμισε μετά την έναρξη του πολέμου στην Συρία, η επέμβαση στην Υεμένη, με την ασύλληπτη ανθρωπιστική καταστροφή που επέφερε, καθώς και το διπλωματικό – οικονομικό χτύπημα στο «σαμάρι» Κατάρ για να πιεστεί ο «γάιδαρος» Ιράν και κατ’ επέκταση η Ρωσία, εκθέτει τους συμμάχους των ΗΠΑ στον Κόλπο – άρα και τις ίδιες τις ΗΠΑ – ενώ η Ρωσία επανήλθε ιδιαίτερα δυναμικά στην διεθνή «αρένα», αμφισβητώντας, μέσω της εμπλοκής της στην Συρία, τον ρόλο του «αφεντικού» που έδωσαν οι ΗΠΑ στον εαυτό τους για την Μέση Ανατολή.

Μπορεί, επίσης, αυτό το διάγγελμα να «χαιρετίστηκε» από παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ, όπως την Βρετανία και κάποια μέλη του ΝΑΤΟ, αλλά αφενός αυτό ήταν κάτι αναμενόμενο, αφετέρου μακράν δεν μπορεί να επηρεάσει την διεθνή «παγωμάρα» έναντι της σημερινής διοίκησης στον Λευκό Οίκο για μια σειρά λόγους, από την κλιματική αλλαγή μέχρι την κάλυψη που προσέφερε ο Τραμπ στους δολοφόνους φασίστες στον Σάρλοτσβιλ.

Από την άλλη, το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας σχολίασε ότι ήρθε εδώ και καιρό η ώρα που πρέπει οι ΗΠΑ να αναγνωρίσουν την εκστρατεία τους στο Αφγανιστάν ως αποτυχημένη και να αποχωρήσουν. Ο Ζαμίρ Καμπούλοφ, ειδικός εκπρόσωπος του Ρώσου προέδρου για το Αφγανιστάν και διευθυντής του δεύτερου τμήματος Ασίας του ρωσικού ΥΠΕΞ, δήλωσε, ότι η Μόσχα ποτέ δεν πίεζε για αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, ούτε βιαζόταν για κάτι τέτοιο, αλλά, όσο οι ΗΠΑ δεν μπορούν να κάνουν τίποτα εκεί, «ας φύγουν». «Η αμερικανική εκστρατεία στο Αφγανιστάν απέτυχε. Το Αφγανιστάν μπορεί να καταστεί διεθνές φυτώριο τρομοκρατίας. Στην πραγματικότητα, εν μέρει είναι ήδη».

Η ρωσική εφημερίδα «Ισβέστια» αναφέρει, πως ο Ρώσος διπλωμάτης σχολίασε και δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου, τα οποία επικαλούνται τον ιδρυτή της γνωστής μισθοφορικής εταιρίας, «Blackwater», Έρικ Πρινς, σύμφωνα με τον οποίο, ο Λευκός Οίκος εξετάζει σοβαρά την υποστήριξη και εκπαίδευση του αφγανικού στρατού, όχι από τον αμερικανικό στρατό, αλλά από αμερικανικές μισθοφορικές εταιρίες. Ο Καμπούλοφ είπε ότι οι ΗΠΑ είναι «απελπισμένες» και το παραπάνω σχέδιο είναι «ανοησία». «Τίποτα καλό δεν θα προκύψει. Οι μισθοφόροι απλώς θα το βάλουν στα πόδια. Τους νοικιάζουν από όλο τον κόσμο. Πώς θα πολεμήσουν τους Ταλιμπάν;».

Η ρωσόφωνη έκδοση της «Φωνής της Αμερικής» γράφει, ότι πρώην Αμερικανοί στρατιωτικοί αντιμετώπισαν με σκεπτικισμό το διάγγελμα Τραμπ, θεωρώντας, ότι αυτή η «νέα στρατηγική» είναι αποκομμένη από την πραγματικότητα. Ωστόσο, ο ανεξάρτητος αναλυτής, Βαντίμ Μακαρένκο, εκτιμά ότι αυτή η στρατηγική δεν είναι μάταιη, αλλά εξαρτάται από το πόσο ακόμη σκοπεύουν οι ΗΠΑ να παραμείνουν στο Αφγανιστάν. «Όπως φαίνεται οι ΗΠΑ δεν θέλουν να φύγουν από εκείνη την περιοχή, διότι αυτό τους επιτρέπει να παραμείνουν στο κέντρο της Ευρασίας» δήλωσε στην «Φωνή της Αμερικής». «Και αυτή είναι μια απόλυτα ορθολογική προσέγγιση, αν και δεν συζητείται δημόσια. Αντίθετα, τίθεται το ερώτημα σχετικά με τη μεταμόρφωση της αφγανικής κοινωνίας, η οποία μπορεί να πάρει πολύ χρόνο».

Ο αναλυτής αναφέρθηκε και στο σημείο του διαγγέλματος του Τραμπ, το οποίο αναφέρει πως, από τώρα και στο εξής, η στρατηγική των ΗΠΑ θα στραφεί από τις προσπάθειες εκδημοκρατισμού και οικοδόμησης του κράτους στο Αφγανιστάν, στην εξόντωση των τρομοκρατών. Ο Μακαρένκο δεν είδε σε αυτό οποιαδήποτε ασυνέπεια ή λανθασμένο υπολογισμό.

«Είναι άλλο θέμα ότι η εφαρμογή της στρατηγικής αυτής θα απαιτήσει τόσο κονδύλια, όσο και χρόνο», διευκρίνισε. «Αυτό το πρόγραμμα είναι λογικό, αν έχει σχεδιαστεί για δεκαετίες, όχι για ένα ή δύο χρόνια. Δεν νομίζω ότι αυτή η απόφαση είναι μόνο του προέδρου Τραμπ. Αντίθετα, πρόκειται για απόφαση του αμερικανικού στρατιωτικού κατεστημένου και είναι καλά μελετημένη. Είναι προφανές πως οι ΗΠΑ ετοιμάζονται για μακροπρόθεσμη εγκατάσταση».

Από την άλλη πλευρά, ο επικεφαλής επιστημονικών μελετών του ινστιτούτου «Διαπολιτισμικός διάλογος», Αλαξέι Μαλασένκο, εμφανίστηκε εξαιρετικά απαισιόδοξος. «Το τι κάνει το αμερικανικό στρατιωτικό κατεστημένο δεν γίνεται αμέσως προφανές. Δεν πολεμούν, διότι αυτό θα κόστιζε περισσότερο. Διαβεβαιώνουν ότι προετοιμάζουν και εκπαιδεύουν στον αφγανικό στρατό. Την ίδια στιγμή ο Τραμπ λέει ότι οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να οικοδομήσουν οτιδήποτε στο Αφγανιστάν και ότι θα πολεμήσουν την τρομοκρατία. Πού οδηγούν όλα αυτά είναι δύκολο να κατανοηθεί. Οι Αμερικανοί έπεσαν στον ίδιο λάκο που έπεσε η Σοβιατική Ενωση πριν 40 χρόνια. Και το να βγεις από αυτόν είναι πολύ δύσκολο. Το να εγκαταλείψεις την σημερινή κυβέρνηση της Καμπούλ στην μοίρα της, δεν γίνεται. Δεν θα αντέξει ούτε μήνα. Το ερώτημα είναι, ποιος θα έρθει στην θέση της».

Ο αναλυτής εκτιμά, πως αν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε θα προκύψει ο πιο φρικτός πόλεμος, εμφύλιος και μη, ταυτόχρονα, με την συμμετοχή διαφόρων φραξιών των Ταλιμπάν, του ISIS, ακόμη και του Πακιστάν. Θεωρεί επίσης, ότι η θέση της Ρωσίας, όπως εκφράστηκε παραπάνω, αντανακλά το γεωστρατηγικό της συμφέρον να εξαφανιστούν οι ΗΠΑ από την περιοχή και ότι αν οι σχέσεις μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον ήταν καλύτερες, τότε η Ρωσία δεν θα είχε αντίρρηση στην παραμονή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν.

Τελικά ποιο είναι το συμπέρασμα; Ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, τα γεωπολιτικά «παιχνίδια» των μεγάλων δυνάμεων για το μοίρασμα του πλανήτη σε σφαίρες επιρροής, φέρνουν μόνο θάνατο, εξαθλίωση και προσφυγιά για τους λαούς. Απέναντι σε αυτήν την αμείλικτη και αιματοβαμμένη  πραγματικότητα, το αν είναι ή όχι «ορθολογική» η «νέα στρατηγική» των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, με κριτήριο φυσικά τα αμερικανικά συμφέροντα, ή αν η Μόσχα θέλει ή δεν θέλει τους Αμερικανούς στην γεωστρατηγική «αυλή» της ανάλογα με το αν τα «βρίσκει» ή όχι με την Ουάσιγκτον για την Συρία και το Ιράν, δεν έχει καμία ουσιαστική σημασία.