Περίπου 13 εκατομμύρια παιδιά στην Ευρωπαϊκή Ένωση (συμπεριλαμβανομένης της Νορβηγίας και Ισλανδίας) στερούνται βασικά αγαθά απαραίτητα για την ανάπτυξή τους. Ταυτόχρονα, 30 εκατομμύρια παιδιά – σε ένα σύνολο 35 χωρών με αναπτυγμένες οικονομίες – ζουν σε συνθήκες φτώχειας.

Ads

 
Η έκθεση, που συντάχθηκε από το Κέντρο Ερευνών Innocenti της UNICEF, εξετάζει την παιδική φτώχεια και τις στερήσεις των παιδιών σε όλο τον βιομηχανικό κόσμο, συγκρίνοντας και κατατάσσοντας τις επιδόσεις των χωρών. Αυτή η σύγκριση σε διεθνές επίπεδο, αναφέρει η έκθεση, αποδεικνύει ότι η παιδική φτώχεια στις χώρες αυτές δεν είναι αναπόφευκτη, αλλά εξαρτάται από τις πολιτικές – και ότι ορισμένες χώρες τα πάνε πολύ καλύτερα από άλλες στην προστασία των περισσότερο ευάλωτων παιδιών τους.
 
«Η έκθεση καθιστά σαφές ότι ορισμένες κυβερνήσεις τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα στην αντιμετώπιση της παιδικής αποστέρησης από άλλες», δήλωσε ο διευθυντής του γραφείου ερευνών της Unicef Γκόρντον Αλεξάντερ.
 

«Αυτές με τις καλύτερες επιδόσεις δείχνουν ότι είναι δυνατή η αντιμετώπιση της φτώχειας στις παρούσες οικονομικές συνθήκες. Από την άλλη πλευρά, η αποτυχία να προστατευθούν τα παιδιά από τη σημερινή οικονομική κρίση είναι από τα λάθη που μια κοινωνία μπορεί να πληρώσει πολύ ακριβά» σημείωσε.
 
13 εκ. παιδιά στερούνται βασικά αγαθά

 
Σύμφωνα με την έκθεση, περίπου 13 εκατομμύρια παιδιά στην Ευρωπαϊκή Ένωση (συν Νορβηγία και Ισλανδία) στερούνται βασικά αγαθά απαραίτητα για την ανάπτυξή τους. Ταυτόχρονα, 30 εκατομμύρια παιδιά -σε ένα σύνολο 35 χωρών με αναπτυγμένες οικονομίες παγκοσμίως- ζουν σε συνθήκες φτώχειας.
 
Η έκθεση εξετάζει την παιδική φτώχεια και τις στερήσεις των παιδιών με δύο διαφορετικούς τρόπους: Ο πρώτος τρόπος είναι ο Δείκτης Παιδικής Αποστέρησης, που λαμβάνεται από δεδομένα των Στατιστικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Εισόδημα και τις Συνθήκες Διαβίωσης από 29 Ευρωπαϊκές χώρες. Η έκθεση ορίζει ένα παιδί ως «αποστερημένο» όταν του λείπουν δύο ή περισσότερα αγαθά από ένα κατάλογο 14 βασικών πραγμάτων, όπως τρία γεύματα την ημέρα, ένα ήσυχο μέρος για τη σχολική του εργασία, εκπαιδευτικά βιβλία στο σπίτι ή μια σύνδεση στο Internet.
 
Τα υψηλότερα ποσοστά αποστέρησης παρουσιάζονται σε χώρες όπως Ρουμανία, Βουλγαρία και Πορτογαλία (με ποσοστά πάνω από 70%, 50% και 27% αντίστοιχα) αν και μερικές πλουσιότερες χώρες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, έχουν ποσοστά αποστέρησης άνω του 10%. Οι Σκανδιναβικές χώρες εμφανίζουν τη χαμηλότερη παιδική αποστέρηση, όλες με ποσοστά κάτω του 3%.
 
Πιο συγκεκριμένα, στις τρεις καλύτερες θέσεις της κατάταξης των χωρών σύμφωνα με αυτό τον τρόπο μέτρησης βρίσκονται, η Ισλανδία (0,9%), Σουηδία (1,3%) και Νορβηγία (1,9%) ενώ στις χαμηλότερες, η Ρουμανία (72,6%), Βουλγαρία (56,6%) και Ουγγαρία (31,9%).
 
Η Ελλάδα βρίσκεται στην 21η θέση με 17,2%, αμέσως μετά την Ιταλία (13,3%) και πριν τη Σλοβακία (19,2%). Ειδικότερα, στην Ελλάδα το ποσοστό παιδικής αποστέρησης είναι ακόμη μεγαλύτερο σε μονογονεϊκές οικογένειες από 17,2% αυξάνει σε 24,3%, στις οικογένειες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο γονέων σε 50,8% και σε οικογένειες μεταναστών σε 42,2%.
 
Κάτω από το εθνικό όριο της φτώχιας
 
Ο δεύτερος τρόπος διερεύνησης της έκθεσης ασχολείται με τη σχετική φτώχεια, εξετάζοντας το ποσοστό των παιδιών που ζουν κάτω από το εθνικό τους «όριο φτώχειας» – που ορίζεται ως το 50% του μέσου διαθέσιμου οικογενειακού εισοδήματος.Με αυτόν τον τρόπο η έκθεση της UNICEF προσπαθεί να εκτιμήσει ποιο είναι το ποσοστό των παιδιών που υστερούν σημαντικά σε σχέση με αυτό που είναι φυσιολογικό για τις κοινωνίες τους.
 
Οι σκανδιναβικές χώρες και η Ολλανδία παρουσιάζουν τα χαμηλότερα ποσοστά σχετικής παιδικής φτώχειας, με περίπου 7%. Η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Νέα Ζηλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν ποσοστά μεταξύ 10% και 15%, ενώ πάνω από το 20% των παιδιών στη Ρουμανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες ζουν σε σχετική φτώχεια.
 
Ειδικότερα, στις τρεις καλύτερες θέσεις της κατάταξης των χωρών σύμφωνα με αυτό τον τρόπο μέτρησης βρίσκονται, η Ισλανδία (4,7%), η Φινλανδία (5,3%) και η Κύπρος (6,1%) ενώ τις χαμηλότερες καταλαμβάνουν, η Ρουμανία (25,5%), οι ΗΠΑ (23,1%) και η Λετονία (18,8%).
 
Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 30η θέση (σε σύνολο 35 χωρών) με 16% και πάλι αμέσως μετά την Ιταλία (15,9%) και πριν την Ισπανία (17,1%). Επιπλέον, στην Ελλάδα οι δημόσιες δαπάνες για τις οικογένειες (επιδόματα – φοροαπαλλαγές – υπηρεσίες) ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι στην προτελευταία θέση της κατάταξης (περίπου 1,1%) μετά τη Μάλτα (1%). Συγκριτικά, η Γαλλία είναι η πρώτη σε αντίστοιχες δαπάνες με 3,7%.