Το πρόσωπο της Ρωσίας έχει αλλάξει. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν και η κυβέρνησή του έχουν οικοδομήσει μια αμοιβαία επωφελή σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτό αποτελεί ένα βασικό στοιχείο του νέου εθνικισμού της χώρας. 

Ads

«Γνωρίζουμε πόσο εύθραυστη είναι η πολιτική ειρήνη και δεν πρέπει να ξεχνάμε πόσο δύσκολο είναι να θεραπεύσουμε τις πληγές που γεννιούνται από σχίσματα. Ως εκ τούτου, είναι κοινό μας καθήκον να κάνουμε ό, τι μπορούμε για να διατηρήσουμε την ενότητα του ρωσικού έθνους». Τη δήλωση – μήνυμα αυτή έκανε ο Ρώσος Πρόεδρος στα εγκαίνια μιας μονής τον περασμένο Μάιο. 

Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν εξαφανίστηκε εξ ολοκλήρου κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής εποχής, στη Ρωσία αλλά ήταν μια δύσκολη περίοδος γι’ αυτή, σημειώνει σε ανάλυσή της η Monde Diplomatique. Ο κλήρος διώχθηκε βίαια από τους μπολσεβίκους καθώς είχε στενούς δεσμούς με την απολυταρχία. Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μόνο 250 ενορίες παρέμεναν δραστήριες σε σχέση με τις 54.000 που ήταν ενεργές το 1914. Μετά την εισβολή των ναζί, ο Στάλιν αποκατέστησε την Εκκλησία για να στηρίξει την κινητοποίηση στη μακρά παράδοση των ρωσικών ιερών πολέμων εναντίον των βάρβαρων εισβολέων.

Η αποκατάσταση του κλήρου το 1943 έγινε υπό την στενή εποπτεία της μυστικής αστυνομίας και του Συμβουλίου για τις Υποθέσεις της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας κι ενώ οι διακριτικές εκφράσεις λατρείας ήταν ανεκτές, απαγορευόταν η Εκκλησία να παίρνει μέρος στη δημόσια ζωή. Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, περισσότεροι Ρώσοι στράφηκαν προς το Θεό. Το 1991, μόνο το ένα τρίτο αυτοχαρακτηρίζονταν ως Ορθόδοξοι, ενώ μέχρι το 2012, ο αριθμός αυτός έφτασε σχεδόν στα τρία τέταρτα. Οι μουσουλμάνοι στη Ρωσία ήταν μόνο μια μικρή μειονότητα, στο 7%. 

Ads

Πλέον, το κράτος και η Εκκλησία έχουν έρθει σε μια αμοιβαία κερδοφόρα κατανόηση. Ο Αλεξέι Μπεγκλόφ, ειδικός σε θέματα της ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, δήλωσε: «Μετά από δεκαετίες παραγκωνισμού, η Εκκλησία θέλει να αυξήσει την παρουσία της και την επιρροή της σε τομείς που είναι σημαντικοί γι’ αυτήν: την οικογένεια, τον έλεγχο των γεννήσεων, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό και την ηθική. Κι έχει κάποια επιτυχία». 

Οι πιέσεις από τους ορθόδοξους κατέληξαν σε μια μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση που καθιστούσε τις αρχές των θρησκευτικών πολιτισμών ως υποχρεωτικό μάθημα. Οι δε γονείς έχουν από το 2012 το δικαίωμα να επιλέξουν μια ενότητα του μαθήματος που να ταιριάζει με την πίστη τους αν και σε πολλές περιπτώσεις, οι περιορισμένοι πόροι, μπορεί να σημαίνουν ότι η επιλογή δεν είναι διαθέσιμη. 

Η Εκκλησία επίσης έχει αποκτήσει τα τελευταία χρόνια φίλους στο υπουργείο Παιδείας που προωθούν περισσότερες ώρες εκμάθησης των θρησκευτικών αλλά και στο υπουργείο Υγείας αποκτώντας μια κάποια επιρροή. Εκεί οι επίσκοποι προσκαλούνται τακτικά σε συναντήσεις για τη δημόσια υγεία και εκφράζουν τη γνώμη τους για την προωθούμενη πολιτική. Για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 2015, ο επίσκοπος Παντελεήμων Σάτοφ είπε στην υπουργό Υγείας, Βερόνικα Σκβόρτσοβα ότι το AIDS είχε «μια κοινωνική και ηθική ή μάλλον ανήθικη αιτία», υποστηρίζοντας ότι ο μόνος τρόπος για την καταπολέμηση της νόσου ήταν η «προώθηση υγειών ηθικών αξιών». 

Η κυβέρνηση επιχορηγεί επίσης καταφύγια για έγκυες γυναίκες και νεαρές μητέρες που διοικούνται από ορθόδοξους οργανισμούς. Η Μαρία Στουντενίκινα διευθύντρια του Οίκου για τις Μητέρες στο κέντρο της Μόσχας, λέει: «Δίνουμε σπίτι σε δώδεκα γυναίκες που αρνούνται να κάνουν άμβλωση παρά τις πιέσεις των συντρόφων τους ή τις οικονομικές δυσκολίες». Μιλά για «μαζικές δολοφονίες»: «Το να είσαι ορθόδοξος σημαίνει να είσαι πατριώτης και να αγαπάς τη Ρωσία. Αυτό σημαίνει να αρνείσαι να δολοφονήσεις τα μελλοντικά παιδιά της που θα γίνουν στρατιώτες της και θα την υπερασπιστούν. Ο Πούτιν ακούει τον πατριάρχη μας».  

Το 2014 η Εκκλησία κατάφερε να σταματήσει μια μεταρρύθμιση που είχε στόχο να δημιουργήσει ένα ειδικό σύστημα δικαιοσύνης ανηλίκων με μια λιγότερο επιθετική προσέγγιση και εναλλακτικές λύσεις για τις ποινές φυλάκισης. Στο όνομα της υπεράσπισης της οικογενειακής ενότητας, η Εκκλησία πολέμησε κι εμπόδισε επίσης έναν νόμο για την κοινωνική μέριμνα, με στόχο να εμποδίσει τα παιδιά γονέων με οικονομικές δυσκολίες να τοποθετηθούν σε εξειδικευμένα ιδρύματα. 

Οι δραστηριότητες ορισμένων υπερ-ορθόδοξων ομάδων προχωρούν πολύ περισσότερο. Το περασμένο φθινόπωρο ματαίωσαν την προβολή της ταινίας Ματίλντα, που αναφερόταν στην σχέση του Τσάρου Νικολάου Β’ με μια μπαλαρίνα. Το 2012, αφού τρία μέλη της φεμινιστικής μπάντας Pussy Riot φυλακίστηκαν για διαμαρτυρία στον καθεδρικό ναό του Χριστού Σωτήρος στη Μόσχα, το πατριαρχείο καλωσόρισε ένα νόμο που ποινικοποιούσε «την προσβολή των αισθημάτων των Ορθοδόξων». 

Σύμφωνα με την ανάλυση της Le Monde Diplomatique, θα ήταν λάθος να πει κανείς ότι η Εκκλησία είναι σε θέση να υπαγορεύσει την κυβερνητική πολιτική. Για παράδειγμα έχει επανειλημμένα προσπαθήσει ώστε να απαγορευτούν οι αμβλώσεις ή ακόμη και το χάπι της επόμενης ημέρας. Αυτές οι προσπάθειες δεν κατάφεραν πολλά. Οι γυναίκες στη Ρωσία μπορούν ακόμη να κάνουν έκτρωση μέχρι τη 12η εβδομάδα της εγκυμοσύνης τους. Από την 13η εβδομάδα και μετά, η άμβλωση επιτρέπεται μόνο σε περιπτώσεις βιασμού ή για ιατρικούς λόγους, ενώ μέχρι το 2012 κοινωνικά κριτήρια, όπως η φτώχεια ή ένας πατέρας κρατούμενος στη φυλακή λαμβάνονταν υπόψη. 

Πάντως έρευνα του Levada Center το 2018 κατέγραψε ότι το 35% πιστεύει ότι η έκτρωση είναι σοκαριστική ακόμη κι αν μια οικογένεια δεν είναι σε θέση να φροντίσει το παιδί. Παράλληλα όμως, το ποσοστό αυτό ήταν 18% το 1998. Σχεδόν το 30% των Ρώσων που χαρακτηρίζουν τους εαυτούς τους Ορθόδοξους λένε ότι δεν πιστεύουν στο Θεό και μόλις το 3% πηγαίνουν στην Εκκλησία μια φορά την εβδομάδα ή περισσότερο. Το ποσοστό αυτό είναι 4,5% για τους Καθολικούς στη Γαλλία και 48% για τους διαμαρτυρόμενους στις ΗΠΑ. Η έλλειψη εκκλησιών σε μια λογική απόσταση εξηγεί μόνο εν μέρει τη χαμηλή προσέλευση: πολλές εκκλησίες της Μόσχας είναι συχνά άδειες ή τις επισκέπτονται καμιά ντουζίνα γιαγιάδες. Ωστόσο, και πάλι υπάρχει αύξηση σε σχέση με την Σοβιετική εποχή. 

Αν και οι περισσότεροι Ρώσοι περιγράφουν τους εαυτούς τους ως Ορθόδοξους αυτό είναι λιγότερο ζήτημα θρησκευτικών πεποιθήσεων και περισσότερο ζήτημα εθνικής ταυτότητας. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το Κρεμλίνο επιθυμεί μια προσέγγιση με την Εκκλησία και εργάζεται για να θέσει τα ιδεολογικά θεμέλια ενός εθνικού κράτους από το 1991. 

Η Ορθοδοξία αποτελούσε μέρος της εθνικής ταυτότητας της Ρωσίας, σύμφωνα με τον Σεργκέι Ουβάροφ, υπουργό Παιδείας υπό τον Νικόλαο Α’ (1825-55). Εκείνος έβλεπε το τρίπτυχο: «ορθοδοξία, απολυταρχία και εθνικότητα» ως τον πυρήνα της Ρωσίας, όταν έλεγε πως θέλει να προστατεύσει τη χώρα του από την «μόλυνση των ιδεών της γαλλικής επανάστασης: της ισότητας, της ελευθερίας και της αδελφότητας». 

Υπό την προεδρία του Μπόρις Γέλτσιν, το 1997, η αρχή του κοσμικού χαρακτήρα που θεσπίστηκε στο Σύνταγμα του 1993 υπονομεύθηκε όταν ένας νόμος αναγνώρισε τον «ειδικό ρόλο της Ορθοδοξίας στην ιστορία της Ρωσίας, στην εξέλιξη και την ανάπτυξη της πνευματικότητας και του πολιτισμού της». Ο νόμος έδωσε προτεραιότητα στην Ορθοδοξία, εγκαθιδρύοντας έναν «ιεραρχικό πλουραλισμό».

Ο Πούτιν κατά τις δυο πρώτες τους θητείες (2000-2008), παρουσίασε τον εαυτό του ως έναν καλό μάνατζερ χωρίς ιδεολογία. Περιόρισε τις φιλοδοξίες της Εκκλησίας και απέρριψε τα αιτήματά της για την επιβολή ενός φόρου για τη χρηματοδότησή της ή την δημιουργία ενός τηλεοπτικού καναλιού. Ο ιδιαίτερος ρόλος της Ορθοδοξίας έγινε πιο συγκεκριμένος υπό τον Ντμίτρι Μεντβέντεφ. Ζήτησε διάλογο με την Εκκλησία για την προώθηση της εθνικής ανάπτυξης και την ενίσχυση των πνευματικών αξιών, δυο στοιχεία τα οποία χαρακτήρισε αδιαίρετα. 

Υπό τον Μεντβέντεφ και τον Πούτιν (τότε ήταν πρωθυπουργός), η Εκκλησία άρχισε να απολαμβάνει σημαντικές φορολογικές εκπτώσεις για το τεράστιο εισόδημά της. Επίσης αν και η Ρωσία βρέθηκε αντιμέτωπη με την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση, ο Μεντβέντεφ δαπάνησε 6 δισεκατομμύρια ρούβλια, μεταξύ του 2008 και του 2010 για την ανέγερση εκκλησιών σε ολόκληρη τη χώρα. Το κράτος υποσχέθηκε επίσης την επιστροφή της περιουσίας πάνω από 6.400 εκκλησιών που είχαν κατασχεθεί από τις σοβιετικές αρχές. 

Σε αντάλλαγμα η Εκκλησία στήριξε το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του Μεντβέντεφ που περιελάμβανε ιδιωτικοποιήσεις και άνοιγμα της ρωσικής πολιτικής σε περισσότερα κόμματα. Ο Αλεξάντερ Βερκόφσκι, επικεφαλής του Κέντρου Σόβα στη Μόσχα, που ερευνά τη θρησκευτική ανοχή και την ξενοφοβία υποστηρίζει: «Η Εκκλησία βοηθά το κράτος επειδή ωφελείται αλλά και… επειδή δεν έχει πολλές επιλογές. Δεν είναι μια ισότιμη σχέση – το κράτος είναι αυτό που έχει τον έλεγχο». 

Πάντως η σχέση αμοιβαίας βοήθειας μεταξύ Εκκλησίας και κράτους έγινε σαφέστερη μετά την εκλογή στον προεδρικό θώκο το 2012, του Βλαντίμιρ Πούτιν. Ο Πούτιν αποφάσισε να κινητοποιήσει τους ανθρώπους, όχι γύρω από τον ίδιο, αλλά γύρω από τον ευρέως – πια – υποστηριζόμενο στόχο της υπεράσπισης των παραδοσιακών ρωσικών αξιών απέναντι στη Δύση, η οποία, σύμφωνα με τη Μόσχα, προσπαθούσε να περικυκλώσει στρατιωτικά τη Ρωσία και να ανατρέψει τις κυβερνήσεις που δεν θα ταίριαζαν στις αξίες της ή τα γεωπολιτικά της συμφέροντα. Άρχισε να κάνει δηλώσεις όπως: «Για να υπάρχει κοινωνία πρέπει να στηρίζουμε το σεβασμό στις παραδόσεις μας και στις μεγάλες θρησκείες». 

Η σύγκλιση απόψεων του Πούτιν και του Πατριάρχη της Μόσχας Κύριλλου δεν ήταν πάντα υπαρκτή αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα πρόβλημα για το Κρεμλίνο. Η ανησυχία του Κύριλλου για την μεγάλη ορθόδοξη κοινότητα της Ουκρανίας τον κατέστησε μια γέφυρα μεταξύ της ουκρανικής κυβέρνησης και των αυτονομιστών ανταρτών του Ντονμπάς με την υποστήριξη της Ρωσίας.

Το ρωσικό κράτος εξακολουθεί να έχει τον έλεγχο αλλά «τα πράγματα θα μπορούσαν εύκολα να ξεφύγουν από τον έλεγχο», σύμφωνα με τον Μπόρις Βισνέφσκι, μέλος της νομοθετικής συνέλευσης της Αγίας Πετρούπολης, που ηγείται ενός κινήματος εναντίον της παράδοσης του καθεδρικού ναού του Αγίου Ισαάκ στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο συγκεκριμένος ναός έγινε μουσείο αθεϊσμού υπό τον Στάλιν και στη συνέχεια μουσείο ιστορίας και τεχνών το 1937 και σήμερα είναι ένα από τα μεγαλύτερα τουριστικά αξιοθέατα της πόλης. Έχει μεγάλα έσοδα και στο μέλλον θα ανήκει στην Εκκλησία, αν και το κράτος θα εξακολουθεί να είναι υπεύθυνο για τη συντήρηση του κτιρίου.

«Δεν καταλαβαίνω γιατί το κράτος έχει τέτοια ευνοϊκή μεταχείριση απέναντι στην Εκκλησία», λέει ο Βισνέφσκι. Ο ίδιος πιστεύει ότι «αυτό είναι ένα εξαιρετικά επικίνδυνο παιχνίδι». Δίνοντας στην Ορθοδοξία προτεραιότητα έναντι άλλων θρησκειών, το κράτος κινδυνεύει να αποξενώσει τους πιστούς των άλλων θρησκειών και να τους αποκλείσει από τη ρωσική κοινωνική σύμβαση. 

Η Κάθι Ρούσελετ, ειδική σε θέματα Ορθόδοξης Εκκλησίας λέει: «Ο βασικός παράγοντας δεν είναι η επιρροή της Εκκλησίας στην καθημερινή ζωή ή στις καθημερινές πρακτικές αλλά το συμβολικό της κεφάλαιο». Ο Βισνέφσκι πάλι προβλέπει ότι ενώ το κράτος πρέπει να υπερασπίζεται τις παραδοσιακές αξίες, η κυβέρνηση θα συνεχίσει να υποτάσσεται στην Εκκλησία. Αυτή η σχέση θα μπορούσε να παράγει ένα τέρας».