Όταν τον Ιούνιο του 1963 το Παλάτι προγραμματίζει επίσκεψη της βασιλικής οικογένειας στη Μεγάλη Βρετανία, σίγουρα δεν φαντάζεται ότι η απόφαση αυτή αποτελεί την απαρχή μιας πολιτικής θύελλας που θα οδηγήσει στην παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή. Μπορεί όμως μια αδιάφορη πολιτικά επίσκεψη να οδηγήσει σε μια τέτοια θεσμική κατάρρευση ;Όχι βέβαια. Το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. 

Ads

Στις αρχές του έτους η κυβέρνηση της ΕΡΕ υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή δείχνει να βάλλεται από όλες τις πολιτικές πτέρυγες. Κι αν για τα αριστερά “πυρά” της ΕΔΑ αυτό είναι αναμενόμενο και της αντιπολιτευόμενης Ένωσης Κέντρου φυσιολογικό, αυτό που δύσκολα γίνεται αποδεχτό είναι τα φίλια “πυρά” από το Παλάτι. Το Στέμμα, εκτός της “ιδιαίτερης μεταχείρισης” που θεωρεί πρέπει να έχει από το πολιτικό σύστημα της χώρας και την αυξημένη επιρροή του στο στράτευμα, δεν ξεχνά να υπενθυμίζει πάντα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή πως η άνοδος του στην πρωθυπουργία το 1955 αποτελεί ουσιαστικά ανάθεση από το Παλάτι, κάτι που ενοχλεί τον μακεδόνα πολιτικό που θεωρεί πως με την οκταετή διακυβέρνησή του έχει αυτονομηθεί πολιτικά.

Έτσι, όταν με αφορμή τον πολιτικό σάλο που προηγείται μετά την βασιλική προίκα στη πριγκίπισσα Σοφία τον Μάιο του 1962, ο Καραμανλής ζητά με επιστολή του στον βασιλιά Παύλο τον Οκτώβριο του ίδιου έτους την διευθέτηση αυτών των ζητημάτων με τοποθέτηση ενός έμπειρου συμβούλου στο Παλάτι, ο τελευταίος όχι μόνο αρνείται, αλλά θυμίζει, ευγενικά, το πόσο πετυχημένη επιλογή ήταν ο δικός του διορισμός στην πρωθυπουργία επτά χρόνια πριν…

Το γυαλί στην δεξιό πολιτικό “ρετιρέ” έχει πια ραγίσει κάτι το οποίο οδηγεί τον αμερικανικό παράγοντα να δρομολογεί ήδη την διάδοχη κατάσταση, όπως επιβεβαιώνει με επιστολή του ο τότε Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών με αρμοδιότητα τη Μέση Ανατολή και την Ασία Φίλιπς Τάλμποτ, στον Αμερικανό πρέσβη  στην Αθήνα Χάρι Λαμπουίζ τον Απρίλιο του 1963: “Είναι προφανώς αδύνατον να παραμείνει ο Καραμανλής στην εξουσία επ’ άπειρον και είμαστε έτοιμοι να συνεργαστούμε με μιαν άλλη κυβέρνηση εφόσον προέλθει από συνταγματικές διαδικασίες. Δε θα έχουμε ενδοιασμούς στη συνεργασία μας με μια νέα κυβέρνηση, εφόσον αυτή δεν περιλαμβάνει κομμουνιστές ή εκπροσώπους τους στην κυβέρνηση”.

Ads

Η “σπίθα” που ανάβει τη φωτιά έρχεται το πρωί της Δευτέρας 10 Ιουνίου όταν στη συνάντηση πρωθυπουργού-βασιλιά στα ανάκτορα του Τατοΐου το δευτερεύον θέμα της πραγματοποίησης ή όχι της βασιλικής επίσκεψης στο Λονδίνο αναδεικνύεται σε μείζον, με τις δυο πλευρές να παραμένουν αμετακίνητες στις θέσεις τους, και τον Καραμανλή να δηλώνει ότι η μη υποχώρηση του βασιλιά Παύλου σημαίνει παραίτηση της κυβέρνησης. Μάλιστα, προς ενίσχυση των θέσεών τους οι δυο πλευρές  δρομολογούν το πρόγραμμά τους θεωρώντας δεδομένη τη επικράτηση των θέσεών τους. Το Στέμμα στέλνει στο ραδιοφωνικό σταθμό το πρόγραμμα της βασιλικής επίσκεψης στο Λονδίνο -το οποίο όμως η κυβέρνηση δεν επιτρέπει τη μετάδοσή του…- ενώ η δεύτερη διαρρέει πως το κυβερνητικό πρόγραμμα συνεχίζεται κανονικά και πως στο Παλάτι θα επικρατήσει η λογική.

Το παράξενο εκείνο απόγευμα φτάνει ταχυδρομικά στα γραφεία των εφημερίδων μια ανυπόγραφη προκήρυξη από “ομάδα αξιωματικών”, η οποία μεταξύ άλλων αναφέρει ότι “στη χώρα επικρατεί ανώμαλη κατάστασις οφειλομένη εις το γεγονός μια πολιτική φατρία καταβάλει αγωνιώδη προσπάθειαν να συγκρατηθεί εις την αρχήν με την βοήθειαν των ξένων. Ο στρατός ελέγχεται και διοικείται υπό της ενταύθα αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής”. Η επιστολή χαρακτηρίζεται από κυβερνητικές πηγές ως “…πολιτικόν τέχνασμα η οποία ουδεμίαν σχέσιν έχει με το στράτευμα”.

Το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας βρίσκει το κυβερνητικό στρατόπεδο αισιόδοξο για την αποφυγή της κρίσης με τις πληροφορίες να μιλούν περί συμβιβαστικής πρότασης του βασιλιά  Παύλο για μικρή αναβολή του ταξιδιού και πραγματοποίησή του σε σύντομο χρόνο. Όμως στη συνάντηση στις 6.30 το απόγευμα τίποτα από τα παραπάνω δεν επιβεβαιώνονται. Η τελευταία κρατά μόλις δέκα λεπτά, και απλά επιβεβαιώνει τη ρήξη.

Ο μονάρχης στο ραδιοφωνικό του διάγγελμα λέει όσα τυπικά το αξίωμά του επιβάλει :“Μετά μεγάλης λύπης – είπε ανάμεσα σε άλλα ο μονάρχης – απεδέχθην την παραίτησιν του προέδρου της κυβερνήσεως κ. Κ. Καραμανλή, μετά του οποίου συνεργάσθην αρμονικώς επί μακρόν χρόνον, παρακολουθών τους στεφθέντας υπό επιτυχίας μόχθους των υπό την προεδρίαν του Κυβερνήσεων, υπέρ της αναπτύξεως και προόδου της χώρας. Εκφράζω προς τον Κ. Καραμανλήν την πλήρη ευαρέσκειά μου διά τας προς την πατρίδα υπηρεσίας του.

Εκτός πρωτοκόλλου όμως ο Παύλος, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο και ιστορικό Σπύρο Λιναρδάτο, φέρεται να λέει στον Αμερικανό δημοσιογράφο Σάιρους Σουλτσμέργκερ :“Ο Καραμανλής επέλεξε ένα παράδοξο και άνευ ουσίας θέμα διά να παραιτηθή, διότι κατά τ’ άλλα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα με την υπόθεση της Θεσσαλονίκης (σ.σ. δολοφονία Λαμπράκη) και τα ζητήματα που άρχισε να δημιουργεί στην Κύπρο ο Μακάριος. Θα τα είχε βρει μπαστούνια…”.

Το μέλλον έδειξε ότι στην πραγματικότητα τα “βρήκαν μπαστούνια” όλοι. Σύντομα η ΕΡΕ πηγαίνει σε εκλογές τις οποίες χάνει, ο Καραμανλής δεν αποδέχεται ποτέ το ρόλο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και αποσύρεται στο Παρίσι, ενώ η αποδόμηση του Παλατιού με τον διαβρωτικό του ρόλο στην πολιτική ζωή του τόπου συνεχίζεται με την Ιουλιανή αποστασία του 1965 στρέφοντας πλέον εναντίον του όλα τα  κοινοβουλευτικά κόμματα, συσπειρώνοντας δίπλα του μόνο τους ακραίους, από τους οποίους μάλιστα θα εκδιωχθεί τέσσερα χρόνια αργότερα…